Γ. Τσερτεκίδης: Πρόταση μομφής 2022 – Οι στοχεύσεις
Τώρα που «κάθεται» η σκόνη μετά το πέρας των διαδικασιών που ακολούθησαν την κατάθεση πρότασης μομφής/δυσπιστίας έναντι της Κυβέρνησης από τον επικεφαλής της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κύριο Αλέξη Τσίπρα, είναι ο κατάλληλος χρόνος για απολογισμό. Πίστευε η πλευρά ΣΥΡΙΖΑ ότι υπήρχε πιθανότητα να «πέσει» με αυτόν τον τρόπο στη συγκεκριμένη συγκυρία η Κυβέρνηση του Πρωθυπουργού κυρίου Κυριάκου Μητσοτάκη; Εκτιμάται πως όχι. Άλλες ήταν οι στοχεύσεις της όλης πρωτοβουλίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση, λαμβάνοντας υπόψιν τα αποτελέσματα δεκάδων δημοσκοπήσεων από διαφορετικές ερευνητικές ομάδες και εταιρείες, το μόνο σίγουρο είναι ότι αναγνωρίζει μια βασική αδυναμία του. Η βασική αυτή αδυναμία του έγκειται στο να καρπωθεί τη φθορά και τις απώλειες που αναπόφευκτα υφίσταται το κυβερνόν κόμμα, ειδικά σε μια περίοδο πολλαπλών κρίσεων. Κρίσεις των οποίων η αντιμετώπιση αποτελεί ένα μίγμα αξιοπρεπών χειρισμών σε κάποιες περιπτώσεις αλλά και κάποιων -χωρίς υπερβολή- διαχειριστικών «Βατερλό» με πιο πρόσφατο αυτό της αντιμετώπισης της κακοκαιρίας «Ελπίς». Η αδυναμία αυτή κατά πολλούς αναλυτές έχει τα αίτιά της στις κατά καιρούς παραφωνίες στην αντιπολιτευτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος χαρακτηρίζεται και από ανοιχτά εσωκομματικά ζητήματα, αλλά ενδεχομένως και στην κυβερνητική πολιτεία του, η οποία είναι ακόμα πρόσφατη και δεν του επιτρέπει να εμφανιστεί ως εναλλακτική στο βαθμό που θα ήθελε.
Αυτό το διαχειριστικό, λοιπόν, «Βατερλό» της Κυβέρνησης, με το γραφικό πλέον γαϊτανάκι ευθυνών ανάμεσα σε αρμόδιο Υπουργείο, Περιφέρεια και ιδιωτική εταιρεία, αποτέλεσε την αφορμή για να προβεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή την πρωτοβουλία. Επιχείρησε έτσι η Αξιωματική Αντιπολίτευση να σηκώσει τους αντιπολιτευτικούς τόνους στον ύψιστο -θεσμικά- βαθμό, σε μια προσπάθεια να πιέσει προς δύο κατευθύνσεις. Η μία κατεύθυνση αφορά την Κυβέρνηση και τη Νέα Δημοκρατία, μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της οποίας δυσαρεστήθηκε από τις εικόνες και τα γεγονότα των προηγούμενων ημερών. Η άλλη κατεύθυνση αφορά το Κίνημα Αλλαγής. Ένα Κίνημα Αλλαγής το οποίο δημοσκοπικά (και πάλι από πολλές και διαφορετικές ερευνητικές ομάδες και εταιρείες) καλπάζει επαναπατρίζοντας ψηφοφόρους του κάποτε κραταιού ΠΑΣΟΚ που είχαν στραφεί τόσο προς το ΣΥΡΙΖΑ όσο και προς τη Νέα Δημοκρατία κατά την περασμένη δεκαετία.
Φέρνοντας στο Κοινοβούλιο την πρόταση δυσπιστίας, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να καρπωθεί τη διάχυτη δυσαρέσκεια των πολιτών από τις ανεπάρκειες των κυβερνητικών χειρισμών, επιχειρώντας έτσι να αναδειχθεί στην αδιαμφησβήτητα ηγεμονική αντιπολιτευτική δύναμη. Αυτό καθώς όπως είναι γνωστό ο πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ κύριος Νίκος Ανδρουλάκης, μη έχοντας έδρα στη Βουλή, εκ των πραγμάτων δε θα μπορούσε να συμμετέχει στη διαδικασία όπως ο κύριος Αλέξης Τσίπρας, ανεβάζοντας τους τόνους και συμμετέχοντας άμεσα στους κοινοβουλευτικούς διαξιφισμούς.
Τα αποτελέσματα των παραπάνω διαδικασιών είναι- όπως πάντα σχεδόν στην πολιτική- συζητήσιμα. Αναλόγως με την προσέγγιση της καθεμιάς και του καθενός δίδεται και η αντίστοιχη ερμηνεία. Αυτά που δεν αμφισβητούνται είναι ότι πράγματι οι τόνοι ανέβηκαν, πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε τη βούληση να αντιπολιτευτεί αξιοποιώντας όλα τα θεσμικά εργαλεία, ελέγχοντας και πιέζοντας την Κυβέρνηση και πράγματι ο κύριος Νίκος Ανδρουλάκης βρέθηκε στο στόχαστρο όταν στήριξε την πρόταση μομφής ξεκαθαρίζοντας όμως ότι οι εκλογές εν μέσω πανδημίας με εκατό νεκρούς κάθε ημέρα είναι κάτι το αδιανόητο. Παράλληλα όμως, μαζί με την πίεση στην Κυβέρνηση ήρθαν και πάλι στην ατζέντα από πλευράς ΝΔ οι διαχειριστικές αδυναμίες και αποτυχίες του ΣΥΡΙΖΑ με προεξέχουσες τις περιπτώσεις του Ματιού και της Μάνδρας. Ως προς την κοινοβουλευτική δύναμη της Κυβέρνησης, η μόνη απώλεια ήταν το «παρών» του ανεξάρτητου βουλευτή κυρίου Κωνσταντίνου Μπογδάνου.
Τσερτεκίδης Γεώργιος
Πολιτικός Επιστήμων
ΜΑ Κοινωνιολογίας
Υπ. Δρ. Κοινωνικών Επιστημών