H συνταρακτική ιστορία του Κινέζου σκηνοθέτη Χου Μπο που αυτοκτόνησε μετά την πρώτη ταινία του
Φίλμαρε γρήγορα, πέθανε νέος: Το μυθικό ντεμπούτο του «Ένας ελέφαντας στέκεται ακίνητος» έγραψε ιστορία
Αισθάνομαι ένοχος που δεν τον προστάτεψα όπως έπρεπε.
Είναι ντροπή.
Όμως, πώς να προστατέψεις κάποιον που βρίσκεται συνεχώς μέσα σε μια θύελλα;
Έγραφε βιβλία, σενάρια, θεατρικά έργα.
Τρομακτικό… Ατέλειωτο…
Στην δουλειά του πάντως ήταν πάντοτε ευαίσθητος και ευγενικός.
Άκουγε τους πάντες και έδινε σημασία σε κάθε λεπτομέρεια.
Βιαζόταν να προλάβει, συνεχώς.
Ίσως και να γνώριζε ότι δεν του έμενε πολύς χρόνος.
Μπέλα Ταρ
Πεκίνο, 12 Οκτωβρίου 2017. Ο 29χρονος Χου Μπο έχει χαθεί εδώ και μέρες από τα στέκια και τις παρέες, δεν απαντά στα τηλέφωνα, δεν εμφανίζεται στα ιντερνετικά τσατ.
Οι φίλοι του ανησυχούν κι ο κολλητός του φωνάζει τον ιδιοκτήτη του διαμερίσματος του Χου Μπο για να το ανοίξει. Κανείς.
Ερευνώντας το κτίριο, στη σκάλα υπηρεσίας που οδηγούσε από τον 16ο στον 17ο όροφο, βρίσκουν τον Χου Μπο απαγχονισμένο. Το σκοινί είναι δεμένο στον 15ο και μετά «περασμένο» στη σκαλωσιά του 17ου.
Αστυνομία και ασθενοφόρο διαπιστώνουν τον θάνατό του, οι γονείς έρχονται να παραλάβουν τη σορό, φίλοι και συμφοιτητές συγκεντρώνονται μαζί με περίεργους, μια μεσόκοπη γυναίκα ουρλιάζει: «Πρεζάκιας, αλκοολικός κι αχαΐρευτος, πείραζε όλη την ώρα τα κορίτσια μας, τι καλό να περιμένεις από δαύτον»;
Η γυναίκα αυτή είναι η Λιου Γε, παραγωγός μαζί με τον σύζυγό της και γνωστό σκηνοθέτη Γουάνγκ Ζιαοσουάι της πρώτης ταινίας μεγάλου μήκους του αυτόχειρα, που φέρει τον τίτλο «Ένας ελέφαντας στέκεται ακίνητος».
Και η αυτοκτονία του 29χρονου κινηματογραφιστή ήταν η τελευταία πράξη μιας πολύμηνης διαμάχης μεταξύ δημιουργού και παραγωγών για τον έλεγχο της τελικής μορφής του έργου.
Το «στέμμα» του cult ήρθε κατευθείαν, ο θρύλος του σκηνοθέτη που αυτοκτονεί μετά το πρώτο του έργο κινητοποιεί και τους πιο αδιάφορους θεατές.
O Χου Μπο γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1988 στην πόλη Τσινάν, πρωτεύουσα της επαρχίας Σαντόνγκ, στην Ανατολική Κίνα και αποφοίτησε από την Ακαδημία Κινηματογράφου του Πεκίνου το 2014. Είχε εισαχθεί στα 22 του, ο μεγαλύτερος φοιτητής της τάξης του, καθώς έχασε τρεις χρονιές στο Λύκειο.
Στα μαθήματα που δεν τον ενδιέφεραν, διάβαζε λογοτεχνία ή έγραφε τα δικά του έργα, εξοργίζοντας τους καθηγητές. Στην Ακαδημία κέρδισε από πολύ νωρίς το παρατσούκλι «ο βασιλιάς του ύπνου» μια και συνήθιζε να καθυστερεί στα πρωινά μαθήματα, καθότι ξενύχτης.
Με την αποφοίτησή του γύρισε δυο μικρού μήκους ταινίες που τα πήγαν εξαιρετικά στα τοπικά φεστιβάλ.
Κάποιοι παραγωγοί τον προσέγγισαν για να του αναθέσουν σκηνοθεσίες κατά παραγγελία εμπορικών ταινιών εγχώριας κατανάλωσης – αυτό όμως ήταν το τελευταίο που αναζητούσε ο Μπο.
Το 2016 είχε ήδη εκδώσει τη νουβέλα «Ένα τεράστιο ρήγμα», δημιουργώντας αίσθηση στους λογοτεχνικούς κύκλους της Κίνας, και την ίδια χρονιά ο καταξιωμένος σκηνοθέτης Γουανγκ Ζιασουάι και η γυναίκα του Λιου Γε, υπέγραψαν μαζί του συμβόλαιο για την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία.
Ο Μπο παρουσιάζει το σενάριο του «Ένας ελέφαντας στέκεται ακίνητος», βασισμένο σε μια ιστορία από το «Τεράστιο ρήγμα». Το φιλμ προορίζεται να διαρκεί τέσσερις ώρες και τότε ξεσπούν οι πρώτες κάθετες αντιδράσεις από τους δυο παραγωγούς. Μια ταινία τεσσάρων ωρών δεν έχει καμιά προοπτική εκμετάλλευσης στο εσωτερικό.
Οι κόντρες γίνονται εντονότερες και το ζευγάρι των παραγωγών παροτρύνει τον Μπο να παραδειγματιστεί από την επιτυχία των Κορεατών μέινστριμ ομοτέχνων του.
Το γεγονός ότι ο Ζιαοσουάι παρουσίασε φέτος τη νέα του ταινία «Γιε μου», διάρκειας 3 ωρών, μπορεί πλέον να οδηγήσει και σε δεύτερες σκέψεις.
Με τα πολλά, συμφωνούν να φύγει για γυρίσματα 40 ημερών με προϋπολογισμό 900.000 γουάν (περίπου 90.000 δολάρια).
Μετά την κινέζικη πρωτοχρονιά, τον Φεβρουάριο του 2017, το συνεργείο καταφθάνει στο Ζινγκζινγκ της Δυτικής Κίνας, μια αποβιομηχανοποιημένη πόλη με σκληρό χειμώνα.
Ο Μπο δείχνει να προτιμά το μουντό φως από την λιακάδα. Μαζί του, ο συνομήλικός του και συμφοιτητής του διευθυντής φωτογραφίας Φαν Τσάο. Είναι και γι’ αυτόν η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους.
Έχουν στη διάθεσή τους μια mini Alexa, ένα στέντικαμ, ελάχιστα φώτα και μερικούς φακούς Cook (πρόσφατα ο οσκαρικός διευθυντής φωτογραφίας Εντ Λάχμαν έμεινε εμβρόντητος όταν έμαθε για τον φτωχικό εξοπλισμό και το αισθητικό – εικαστικό αποτέλεσμα που κατάφεραν οι πιτσιρικάδες).
Το καστ, μερικοί νεαροί ως επί το πλείστον πρωτάρηδες ηθοποιοί, με εμπειρία καθημερινών σίριαλ και τηλεοπτικών σόου. Με την άφιξή τους στην πόλη, μαθαίνουν ότι έχουν στην διάθεσή τους μόλις 25 μέρες για γυρίσματα κι ότι ο προϋπολογισμός έχει πέσει στα 750.000 γουάν (περίπου 75.000 δολάρια).
Η ταινία αποτελείται από μεγάλα μονοπλάνα και ένα κύμα καλοκαιρίας υποχρεώνει τον Μπο να κάνει τα γυρίσματα πολύ νωρίς το πρωί και πολύ αργά το απόγευμα κάθε μέρας, προκειμένου να αποφύγει την ηλιοφάνεια. Το υπόλοιπο διάστημα το καταναλώνει με εξαντλητικές πρόβες, μια και δεν υπάρχει χρόνος για πολλές λήψεις του ίδιου πλάνου.
Από τις πρώτες ημέρες των γυρισμάτων, όταν ο Μπο στέλνει στους παραγωγούς το υλικό, τα μηνύματα από το Πεκίνο είναι αποθαρρυντικά.
«Το υλικό είναι χάλια, κατάλαβε ότι εδώ δεν παίζουμε» ήταν ένα από τα μηνύματα του Ζιασοουάι (ο Μπο κρατούσε screenshots).
Η Γε καθημερινά σχεδόν του τηλεφωνεί και τον προσβάλλει, τον κατηγορεί ότι τεμπελιάζουν όλη μέρα και τρώνε τα λεφτά της παραγωγής.
Εντέλει τα κοπιαστικά γυρίσματα ολοκληρώνονται, ο Μπο επιστρέφει και μοντάρει ο ίδιος την ταινία. Δεν είναι μεγάλη δουλειά, έχει την ταινία ακριβώς στο μυαλό του και το μοντάρισμα μεγάλων μονοπλάνων δεν είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία. Το τελικό cut φτάνει τα 235 λεπτά.
Οι δυο παραγωγοί δεν το συζητούν. Η ταινία δεν υπάρχει περίπτωση να κυκλοφορήσει με αυτή τη διάρκεια και δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσουν περαιτέρω το post production.
Με τον Μπο να παραμένει αμετάπειστος, συμβιβάζονται να τους παραδώσει ένα νέο cut δύο ωρών για εμπορική εκμετάλλευση, με την τετράωρη βερσιόν να προορίζεται μόνο για τα φεστιβάλ. Ο Μπο μοντάρει επί ένα μήνα.
Πετσοκόβει τα μεγάλα μονοπλάνα, υποχρεώνεται να ενθέσει μεσότιτλους για να εξηγήσει το στόρι, το δίωρο αποτέλεσμα δεν του λέει τίποτα, η ατμόσφαιρα και ο ρυθμός της ταινίας έχουν χαθεί. Παίρνει και τις δύο εκδοχές και ταξιδεύει στην Ταϊβάν.
Εκεί συναντά τον Λιάο Σανγκ, γνωστό Ασιάτη μοντέρ και μόνιμο συνεργάτη του Χου Χσιάο Σεν. Ο Σανγκ βλέπει και τις δυο βερσιόν και εγκρίνει την τετράωρη χωρίς κουβέντα.
Ο Μπο επιστρέφει στο Πεκίνο δικαιωμένος, ενώ αργότερα θα μάθει ότι κάποια στιγμή η παραγωγή πρότεινε στον Σανγκ να αναλάβει το μοντάζ της ταινίας.
Στο προσωπικό του μπλογκ αρχίζει να ποστάρει κομμάτια με τίτλο «Ο θάνατος ενός νεαρού κινηματογραφιστή». Τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη του 2017, βγαίνει στα μπαρ, συναντά τις παρέες του και συζητά για τα «100 χρόνια μοναξιάς» του Μαρκές. Μιλάει συχνά για τον θάνατο και σε ανύποπτο χρόνο δηλώνει ότι «σύντομα θα έχετε νέα μου». Τα μαύρα μαντάτα ήρθαν την 12η Οκτωβρίου.
Στα γραφεία της παραγωγής, τις επόμενες ημέρες ξεσπάει ένας τρομερός καβγάς μεταξύ του Μπο και των παραγωγών. Ο Μπο τους προτείνει ότι μπορεί να βρει άλλη εταιρεία παραγωγής που θα εξαγοράσει τα δικαιώματα, όμως το ζευγάρι των παραγωγών ζητάει 3,5 εκατομμύρια για να συμφωνήσει!
Στον απορημένο Μπο απαντούν πως πρέπει να συνυπολογιστούν τα λειτουργικά έξοδα και η προσωπική τους εργασία όπως και τα διαφυγόντα κέρδη της εταιρείας παραγωγής.
Μετά από μερικές ημέρες, κατά τη διάρκεια του πάρτι λήξης ενός μεγάλου τοπικού φεστιβάλ του Πεκίνου, η Λιου Γε ταπεινώνει τον Μπο μπροστά στον κόσμο. Ο Μπο δεν απαντά, ακούει σκυφτός τα ντροπιαστικά της λόγια. Την ίδια βραδιά, αποπειράται να φυγαδεύσει τους σκληρούς δίσκους με το υλικό από τα στούντιο της παραγωγής.
Γίνεται αντιληπτός και υποχρεώνεται να επιστρέψει τα κλειδιά του στούντιο. Μετά από λίγες ημέρες, του κοινοποιείται εξώδικο της εταιρείας παραγωγής, κατηγορείται για αντιεπαγγελματική συμπεριφορά και καλείται να αποζημιώσει τους παραγωγούς καθώς έχει αθετήσει το συμφωνητικό που υπέγραψε μαζί τους.
Ο Μπο επαναφέρει την εναλλακτική της δίωρης βερσιόν αλλά οι παραγωγοί δεν το συζητούν. Ο σκηνοθέτης τα παρατάει.
Τον Ιούλιο του 2017, ο Μπο συμμετέχει σε ένα εργαστήριο κινηματογράφου υπό την επίβλεψη του Μπέλα Ταρ, του ινδάλματός του. Ο Ταρ θυμάται ότι αμέσως όταν συναντήθηκαν ένιωσε ότι «αυτός ήταν ο άνθρωπός του».
Ο Μπο του χαρίζει τα βιβλία του, τον αποκαλεί «Νονό» του, του δείχνει φωτογραφίες από τους χώρους και τους ηθοποιούς της ταινίας του.
Στα πλαίσια του εργαστηρίου, ο Μπο είναι αυτός που θα βραβευτεί από τον Ταρ, το βραβείο είναι τα έξοδα παραγωγής μιας ταινίας μικρού μήκους. Ο Ταρ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι αυτό που εκτίμησε ήταν η γενναιότητα του νεαρού κινηματογραφιστή.
Το 14λεπτο «Άνθρωπος στο πηγάδι» συμμετείχε σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ και έκανε την πρεμιέρα του στο Λοκάρνο.
Ο Μπο έδειχνε πλέον ισορροπημένος μετά τις περιπέτειές του. Εικόνα που όμως ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Στο μεταξύ, η δεύτερη νουβέλα του «Βουβαλοβάτραχος» είχε κυκλοφορήσει απολαμβάνοντας θετικές κριτικές, μια άλλη εταιρεία παραγωγής του έδωσε 60.000 γουάν προκαταβολή για μια νέα ταινία, την «Πύλη του Παραδείσου».
Όμως, στο προσωπικό του μπλογκ αρχίζει να ποστάρει κομμάτια με τίτλο «Ο θάνατος ενός νεαρού κινηματογραφιστή». Τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη του 2017, βγαίνει στα μπαρ, συναντά τις παρέες του και συζητά για τα 100 χρόνια μοναξιάς του Μαρκές. Μιλάει συχνά για τον θάνατο και σε ανύποπτο χρόνο δηλώνει ότι «σύντομα θα έχετε νέα μου». Τα μαύρα μαντάτα ήρθαν την 12η Οκτωβρίου.
Η αυτοκτονία του Χου Μπο τάραξε βαθιά την κινεζική κινηματογραφική κοινότητα. Η ιστορία με τους παραγωγούς είχε γίνει ευρύτερα γνωστή.
Μια τρίτη εταιρεία παραγωγής μεσολάβησε, η ταινία, στην αρχική τετράωρη εκδοχή της μπήκε στο μιξάζ και ολοκληρώθηκε στα τέλη της χρονιάς.
Παρουσιάστηκε στο διεθνές φεστιβάλ First στο Χονγκ Κονγκ, όπου κέρδισε το βραβείο κοινού. Στους τίτλους της ταινίας, απουσιάζουν τα ονόματα των αρχικών παραγωγών. Στη θέση τους είχε μπει αυτό της μητέρας του Μπο, στην οποία κατέληξαν τελικά τα δικαιώματα, αυτή άλλωστε παρέλαβε και το βραβείο.
Όμως, το πραγματικό «μπαμ» έγινε στο Φεστιβάλ Βερολίνου, τον Φεβρουάριο του 2018. Η ταινία προβλήθηκε ανήμερα της κινέζικης Πρωτοχρονιάς. Οι αντιδράσεις από κοινό, επαγγελματίες και κριτικούς ήταν άμεσες. Αυτή ήταν η αποκάλυψη του φεστιβάλ, αν και προβλήθηκε στο ταπεινό Φόρουμ κι όχι στο Επίσημο Διαγωνιστικό (επιλογή για την οποία κατηγορήθηκε και η διεύθυνση του φεστιβάλ).
Το «στέμμα» του cult ήρθε κατευθείαν, ο θρύλος του σκηνοθέτη που αυτοκτονεί μετά το πρώτο του έργο κινητοποιεί και τους πιο αδιάφορους θεατές.
Και ο Μπέλα Ταρ, συντετριμμένος από τον χαμό του Μπο κι όχι χωρίς κάποια ενοχή που δεν τον προστάτεψε όσο έπρεπε, παίρνει επ’ ώμου την προώθηση της ταινίας, προλογίζοντας τις προβολές στο Παρίσι. Το ίδιο κι ο Γκας Βαν Σαντ στις ΗΠΑ.
Ο Γουανγκ Μπινγκ, ο Ανγκ Λι, ο Λι Τσαν Ντογκ, ο Χου Χσιάο Σιέν σχεδόν υποκλίνονται μπροστά στο ταλέντο του αυτόχειρα συναδέλφου τους. Η διεθνής κριτική, ακόμα και πιο συντηρητικά έντυπα σαν το Hollywood Reporter και τον New Yorker, μιλά για την «σπουδαιότερη σύγχρονη ταινία».
Και το συγκλονιστικό φιλμ με τίτλο «Ένας ελέφαντας στέκεται ακίνητος», που ήδη χαρακτηρίζεται ως κλασικό, διανέμεται σε 20 χώρες, όντας ένα θριαμβευτικό ντεμπούτο και συγχρόνως κύκνειο άσμα ενός δημιουργού που σύμφωνα με τα λόγια του Μπέλα Ταρ «έκαιγε το κερί του κι από τις δύο άκρες».
Πηγή:lifo.gr