Του Γιάννη Καζταρίδη[i]

Το πρωινό της Τρίτης, 16ης Οκτωβρίου του 1912, η Κατερίνη, και οι κάτοικοι της, ντύθηκε τη γιορτινή της φορεσιά και υποδέχτηκε ενθουσιωδώς τον απελευθερωτή ελληνικό στρατό. Στην Κατερίνη την περίοδο αυτή κατοικούσαν 8.000 περίπου ψυχές, στους οποίους περιλαμβάνονταν και 2.500 περίπου μουσουλμάνοι.

Με την απελευθέρωση οι άνθρωποι της Κατερίνης δεν υποδέχτηκαν απλά τον νικηφόρο ελληνικό στρατό: υποδέχτηκαν τη νέα εποχή. Μετά το 1912 τα πάντα αλλάζουν. Αλλαγή κυριαρχίας, συνόρων, κατοίκων, ασχολιών, νοοτροπιών. Η Κατερίνη με την απελευθέρωση μοιάζει με μια πεταλούδα έτοιμη να ανοίξει τα φτερά της και να εισέλθει σε μια νέα εποχή, να εγκαταλείψει την ανατολική ραστώνη, την καχεξία, την υπανάπτυξη και να μπει με δυναμισμό, με εθνική και τοπική αυτοπεποίθηση, στη νέα εποχή.

Στη σημερινή δημοσίευση θα αποτυπώσουμε τα αισθήματα και τα διανοήματα ανθρώπων της Κατερίνης, λογίων και λαϊκών, που βίωσαν ως πρωταγωνιστές ή συμπρωταγωνιστές το μεγάλο αυτό γεγονός.

Α. Θα παραθέσουμε αρχικά τη μαρτυρία του τότε επιχώριου μητροπολίτη ο οποίος και λόγιος ο ίδιος καταγράφει σε λόγια γλώσσα, με ύφος σοβαρό, λιτό και ευσύνοπτο, με δύναμη εκφραστική και ενάργεια, αλλά με εθνική και θρησκευτική συγκίνηση και άκρατο ενθουσιασμό:

«…Κατά την 16ην Οκτωβρίου, ημέρα Τρίτην πρωί, η εβδόμη Μεραρχία υπό τον Μέραρχον Κλεομένη Κλεομένους, εξ Ελασσώνος δια των στενών Πέτρας εισέβαλεν εις Κατερίνην και αυθυμερόν ανεχώρησεν δια Τούζλας ( σημ. Αλυκές Κίτρους), Ελευθεροχωρίου, Λιμπανόβου, Γεφύρς Νησελίου εις Γιδά και Θεσσαλονίκη καταδιώκουσα τον υποχωρήσαντα τουρκικόν στρατόν εκ κατερίνης, αφού συνήψεν πρότερον νικηφόρον μάχην παρά τω ημίωρον απέχον ταύτης χωρίον απέχον ταύτης χωρίον Κολοκούριον, και εκήδευσεν εν Κατερίνη μεταξύ των ενδόξως πεσόντων αειμνήστων Ελλήνων ηρώων στρατιωτών και άλλων αξιωματικών και τον αείμνηστον αντισυνταγματάρχην του Πεζικού Δημήτριον Σβορώνον, εις την κηδείαν του οποίου αυτοπροσώπως παρέστημεν, ομοφώνως και προθύμως η Κοινότης Κατερίνης εδέχθη την πρότασιν ημών περί ανεγέρσεως μαρμαρίνου μνημείου επί του τάφου του αοιδίμου Σβορώνου εν τω Νεκροταφείω της Αγίας Αικατερίνης, οπερ δαπάναις αυτής, ανήγειρε, και μετά δακρύων σύσσωμος πάντοτε παρηκολούθησε τα τεσσαρακονθήμερα και ετήσια γενόμενα παρ`ημών αρχιερατικά μνημόσυνα, και ως εθνιμάρτυρα πεσόντα υπέρ της απελευθερώσεως αυτής, από του τουρκικού ζυγού θεωρήσασα πάντοτε αυτόν, εξ ευγνωμοσύνης οφειλομένης αυτώ εσαεί, σκέπτεται όπως εν καιρώ[i] ανεγείρει αυτώ δαπάναις της ανδριάντα εν τη πλατεία της πόλεως εις μνήμην αυτού και των μετ` αυτού πεσόντων αιωνία…»   

Β. Ο Αλέξανδρος Ζάννας, αξιωματικός τότε στο σώμα των προσκόπων που απελευθέρωσε την Κατερίνη, καίτοι στρατιωτικός αφηγείται απλά, με λόγο της καθημερινότητας και χαριτωμένα, σημειώνει:

«…Ο τουρκικός στρατός υπεχώρησε συντεταγμένος και ανέπαφος με κατεύθυνση την Θεσσαλονίκη. Από τους πρώτους μπήκα και εγώ στο μεταξύ στην Κατερίνη και δέχθηκα άπειρα φιλία από συγγενείς (Σημ. Λιβαδιώτης στην καταγωγή ο Ζάννας) και φίλους. Μόλις σώθηκα απ` αυτά, η πρώτη μου δουλειά ήταν να πάω στην αποθήκη σιγαρέτων του τουρκικού μονοπωλίου…Αφού λοιπόν αγόρασα και άλλα πράγματα, που είχαμε ανάγκη, ξεκίνησα με τρία μουλάρια καλά φορτωμένα για το Κίτρος…Εκεί έγινα δεκτός σαν ¨Αη Βασίλης. Η πρώτη ερώτηση όλων ήταν, «έφερες τσιγάρα, έφερες καπνό;»

Γ. Ο Δημήτριος Κωτίκας (1895-1985), δεκαεπταετής έφηβος τότε, διατελέσας αργότερα, για πολλά χρόνια, πρόεδρος του Συλλόγου Εφεδροπολεμιστών και πρόεδρος, επίσης, του Συλλόγου Λιβαδιωτών Κατερίνης, με λόγο απλό μας μεταφέρει το κλίμα που κατέκλεισε την πόλη όταν φάνηκε να εισέρχεται ο ελληνικός στρατός.

«…Το πρωινό εκείνο εργαζόμουν στο καφενείο του Σκλιοπίδη  (Σημ. γωνία Μεγ. Αλεξάνδρου και Γεωρ. Ολυμπίου, όπου και ο ανδριάντας του Ολυμπίου.). Λίγο πριν εισέλθει ο ελληνικός στρατός, πυκνοί πυροβολισμοί ακούστηκαν από διάφορα σημεία της πόλης και δεν γνωρίζαμε την προέλευσή τους. Οι κάτοικοι τρομαγμένοι και φοβισμένοι το έβαλαν στα πόδια. Οι καταστηματάρχες της κεντρικής πλατείας και της κεντρικής οδού κλείδωσαν τα μαγαζιά τους και κλείστηκαν στα σπίτια τους. Μικροπωλητές εγκατέλειψαν την πραμμάτεια τους στους δρόμους και εξαφανίστηκαν. Υπαίθριοι μάγειροι που σερβίριζαν σε λαδόκολλα πατσάδες, κεμπάπ κ.ά. εγκατέλειπαν τις γεμάτες με κρέας ταύλες και έτρεχαν να κρυφτούν. Φοβισμένος κι εγώ εγκατέλειψα το μαγαζί. Από περιέργεια επέστρεψα σύντοαμα και είδα τον ελληνικό στρατό να παρελαύνει μεσω της κεντρικης οδού. Αναθαρρυμένοι και οι άλλοι καταστηματάρχες επέστρεψαν, άνοιξαν τα μαγαζιά τους και κερνούσαν τους Έλληνες στρατιώτες με λουκούμια, τσιγάρα, ποτά κ.ά….»

Ο στρατός αφού απελευθέρωσε την Κατερίνη, παρέδωσε τη διοίκηση της πόλης στον Γεώργιο Λαναρίδη. Ο Τούρκος δήμαρχος Μουχαρέμ Ρουστέμ, λόγω της χρηστής διοίκησής του, συνέχισε να ασκεί τα καθήκοντά του για ένα επιπλέον έτος, μέχρι τον Οκτώβριο του 1913, οπότε και παρέδωσε ακέραιο το χρηματικό ταμείο του δήμου. Κι έκτοτε άλλαξε τελείως η φορά των πραγμάτων.

Κατερίνη, Οκτώβριος του 1919.

 

[i] Ο Δρ Γιαννης Καζταρίδης, Φιλόλογος-Ιστορικός, συγγραφέας βιβλίων και ερευνητής της τοπικής ιστορίας, είναι Δι\ντής της Β`θμιας Εκπαίδευσης Πιερίας.

[1] Ας γίνει το άρθρο αυτό αφορμή η πόλη να αποδώσει στον αείμνηστο Σβορώνο την οφειλόμενη αλλά και υπεσχημένη τιμή.