Η απόφαση της ΕΕΑ για τον υποβιβασμό ΠΑΟΚ και Ξάνθης και οι εξελίξεις που έφεραν τα «αδιέξοδα Αυγενάκη»
Η απόφαση της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού (ΕΕΑ) το απόγευμα της Δευτέρας 27/1/2020 περί υποβιβασμού στην αμέσως κατώτερη κατηγορία της «ΠΑΕ ΠΑΟΚ» και της «ΠΑΕ Ξάνθη», για τον γνωστό λόγο της «πολυϊδιοκτησίας», έπεσε ως «κεραυνός εν αιθρία» (κυρίως) στη Β. Ελλάδα και προκάλεσε εύλογο αναβρασμό στις τάξεις των φιλάθλων των ομάδων αυτών. Και μάλιστα δικαιολογημένα, καθότι ο υποβιβασμός δεν είναι μόνο η «εσχάτη των ποινών», αλλά συνάμα και μια ποινή ατιμωτική, που χωρίς δεύτερη κουβέντα κηλιδώνει την ποδοσφαιρική ιστορία των δύο συλλόγων.
Ωστόσο, επί της ουσίας της υπόθεσης (για το αν τελικά «πρέπει» ή «δεν πρέπει» να υποστούν τις συνέπειες του Νόμου οι δύο ομάδες), δεν μπορούμε να πούμε και πολλά. Δεν είμαστε δικαστές, αλλά και όσοι είμαστε νομικοί, δεν είμαστε συνήγοροι υπεράσπισης κανενός. Συνεπώς, επί της ουσίας των αποδιδόμενων στις δύο ΠΑΕ κατηγοριών, χωρίς να γνωρίζουμε τις συμπεριλαμβανόμενες στη δικογραφία λεπτομέρειες και το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης, που προσδίδει σ’ αυτήν συγκεκριμένες νομικές διαστάσεις και κατευθύνσεις, αλλά και (χωρίς να γνωρίζουμε) ούτε και το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης, (κακά τα ψέματα) δεν είμαστε σε θέση να εξάγουμε στέρεα συμπεράσματα και «τεκμηριωμένο πόρισμα».
Η στοιχειώδης, λοιπόν, σοβαρότητα επιβάλλει να προσεγγίσουμε την περίπτωση με την Κοινή Λογική και δη στα σημεία και μέχρι τον βαθμό που αυτή μας επιτρέπει να απλώσουμε τον λογισμό μας, χωρίς όμως τους «παραμορφωτικούς φακούς» του οπαδισμού και μη λειτουργώντας υπό την ψυχολογία της μάζας. Η Κοινή Λογική, που μερικές φόρες είναι όπλο «πυρηνικό» και κυριολεκτικά αδυσώπητη για κάποιους, μας υποδεικνύει να αξιολογήσουμε (μόνο) τα δύο δεδομένα και τις δύο πιθανές καταληκτικές καταστάσεις της υπόθεσης.
Το πρώτο από τα δύο δεδομένα είναι ότι η απόφαση της ΕΕΑ με το συγκεκριμένο περιεχόμενο εκδόθηκε κατόπιν της αντικατάστασης δύο μελών της Επιτροπής δια πρότερης απόφασης του Υφυπουργού Αθλητισμού, κ. Αυγενάκη. Μάλιστα τα δύο νέα μέλη (καθηγητές του Πανεπιστημίου Πειραιά, με ό,τι κι αν αυτό σημαίνει ή συνεπάγεται) που τοποθετήθηκαν με την από 23-12-2019 απόφαση του Υφυπουργού (αφού πρώτα… «παραιτήθηκαν» δύο τότε εν ενέργεια μέλη της Επιτροπής και δη 4 μήνες πριν λήξει η προκαθορισμένη θητεία τους) υπήρξαν άκρως καθοριστικά, διότι με τις δικές τους ψήφους διαμορφώθηκε το διατακτικό της επίμαχης απόφασης της ΕΕΑ. Δηλαδή, πρακτικά, με τη δική τους ψήφο αποφασίστηκε τελικά ο υποβιβασμός των δύο ομάδων.
Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι οι δύο ζημιούμενες ΠΑΕ θα αντιδράσουν νομικώς. Ήδη η ΠΑΕ ΠΑΟΚ ανακοίνωσε ότι θα προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια, έτσι ώστε να ακυρωθεί η απόφαση της ΕΕΑ, λόγω μη νόμιμης σύνθεσής της. Επίσης, νομικός αγώνας θα δοθεί ή μπορεί να δοθεί από τις δύο ομάδες στην Πειθαρχική Επιτροπή της Super League, στη Δευτεροβάθμια Επιτροπή Εφέσεων της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ) ή ακόμα και στο Διεθνές Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο (Court of Arbitration for Sport – CAS).
Επί των άνω δεδομένων, δύο καταληκτικές καταστάσεις μπορεί να νοηθούν. Κατά το πρώτο σενάριο καταληκτικής κατάστασης, οι θιγόμενες ομάδες θα δικαιωθούν σε κάποιο (από τα παραπάνω) ελλαδικό ή διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Σε τούτο το ενδεχόμενο, λοιπόν, θα δημιουργούνταν σε ένα μεγάλο κομμάτι της φίλαθλης κοινής γνώμης της Β. Ελλάδας, και δη απολύτως φυσιολογικά, η δικαιολογημένη πεποίθηση ότι αφού οι ΠΑΕ είχαν ευθύς εξ’ αρχής το δίκαιο με το μέρος τους, η «παρέμβαση Αυγενάκη» στην ΕΕΑ για την αντικατάσταση των δύο μελών της έγινε «εκ του πονηρού» για να προκύψει η αρχική απόφαση της Επιτροπής με το άνω περιεχόμενο. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η δικαστική δικαίωση των δύο ΠΑΕ θα ήταν (και ας μην αυταπατάται κανείς, και θα είναι, αν και όποτε έρθει) πραγματικός κόλαφος για τον κ. Αυγενάκη, την ίδια την Κυβέρνηση και όλους, όσοι τον «στηρίζουν». Ποιος θα αναλάμβανε (ή θα αναλάβει) τότε την πολιτική ευθύνη; Ποιος θα κοιτούσε (ή θα κοιτάξει) στα μάτια τον κόσμο των δύο ομάδων και ειδικότερα του ΠΑΟΚ, που ανήκει στις μεγάλες ομάδες του εγχώριου αθλητικού στερεώματος; Η χρήση της Κοινής Λογικής μορφοποιεί το συμπέρασμα επί του καταληκτικού αποτελέσματος του πρώτου αυτού σεναρίου ότι η τυχόν δικαστική δικαίωση των δύο ΠΑΕ θα οδηγούσε, σίγουρα, σε αφόρητο αδιέξοδο την πολιτική καριέρα του κ. Αυγενάκη και θα «γκρίζαρε» σημαντικά την έξωθι εικόνα της Κυβέρνησης.
Το δεύτερο πιθανολογικά καταληκτικό αποτέλεσμα επί των δύο άνω δεδομένων είναι η μη δικαίωση των δύο ΠΑΕ. Πιο απλά, η δια της δικαστικής αυθεντικότητας και θεσμικής σφραγίδας κατάφαση της παραβατικής τους συμπεριφοράς. Αυτό το ενδεχόμενο θα έδινε βέβαια την δυνατότητα στον κ. Αυγενάκη σε χώρο και χρόνο, με το πολιτικό ύφος και τη λεκτική εκφορά που αυτός θα επέλεγε, να περάσει το «μήνυμα» σε σύμπασα τη φίλαθλη κοινή γνώμη ότι ο υποβιβασμός των δύο ΠΑΕ δεν ήταν τελικά απότοκο δικής του δήθεν μηχανορραφίας σε βάρος τους, αλλά, αντιθέτως, αυτούσιο προϊόν της καταστρατήγησης του νόμου από την δική τους πλευρά.
Ωστόσο, σε τούτο το σενάριο το πρόβλημα για τον Υφυπουργό Αθλητισμού θα ήταν άλλο. Μέχρι να προκύψει αμετάκλητη δικαστική κρίση στο θέμα του υποβιβασμού, ο ενδιάμεσος χρόνος, που εν τω μεταξύ θα μεσολαβούσε, θα ήταν γι’ αυτόν αβάσταχτα άφθονος και πολιτικά φθοροποιός ταυτόχρονα. Οι ομάδες θα συνέχιζαν να αγωνίζονται (αν κατάφερναν να επιτύχουν την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης της ΕΕΑ), αλλά, με ισχύουσα την άνω απόφαση, οι συνθήκες του υγιούς ανταγωνισμού στο πρωτάθλημα θα αλλοιωνόταν, ο κόσμος θα έβραζε και η οργή του (συνδεόμενη με την αντικατάσταση των μελών της ΕΕΑ) θα φούντωνε, η Ελλάδα στην δική της μίζερη εσωτερική επικαιρότητα θα ζούσε με τις ανακοινώσεις περί χωρισμού στα δύο, περί εθνικού διχασμού, περί τελικού ξεκαθαρίσματος λογαριασμών. Και σε τούτο το ενδεχόμενο, συνεπώς, το πολιτικό κόστος θα ήταν πραγματικά ανυπολόγιστο, με τους πολιτικούς από τη Βόρεια (κυρίως) Ελλάδα να «στριμώχνονται», να ασφυκτιούν, να μην έχουν πρόσωπο να «βγουν» στον κόσμο.
Και σε αυτό, το δεύτερο πιθανό σενάριο, η Κοινή Λογική πάλι μας οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα, δηλαδή στην καταφατική διαπίστωση ενός έντονα πιεστικού πολιτικού αδιεξόδου για τον Υφυπουργό Αθλητισμού, που θα ήταν παράλληλα και ένα «ακανθώδες βαρίδι» για όσους επέλεξαν να τον «στηρίξουν» τελικά.
Τι έγινε, λοιπόν, μετά το βράδυ της Δευτέρας (27/1), της ημέρας που ανακοινώθηκε η άνω απόφαση της ΕΕΑ; Καταρχάς, διαγράφηκε όποιος μίλησε και εξέθεσε δημοσίως τους κυβερνώντες, προς εσωκομματικό παραδειγματισμό για το τι συνεπάγεται η μη αυστηρή προσήλωση στην κομματική πειθαρχία ή η απόκλιση από την κομματική γραμμή (άλλωστε η δημοτικότητα και αναγνωρισιμότητα του διαγραφέντος ήδη χρησιμοποιήθηκε για εκλογικούς σκοπούς και δεν σκοπεύεται προφανώς να επαναχρησιμοποιηθεί). Και εν συνεχεία, με Τροπολογία του αρ. 69 του Ν. 2725/1999 (στην οποία μάλιστα δόθηκε και αναδρομική ισχύς!!!), που εισήχθη την αμέσως επόμενη μέρα(!) από την έκδοση της απόφασης της ΕΕΑ στη Βουλή και σήμερα (29/1) υπερψηφίστηκε απ’ αυτήν κατά πλειοψηφία, η οποία (Τροπολογία) άμεσα φωτογραφίζει τις θιγόμενες ομάδες, επιχειρήθηκε ήδη να «διευθετηθεί» το θέμα, να απισχνάσουν οι αντιδράσεις και πάντως να απεγκλωβιστούν ο Υφυπουργός και όλοι εν γένει οι άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενοι από τα παραπάνω περιγραφόμενα πολιτικά «αδιέξοδα».
Με μια μεσοβέζικου τύπου αλχημεία, με βάση την οποία η ποινή του υποβιβασμού αντικαθίσταται απ’ αυτήν της αφαίρεσης 5 ή και 10 (κατά περίπτωση) βαθμών, αφήνεται η εντύπωση ότι κάποιοι προσπάθησαν να «βολέψουν» όλους κι όλα: Και τον φίλιο επιχειρηματία, που από την (πιθανή) αφαίρεση βαθμών του αντιπάλου του (του ΠΑΟΚ δηλ.), η ομάδα του θα αποκτήσει προβάδισμα στην κατάκτηση του πρωταθλήματος, και τις δύο θιγόμενες ομάδες, που μπορεί μεν να παραμένουν «παραπονούμενες» και «δυσαρεστημένες», αλλά πάντως δεν υποβιβάζονται, αλλά και το πολιτικό προσωπικό που, υποτίθεται, από εδώ και εμπρός θα μπορεί να εμφανιστεί ενώπιον κόσμου….
Ακόμα και εισακτέος στη Νομική Σχολή όμως, που δεν πρόλαβε να μπει σε αμφιθέατρο, δηλαδή ούτε καν πρωτοετής φοιτητής Νομικής, γνωρίζει ότι «φωτογραφική» διάταξη νόμου, παραχθείσα προς κατάδηλη εύνοια ορισμένου φυσικού ή νομικού προσώπου ή εξειδικευμένης ομάδας φυσικών ή νομικών προσώπων είναι πέρα έως πέρα αντισυνταγματική, αλλά και (το χείριστο) υποβαθμίζει κατάφωρα την ποιότητα και το νόημα της ίδιας της Δημοκρατίας.
Έγινε δυστυχώς για ακόμα μια φορά, όπως παλαιόθεν έχουμε πια συνηθίσει, η Βουλή «Κολυμβήθρα του Σιλωάμ», «διεκπεραιωτής» εξυπηρετήσεων προς ανώνυμες εταιρίες και νομικά πρόσωπα, «απορροφητήρας των κραδασμών» από εξόχως αμφιλεγόμενες πρωτοβουλίες παραγόντων της εκτελεστικής εξουσίας, θεσμικός παράγοντας που «παζαρεύει» την ίδια τη νομιμότητα και την κατά το Σύνταγμα αποστολή και λειτουργική ουσία της, «εργαλείο» «στρογγυλοποίησης» των προβλημάτων ή, ακόμη χειρότερα, «πάροχος» άφεσης ή άμβλυνσης «αμαρτιών».
Θαρρώ όμως ότι οι δύο συγκεκριμένες ομάδες, όπως φυσικά και καμία άλλη, ΔΕΝ έχουν ανάγκη από εύνοιες και χάρες, από χαϊδέματα ή εξυπηρετήσεις. Διότι, εδώ που έφτασαν τα πράγματα, ο μόνος δρόμος και για τον ΠΑΟΚ αλλά και για την Ξάνθη είναι ο δρόμος της αξιοπρέπειας, που επιτάσσει (μόνο και τίποτε άλλο) την προσφυγή στη Δικαιοσύνη και τον σεβασμό της ετυμηγορίας της.
Μπορεί, λοιπόν, o John Kennedy να είχε πει κάποτε ότι «η πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού, παρά η άσκηση εξισορρόπησης ανάμεσα στο δυσάρεστο και το καταστροφικό», αλλά στην Ελλάδα, απ ό,τι φαίνεται, όλα είναι εφικτά και δη μέσω «ευρηματικής» ή «δημιουργικής» πολιτικής, όλα μπορούμε να τα «καταφέρουμε». Στην Ελλάδα όλα γίνονται και δεν υπάρχει κανένα «χάπι» που δεν είναι δυνατόν να «χρυσωθεί».
Μεταξύ πολλών άλλων, και η άνω σοβαρή υπόθεση της αθλητικής επικαιρότητας, μας υπενθυμίζει ότι ζούσαμε και συνεχίζουμε να ζούμε σε μια «απίστευτη» Χώρα. Σ’ αυτή τη Χώρα και μάλιστα σε τέτοιες εποχές, δύσκολες και κρίσιμες, αυτό που μας μένει τελικά είναι η Μνήμη, η Συνείδηση και προπαντός η Κοινή Λογική, που τόσες φορές επικαλέστηκα παραπάνω. Κατά τα άλλα, ψυχραιμία και υπομονή, η ζωή κύκλους κάνει…
Κατερίνη, 29/1/2020
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ