Ενώ παραμένει συγκλονισμένο το πανελλήνιο με την υπόθεση της Ρούλας Πισπιρίγκου, που απολογείται αύριο, Δευτέρα, σε τακτική ανακρίτρια της Αθήνας, οι παλιότεροι στη Θεσσαλονίκη δεν ξεχνούν την ιστορία μιας άλλης νέας γυναίκας, που είχε φαρμακώσει τα δύο από τα τρία παιδιά της.
Ήταν Ιούλιος του 1985 όταν οι αστυνομικές αρχές συνέλαβαν την Αικατερίνη Στάμου 26 ετών, που έμενε σε περιοχή του Ευόσμου για ανθρωποκτονίες από πρόθεση με θύματα τα δύο παιδιά της Μαρία επτά ετών και Ζήση έξι.

Είχε χρησιμοποιήσει ένα δηλητήριο “Κάρντεναλ” (όπως είχε τότε ονομαστεί) και το χορηγούσε σταδιακά στα παιδιά μέχρι που έφταναν στο τέλος. Το κοριτσάκι είχε νοσηλευτεί στο νοσοκομείο “Αγία Σοφία”, αλλά δεν τα κατάφερε. Λίγο αργότερα πέθανε από την ίδια αιτία και το αγοράκι.

Η Στάμου είχε ομολογήσει και απέδωσε την αποτρόπαια πράξη της στη φτώχια και στη συμπεριφορά του συζύγου της. Οι μάρτυρες στη δίκη και οι γείτονες την περιέγραφαν ως ένα άτομο, που έρεπε στην άτακτη ζωή και έλεγαν ότι έκανε σχέσεις με άλλους άνδρες, κάτι, που η ίδια διέψευδε.

 

 

Λίγες ώρες μετά την σύλληψή της είχε μιλήσει στον δημοσιογράφο Γιώργο Λιάνη, που παρουσίασε στα “ΝΕΑ” σε μια δισέλιδη δημοσίευση το ιστορικό της υπόθεσης και τα κίνητρα της δράστιδας.

Ανάμεσα σε άλλα η Στάμου είχε πει:

“Η αιτία ήταν σχετικά με τον άντρα μου. Δεν ερχόταν στο νοσοκομείο να δει την Μαρία μας. Εννιά μέρες μετά τον θάνατό της έδωσα για πρώτη φορά το φάρμακο στον Ζήση”.

Για την Μαρία αρνιόταν την κατηγορία, λέγοντας “Μας έσβησε στο νοσοκομείο. Έκανα τα πάντα για να την σώσω. Μου έκανε μεγάλο κακό ο θάνατός της.

Ακολούθησε ερώτηση του Γ. Λιάνη:

– Γιατί τιμώρησες τα αθώα παιδιά σου για τα δικά σου βάσανα;

– Γιατί βασανίζονταν κι αυτά στο σπίτι. Δεν ζούσαμε καλά. Διάλεξα να τα γλιτώσω μμ΄αυτόν τον φοβερό τρόπο.

– Τι δικαιοσύνη είναι αυτή, που διάλεξες; Για τον εαυτό σου τι σκέφτηκες;

– Σκέφτηκα ακριβώς τον ίδιο θάνατο. Το δοκίμασα αλλά δεν τα κατάφερα. Έπεσα σε κώμα, αλλά με σώσανε.

Ο Γ. Λιάνης την περιέγραφε ως ένα άτομο με σκληρό και σιδερένιο προσωπείο: “Μένει βουβή και απαθής. Όταν της μιλάω για θάνατο και ισόβια πάλι δεν αντιδρά. Κι όταν την ρωτάω τι υπάρχει αυτή την στιγμή μέσα της, μου απαντά ξερά “τίποτα”. Μετά το ξέσπασμα και τους λυγμούς έκλεισε απότομα. Το σιδηρούν προσωπείο είχε γίνει σιδηρούν παραπέτασμα…”.

Και στον επίλογο σημειώνει ο δημοσιογράφος: “Αποχαιρέτησα την Κατερίνα, που μου φάνηκε πιο μακρινή και πιο απαθής από κάθε άλλη στιγμή. Όταν έκλεισε η πόρτα πίσω μου, ένιωθα την φυλακή να στάζει λύπη πάνω στην πόλη”.

Φωτογραφίες: Γιάννης Κυριακίδης

 

Πηγή:boreiosellas.gr