Του Γ. Τεκίδη
Δεν είναι η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που θα τους συναντήσουμε στα ΜΜΕ η και αυτοπροσώπως συνεντευξιαζόμενους σε ραδιόφωνα και τηλεόραση, να καταφέρονται με περισπούδαστο ύφος και μια επιτηδευμένη στενοχώρια – γιατί βλέπεται… αναγκάζονται να το κάνουν στο όνομα της αλήθειας και προς το συμφέρον των πολλών – κατά αυτών από τους οποίους ευεργετήθηκαν.
Στόχος τέτοιων μίζερων πρακτικών και συμπεριφορών ήταν και είναι και ο πρώην πρωθυπουργός Α. Τσίπρας. Από την άλλη είναι γεγονός ότι μερικές αν όχι αρκετές από τις επιλογές συνεργατών του A. Τσίπρα δεν ευδοκίμησαν. Ο ι λόγοι πολλοί και διάφοροι της ατυχούς κατάληξης αυτών των συνεργασιών, δεν είναι όμως αντικείμενο ανάλυσης του παρόντος.
Η θλιβερή εικόνα ανθρώπων που έτυχαν της εμπιστοσύνης του και τους ανατέθηκαν ιδιαίτερης σημασίας τομείς της προηγούμενης διακυβέρνησης, να ξιφουλκούν εναντίον του με σαθρά και έωλα επιχειρήματα διανθισμένα με βιτριολικό χιούμορ και εξυπνακισμούς συνοικιακού καφενείου, μόνο θλίψη και θυμηδία προκαλούν.
Η προσωπική τους πικρία, δίκαιη ή άδικη, μετουσιωμένη σε αγανάκτηση που εκφράζεται δημόσια εν είδη κριτικού λόγου, ενός λόγου που απέχει πολύ από την σοβαρότητα και την τεκμηρίωση, τους μόνους που θίγει και εκθέτει είναι αυτούς τους ίδιους. Ποιος δεν θα θελε πραγματικά να ρωτήσει όλους αυτούς, δίχως καμιά πρόθεση μείωσης τους, αν και τώρα ο Τσίπρας τους ανέθετε πρώτης γραμμής ρόλο και μέσω αυτού έβλεπαν ευοίωνες προοπτικές προσωπικής ανέλιξης, άραγε θα αντιδρούσαν με τον ίδιο τρόπο; Και για την αποφυγή οποιασδήποτε παρεξήγησης δεν αναφερόμαστε στην τεκμηριωμένη, νηφάλια και τελικά ωφέλιμη κριτική, δικαίωμα αναφαίρετο διαχρονικά που κατακτήθηκε με θυσίες και αγώνες και καθιερώθηκε ως ανεξίτηλο σημάδι λειτουργίας των δημοκρατικών διαδικασιών.
Ο πικρόχολος και μίζερος σχολιασμός των αποφάσεων και πεπραγμένων μιας κυβέρνησης, ντυμένος με το μανδύα της δήθεν αντικειμενικής αποτίμησης και αγωνίας για το πού πάει τελικά το πράγμα με τον Σύριζα, από ανθρώπους που εμπιστεύθηκε ο πρώην πρωθυπουργός, αναθέτοντας σε αυτούς καίρια πόστα ακόμη και υπουργεία, αποτελεί κλασικό δείγμα έλλειψης σοβαρότητας αλλά και καραμπινάτης αχαριστίας. Είναι ακριβώς αυτό που έλεγαν οι παλαιότεροι, χαρακτηρίζοντας την αχαριστία σαν τη φτώχεια της ψυχής, το διαβατήριο για την ανυποληψία, την μικροψυχία, τον ηθικό ξεπεσμό.
Κι όλα αυτά τώρα που η νεοεκλεγείσα νεοφιλελεύθερη και ερωτοτροπούσα με ακροδεξιές θέσεις και αντιλήψεις κυβέρνηση του Κυριάκου, άρχισε το κτίσιμο του κράτους μιας δεξιάς που δεν θα ’χει να ζηλέψει και πολλά πράγματα από εκείνη την μετεμφυλιακή. Μιας δεξιάς που από τώρα γράφει κυνικά και απροσχημάτιστα στα παλιά της τα παπούτσια νόμους και θεσμούς και σύνταγμα, εξυπηρετώντας τα πάγια και διαχρονικά συμφέροντα των γνωστών αφεντικών και χορηγών της. Κι όλα αυτά την στιγμή του μεγάλου πολιτικού εγχειρήματος μετασχηματισμού του Σύριζα σε μια μεγάλη δημοκρατική προοδευτική παράταξη με κραταιές τις αρχές και αξίες της σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς. Της κοινωνικής και δημοκρατικής αριστεράς που αποτελεί κοινωνική ανάγκη για την υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας, του πολιτισμού, του μόχθου.
Ο καθείς και τα όπλα του, λοιπόν, στον μεγάλο αγώνα που ήδη άρχισε. Στον αγώνα υπεράσπισης πρώτα-πρώτα της ίδιας της δημοκρατίας. Κάποιοι βυθισμένοι στην κατά του ίδιους «αδικαίωτη και μη αναγνωρίσιμη προσφορά και μεγαλοσύνη τους» έβγαλαν στο φώς τον πραγματικό τραγικό τους εαυτό αντιπαρατιθέμενοι ανέντιμα στον ευεργέτη τους. Για όλους όμως έτσι κι αλλιώς τον τελικό λόγο έχει ο εσωτερικός μας δικαστής.