Το υπουργείο Πολιτισμού έδωσε, επιτέλους, το πράσινο φως στον Δήμο Αγίας Παρασκευής για τη μετατροπή της περίφημης βίλας Ιόλα σε μουσείο
Μάιος του 1986 και το τελευταίο, όπως θα αποδειχθεί εκ των υστέρων, πάρτυ του Αλέξανδρου Ιόλα θα φιλοξενούσε στο εμβληματικό σπίτι της Αγίας Παρασκευής μερικά από τα πιο μεγάλα ονόματα της ελληνικής και της διεθνούς σκηνής.
Εκεί, στο βάθος των τεράστιων κήπων, ανάμεσα στα λιόδεντρα και τα κυπαρίσσια, στις μοβ τριανταφυλλιές που φιλοδοξούσαν να ανταγωνιστούν τους μπλε κήπους του «Υπέροχου Γκάτσμπυ» από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Φιτζέραλντ, ο διάσημος Αλεξανδρινός θα έπαιρνε εκείνη την κρίσιμη βραδιά, σύμφωνα με τον βιογράφο του Νίκο Σταθούλη, την απόφαση να μετατρέψει το σπίτι του σε ένα ολοζώντανο μουσείο, κάτι που φαίνεται, επιτέλους, να γίνεται πραγματικότητα.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς την αντίθεση ανάμεσα στη θλιβερή εικόνα που εμφανίζει σήμερα η βίλα με τα γκρεμισμένα παράθυρα και τους γεμάτους γκράφιτι τοίχους και την εντυπωσιακή όψη που είχε εκείνη τη βραδιά, όπου όλα ήταν στην εντέλεια: τα ντυμένα με κατάλευκα τραπεζομάντιλα τραπέζια ήταν έτοιμα να υποδεχτούν τους καλεσμένους, με τις «Πεταλούδες» του Νταλί να κοσμούν το κέντρο τους, ενώ στην άκρη γυάλιζαν τα αστραφτερά βενετσιάνικα σερβίτσια. Η αρχιοικονόμος του σπιτιού, η περίφημη Σούλα, είχε φορέσει το φόρεμα που της είχε φέρει ο ίδιος ο Ιόλας από το Παρίσι, ενώ η Νίκη Στάιφελ, σύμφωνα με τον Νίκο Σταθούλη, ο οποίος ήταν επίσης παρών, «είχε δοκιμάσει από το πρωί όλες τις τουαλέτες της, για να καταλήξει σε μια μαύρη της Μαντάμ Γκρε».
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες επωνύμων για το σπίτι, όπως αποκαλύπτει ο βιογράφος Νίκος Σταθούλης στο βιβλίο «Αλέξανδρου Ιόλα: Η ζωή μου» από τις εκδόσεις Οδός Πανός, το σπίτι ήταν από μόνο του μια ολόκληρη ιστορία, ένα ανεξάντλητο μουσείο, το οποίο είχε μονάχα έναν εμβληματικό οικοδεσπότη, τον Ιόλα. «Εχει μέσα έργα της ιταλικής Αναγέννησης και του Μπαρόκ, με άγγελους κρεμασμένους που πετούν σε όλο το σπίτι, και κάτι μεγάλα θυμιατήρια.
Κρέμονται πολυέλαιοι και οι τοίχοι είναι ζωγραφισμένοι με το κόκκινο της Πομπηίας. Από δίπλα έκανε και ένα δωμάτιο με κίτρινο χρώμα, με έργα της Αυτοκρατορίας και τη γαλλική περίοδο», έλεγε χαρακτηριστικά ο Μπρους Τζάκσον. «Σε ένα σημείο του διαμερίσματος είχε σαράντα καρέκλες, όπου ο Ιόλας ποτέ δεν είχε καθίσει. Πιθανώς γι’ αυτό ο Μαγκρίτ ζωγράφισε το πορτρέτο του με ένα Homburg, το οποίο ο Ιόλας ποτέ δεν φορούσε, και με έναν χαρτοφύλακα και ένα πανωφόρι…Τον ονόμασε: Personnage Assis, η εντύπωση που είχε δηλαδή ο Μαγκρίτ ότι ο Ιόλας ποτέ δεν καθόταν».
Αλλά και η Νίκη Γουλανδρή ομολογούσε ότι δεν ξεχνούσε ποτέ τις βραδιές σε εκείνο το σπίτι: «Οι βαριές μυρωδιές των λευκών λουλουδιών, τα απειράριθμα λευκά κεριά που φώτιζαν τα μεγάλα σαλόνια με τους μαρμάρινους τοίχους και τα δάπεδα και τις χρυσές πόρτες δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα γοητείας, πολυτέλειας και αισθαντισμού.
Ανάμεσα σε ελληνικά έργα τέχνης και αρχαία έργα τέχνης, αρχαία αιγυπτιακά, βυζαντινές εικόνες, ανατολικά χαλιά και κιλίμια ήταν τοποθετημένα έργα γλυπτικής και ζωγραφικής σύγχρονων μεγάλων καλλιτεχνών: από τον Μαγκρίτ, τον Πικάσο, τον Μαξ Ερνστ μέχρι τη Νικί ντε Σεν Φαλ. Μια κοινωνία Ελλήνων και ξένων προσωπικοτήτων κινούνταν με άνεση – και ανάμεσά τους κορυφαίοι δημιουργοί. Θυμάμαι το βράδυ με τον Ιονέσκο.
Αντίστοιχα θυμάμαι τον Ιόλα στο δικό μας μουσείο, εδώ στην Κηφισιά, τα πρωινά που έφτανε, πηδώντας δυο-δυο τα σκαλιά σαν παιδί, απολαμβάνοντας την αγωνία μας για τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου και τις προσπάθειές μας για τη διάσωση του ρυθμού της δημιουργίας, όπου υπάκουαν και η τέχνη και η ζωή. Αυτό είναι και το κοινό στοιχείο που συνδέει τον Ιόλα με τον άνδρα μου και εμένα».
Πικάσο, Ντε Κίρικο και Γουόρχολ
Είναι η ίδια αγωνία που ώθησε τον κατά κόσμον έφηβο Κωνσταντίνο Κουτσούδη -μετέπειτα Αλέξανδρο Ιόλα- να φτάσει στην πόρτα του συντοπίτη του Αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη και να του ζητήσει συστατικές επιστολές ώστε να έρθει στην Ελλάδα να μυηθεί στα μυστικά της τέχνης, εμπνευσμένος από το θέατρο, την ποίηση, την αρχαία ελληνική πλαστική. Ο ποιητής τού έδωσε τρεις συστατικές επιστολές για τον Κωστή Παλαμά, τον Αγγελο Σικελιανό και τον Δημήτρη Μητρόπουλο, τις οποίες ο Ιόλας τις αξιοποίησε όλες δεόντως: έγινε φίλος με τον Σικελιανό παίρνοντας μέρος στις δελφικές εορτές, ενώ το ενοίκιο του σπιτιού του στην οδό Αριστοτέλους το πλήρωνε η Ναυσικά Παλαμά.
Η αραχνοΐσκιωτη φιγούρα του ενέπνευσε τη διάσημη φωτογράφο Nelly’s που τον απαθανάτισε καθώς σκαρφάλωνε στην Ακρόπολη φορώντας πέπλα και έχοντας ήδη κατακτήσει την εικόνα του ανένταχτου εστέτ, του ορμητικού ανδρόγυνου χορευτή που γοήτευε κορυφαίους καλλιτέχνες μόνο και μόνο με την κίνησή του.
Οσο για τον μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο, ο οποίος ήταν ο τελευταίος αποδέκτης της συστατικής επιστολής του Καβάφη, του έδωσε, με τη σειρά του, μια συστατική επιστολή για τον Πάνο Αραβαντινό, που ήταν το μοναδικό του περιουσιακό απόκτημα όταν ο Ιόλας μετακόμισε άφραγκος και άσημος στο Βερολίνο. Εκεί άρχισε να μαθαίνει επαγγελματικά χορό και να συχνάζει στα διάσημα καμπαρέ όπου επιδείκνυε την επιβλητική φιγούρα που κάθε χορογράφος ήθελε να εντάξει στο έργο του.
Κατάφερε τελικά να γίνει κορυφαίος χορευτής στην όπερα του Σάλτσμπουργκ και στην όπερα «Ορφέας και Ευρυδίκη», ένας ρόλος που του άνοιξε τον δρόμο για σπουδές στην Εγκόροβα και για την ενσωμάτωσή του στους υψηλούς καλλιτεχνικούς κύκλους της Ευρώπης. Δουλεύοντας πια ταυτόχρονα ως χορευτής και ως μοντέλο και διαβάζοντας ό,τι έπεφτε στα χέρια του σε διαφορετικές γλώσσες, έφτασε στο Παρίσι με σκοπό να κατακτήσει κάθε καλλιτεχνική γωνιά που επιζητούσε το απρόοπτο και την έκπληξη.
Εγινε πρωταγωνιστής στα κλειστά πάρτυ της Μονμάρτρης, ένας ατιθάσευτος πλάνητας του Μαρέ, ένας νιτσεϊκός αντιήρωας με εκκεντρικές τάσεις. Μετατράπηκε σε αρσενική μούσα – ένα μοντέλο που πόζαρε ασμένως για τον Ραούλ Ντιφί, έδινε τα μαλλιά του για να φτιάξει τις περίφημες βλεφαρίδες ο Αντουάν Αρτό, έφτιαχνε γύρω του έναν σουρεαλιστικό κόσμο που ξεπερνούσε ακόμα και τις τρέλες του Νταλί.
Ο Ζαν Κοκτό τού γνώρισε τη Φλώρα Μέγιερ και αυτή τον έπεισε να μεταβεί στην Αμερική, όπου κατέκτησε τους αθώους με τις ευρωπαϊκές ακρότητες Αμερικανούς – ακόμα και την εγγονή του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, Θεοδώρα, η οποία τον ερωτεύτηκε παράφορα και του ζήτησε να την παντρευτεί.
Ηταν μόλις 32 ετών, όμορφος και ακραία φιλόδοξος, αλλά αυτά δεν του ήταν ακόμη αρκετά: ήθελε να διαμορφώσει ένα ρεύμα στις τέχνες, να προσθέσει ένα λιθαράκι παραπάνω. Ενας πίνακας του Τζόρτζο ντε Κίρικο έγινε το μεγάλο του στοίχημα και όχημα με βάση το οποίο μετέφερε τους Ευρωπαίους σουρεαλιστές στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού μαθαίνοντας στους Αμερικανούς ότι το αλλόκοτο χιούμορ των πρωτοποριακών αυτών καλλιτεχνών είναι η μόνη πειστική απάντηση στις φρικαλεότητες του πολέμου.
Αρχισε να καλεί Ευρωπαίους καλλιτέχνες και να οργανώνει για πρώτη φορά ατομικές εκθέσεις των Ερνστ, Μαγκρίτ, Βίκτορ Μπράουνερ μέσα σε μόλις μία χρονιά.
Πώς τα κατάφερνε; Δεν ήταν απλώς έμπορος, αλλά μεθούσε από την αδρεναλίνη της τέχνης πρώτα ο ίδιος. Γι’ αυτό θύμωνε με όλους τους δημοσιογράφους που επέμεναν να τον περιγράφουν ως συλλέκτη ή με άλλους που έκαναν λόγο μόνο για πάθος, αφού ήταν κάτι παραπάνω από αυτό – ήταν η ίδια η ζωή του.
Οι πολιτικοί, ωστόσο, δεν τον αγάπησαν και ήταν αρκετή μια συνέντευξη στην Oλγα Μπακομάρου τη δεκαετία του ’80 για να τον φέρει αντιμέτωπο με όλη την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που τον πολέμησε θανάσιμα: ήταν πολύ απαξιωτικός ως προς τον Ανδρέα Παπανδρέου και τη Μελίνα Μερκούρη, ενώ στη συνέντευξη είχε μιλήσει υποτιμητικά ακόμα και για την αισθητική δύναμη του Παρθενώνα.
Ο πόλεμος είχε ανοίξει για τα καλά και παρά τις διαμεσολαβήσεις κορυφαίων προσωπικοτήτων της εποχής, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις ή ο Κώστας Γαβράς από το Παρίσι, τα πρωτοσέλιδα για τα όργια στη βίλα του Ιόλα δεν σταμάτησαν όλη τη δεκαετία του ’80.
Μετά τον θάνατό του από AIDS στις 8 Ιουνίου του 1987 σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, η περιουσία του διαμοιράστηκε όπως τα ιμάτια ενός μάρτυρα που έφυγε κυνηγημένος από εχθρούς και φίλους, ενώ η συμβολή του στην Ελλάδα δεν αναγνωρίστηκε ποτέ παρότι είχε σπεύσει να δωρίσει κορυφαία έργα του στο Ελληνικό Δημόσιο – η Εθνική Πινακοθήκη, για παράδειγμα, έχει αρκετούς Πικάσο από τη συλλογή Ιόλα.
Μνημειώδης είναι και η προσπάθειά του να δημιουργηθεί Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη με κορυφαία έργα της συλλογής του, η οποία ωστόσο έμεινε μόνο στα χαρτιά. Ολα ρήμαξαν, καταστράφηκαν, εκλάπησαν και η περίφημη βίλα του έμεινε στο έλεος όλων των επίδοξων βανδαλιστών, οι οποίοι δεν άφησαν τίποτα όρθιο.
Πώς θα λειτουργήσει η βίλα-μουσείο
Ολα αυτά, όμως, επιτέλους φαίνεται να παίρνουν τέλος, αφού το ΚΑΣ έδωσε το πράσινο φως στον Δήμο Αγίας Παρασκευής να προχωρήσει σε επισκευαστικά έργα που θα βοηθήσουν στη μετατροπή της βίλας σε καλλιτεχνικό κέντρο-μουσείο αλλά και κέντρο φιλοξενίας κατόπιν ενοικίασης. Σύμφωνα με την ανακοίνωση που εξέδωσε το υπουργείο Πολιτισμού, «η προτεινόμενη χρήση συμφωνεί με το όραμα του Ιόλα και αναδεικνύει το χαρακτηρισμένο από το 1998 διατηρητέο κτίριο, το οποίο αγόρασε ο Δήμος Αγίας Παρασκευής το 2017, ώστε να το αξιοποιήσει ως κέντρο πολιτισμού.
Εκτοτε ο δήμος έχει προχωρήσει σε όλες τις απαραίτητες κινήσεις ώστε να ενταχθεί το συγκεκριμένο σχέδιο “Δημιουργική επανάχρηση ιδιοκτησίας Ιόλα”, κάτι που έγινε επιτέλους εφικτό με τον όρο βέβαια “οι απαραίτητες μελέτες, καθώς και οι τυχόν τροποποιήσεις και συμπληρώσεις να υποβληθούν για έγκριση στις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ και να συνταχθούν βάσει προδιαγραφών οι οποίες θα δοθούν από τη Διεύθυνση Προστασίας και Αναστήλωσης Νεώτερων και Σύγχρονων Μνημείων”». Απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τις επιταγές του ιδιοκτήτη, είναι να μπορέσει να ανασυσταθεί από την αρχή το κτίριο ως είχε, κάτι στο οποίο θα βοηθήσουν σημαντικά τόσο η εγγονή του Ιόλα όσο και ο βιογράφος και στενός του φίλος Νίκος Σταθούλης.
Πηγή:protothema.gr