Ι. Καζταρίδης: Πιερίας Εγκώμιον – Μέσα από περιηγητικά κείμενα του 19ου αι.
Του Ι. Φ. Καζταρίδη*
«Μάκαρ, ω Πιερία, σέβεται σε Εύιος (Διόνυσος)» και «…ικοίμαν ποτέ …Πιερία μούσειος έδρα, σεμνά κλιτύς Ολύμπου, εκείς` άγε με, Βρόμιε, Βρόμιε, προβακχ` εύιε δαίμων, εκεί Χάριτες, εκεί δε Πόθος. Εκεί δε βάκχαις θέμις οργιάζειν, τραγουδούσε ο χορός στην ευριπίδεια τραγωδία Βάκχες.
Τέτοια τιμή απένεμαν οι αρχαίοι ποιητές, αλλά και νεότεροι αρχαιολάτρες στην Πιερία. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ξένοι, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί περιηγητές, με ποικίλα κίνητρα, από τα πιο ευγενή μέχρι και τα πιο ταπεινά, περιέρχονται την Ελλάδα, επισκέπτονται αρχαιολογικούς χώρους, αναζητούν αρχαία μνημεία, ιστορικούς τόπους και απογόνους των αρχαίων Ελλήνων. Πολλοί είναι αρχαιολάτρες και κάποιοι βέβηλοι τυμβωρύχοι. Λίγοι, σχετικά, περιηγητές, διέρχονται την Πιερία. Εντυπωσιάζονται από τις φυσικές ομορφιές του Ολύμπου και των Πιερίων, επισκέπτονται τόπους αρχαίων πόλεων, ανασκάπτουν περιοχές ιστορικής σημασίας κ.ά. Παράλληλα, κρατούν σημειώσεις και ημερολόγια για αυτά που βλέπουν, για αυτά που τους προκαλούν θαυμασμό, γι αυτά που φαντάζονται. Όταν επιστρέφουν στις πατρίδες τους γράφουν τα απομνημονεύματά τους από το, συνήθως, συναρπαστικό ταξίδι τους στην Ανατολή, το δημοσιεύουν και οι εκδόσεις τους γνωρίζουν, συχνά, μεγάλη επιτυχία από το αναγνωστικό κοινό που διψά για την αρχαιογνωσία. Στα κείμενα αυτά συχνά δημοσιεύονται πληροφορίες και για τη σύγχρονή τους Ελλάδα και τους κατοίκους της, πληροφορίες που αναφέρονται στον καθημερινό βίο, στα ήθη, τα έθιμα, στα πληθυσμιακά δεδομένα, στις ασχολίες των κατοίκων κ.π.ά. Από τέτοια πληροφοριακά στοιχεία, νεότεροι και σύγχρονοι ιστορικοί, προσπαθούν να συνθέσουν την εικόνα της νεότερης Ελλάδας. (βλ. σχετικά Ιωάννη Φ. Καζταρίδη, Η Πιερία των Περιηγητών και των Γεωγράφων, εκδ. ΜΑΤΙ, Κατερίνη 2002).
ΤΟ ΠΙΕΡΙΚΟ ΔΑΣΟΣ
Υπέρ του Ελευθεροχωρίου έκειτο το Πιερικό δάσος, ο προμαχώνας της Μακεδονίας, το οποίο, κατά την αρχαιότητα, εκτεινόταν από τα Πιέρια όρη μέχρι τον ποταμό Αλιάκμονα ΒΔ και μέχρι την πεδιάδα της Κατερίνης ΝΔ. Το αρχαίο αυτό δάσος στο παρελθόν καταστράφηκε και απόμεινε λόχμη από πυκνούς θάμνους διαφόρων δένδρων, από δρυς και δενδρολωτούς.
Απ` αυτό το δάσος οι Αθηναίοι, αφού ενσωμάτωσαν στη Συμμαχία τους αρχαίες πόλεις της Πιερίας, κατασκεύαζαν τις ακαταμάχητες γνωστές αθηναϊκές τριήρεις. Από πιερική ξυλεία κατασκευάστηκε η θαλαμηγός του πρώτου βασιλιά της Ελλάδος Όθωνα. Στα νεότερα χρόνια κατασκευάστηκε στη Μόρνα κρατικό εργοστάσιο ξυλείας το οποίο επεξεργάζονταν την πιερική ξυλεία και εξασφάλισε για πολλά χρόνια και σε μήκος πολλών χιλιομέτρων στρωτήρες για τους ελληνικούς σιδηροδρόμους.
ΤΑ ΣΤΕΝΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
Η διέλευση των Στενών της Πέτρας, ένα από τα περάσματα από την Μακεδονία στη Θεσσαλία, μεταξύ των μυθικών ορέων του Ολύμπου, των Πιερίων και του Τιτάριου όρους, φυσικό θέαμα εκπάγλου καλλονής, με τις βαθιές χαραδρώσεις, τις απόκρημνες κορυφές, τα φαράγγια, τις συμβολές ρεόντων χειμάρρων ψυχρών υδάτων, κατωφέρειες κατερχόμενοι σε μεγάλα βάθη, πρανή πλήρη βλάστησης, πυκνής θαμνώδους έκτασης, λιμώνες υψηλών δένδρων δρυών και οξιάς, χλόης και βοσκής, αποτελούσε ιστορικά και στρατιωτικής σημασίας και υψηλής στρατηγικής σπουδαιότητας πέρασμα. Τα Στενά της Πέτρας διέβησαν περιώνυμοι στην ιστορία στρατηγοί: ο Ξέρξης όταν εισέβαλε στη Θεσσαλία, ο Βρασίδας όταν εξόρμησε στη Χαλκιδική, ο Αγησίλαος επανακάμψας από την Ασία, ο Κάσσανδρος επιπορευόμενος κατά της Ολυμπιάδας, ο Αιμίλιος Παύλος όταν πολέμησε τους Μακεδόνες.
Σε μια πλευρά των Στενών, σε μια βραχώδη αιχμή, κείται η εγκαταλελειμμένη κώμη της Πέτρας. Η κώμη περιέχει 15 οικίες, δύο κατερειπωμένες εκκλησίες και λείψανα βυζαντινού τείχους. Η ακρόπολη της Πέτρας μνημονεύεται πολλές φορές επί Μιχαήλ Παλαιολόγου Καντακουζηνού. Κατά τον 10ο αι. ηταν έδρα επισκόπου. Κατά τους χρόνους αυτούς ανέκτησε το τείχος το πολιορκητικό, το οποίο σχηματίζει ευθεία γωνία νοτιοανατολικά με την κώμη Πέτρα.
ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΗΣ ΠΙΕΡΙΑΣ – ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΤΙΟΥ
Σε περιηγητικά κείμενα της περιόδου που εξετάζουμε παλάτι καλείται η περιοχή που εκτείνεται μεταξύ Ολύμπου και Πιερίων ορέων, έκταση ορεινή, δασώδης και δύσβατη, απίστευτου φυσικού κάλλους και απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς και ως συνέχεια της αρχαϊκής αντίληψης από την κατοικία των δώδεκα ολύμπιων θεών και το ενδιαίτημα των πιερίδων Μουσών. Στην εν λόγω έκταση κείνται τα χωριά, από το νότο προς τα βορειοδυτικά, Βροντή (στις υπώρειες του Ολύμπου, η παλιά Βροντού), η Πέτρα και η Μονή Πέτρας, οι Καρυές, η Μηλιά (η σημερινή Άνω Μηλιά), το Ζιάζιακο ( ο πρόγονος του σημ. Λόφου), η Μόρνα, η Μπρυάζα (ο πρόγονος της σημ. Βρύας) η Ρετίνια (σημ. Ρητίνη), η Σκουτέρνα (σημ. Παλιό Ελατοχώρι), η Δρι(υ)άνιστα (σημ. Μοσχοπόταμος) και ο Άγιος Δημήτριος.
ΟΛΥΜΠΟΣ
Μέχρι και τις αρχές του 20ου αι., μολονότι ο Εζέ (1856) και ο Μπαρτ (1862) αλλά και άλλοι περιηγητές ερεύνησαν και περιέγραψαν τις υψηλές περιοχές του Ολύμπου, οι κορυφές του όρους παρέμεναν ακόμη ανεξερεύνητες, επειδή δεν υπήρχαν οδηγοί και λόγω της ιδιαίτερης φύσης του όρους. Στις 2 Αυγούστου 1913, οι Frederic Boissonnas και Daniel Baud-Bovy και ο Λιτοχωρίτης οδηγός τους Χρήστος Κάκαλος, κατέκτησαν για πρώτη φορά την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου, τον Μύτικα (2.918 μ.). Μέχρι τότε η κορυφή του Προφήτη Ηλία, κατά τον Εζέ που αποδέχτηκε τη γνώμη και των εγχωρίων, εθεωρείτο η υψηλότερη και η ιερή.
Η πιο φυσική και συντομότερη αλλά και πιο τερπνή αλλά και πιο κοπιώδης για την ανάβαση στην πιο ψηλή κορυφή εθεωρείτο τότε αλλά και σήμερα η μέσω του φαραγγιού του Αγίου Διονυσίου. Ο οδοιπόρος ξεκινώντας από το Λιτόχωρο μέσω του Μετοχίου της Σκάλας, έπαυλης της Μονής, παίρνει το μονοπάτι καλά χαραγμένο και καλά διατηρημένο, μέσα από πεύκα και καστανιές, σε τρεις ώρες φτάνει στη Μονή του Αγίου Διονυσίου, μονή από της πιο περιώνυμες της ορθοδοξίας. Η Μονή φέρει το όνομα του κτήτορά της, του Αγίου Διονυσίου και εκεί φυλάσσεται η κάρα του Αγίου. Κοντά στη Μονή, στη θέση Πριόνια, οι μοναχοί διατηρούν 8 υδροκίνητα πριονιστήρια με τα οποία παρασκευάζουν προς πώληση τα γιγάντια δένδρα του Ολύμπου. Από εκεί ο οδοιπόρος ακολουθώντας την κοίτη του ρεύματος ανάμεσα σε δάση εκατέρωθεν της κοίτης και φθάνει σε δύο ώρες στο ψηλότερο πριονιστήριο του όρους, στο Χτιστόμελο. Εκείθεν πορεύεται στο λεγόμενο, λόγω των μεγάλων ελάτων, Μαυρόλογγο, Μετά την έξοδο από το δάσος αυτό το όρος προς τα πάνω είναι φαλακρό και πετρώδες. Δεν υπάρχει βλάστηση και το χιόνι, συνήθως, διατηρείται καθ` όλον το έτος στις ρωγμές των βράχων. Εκεί βρίσκεται μέσα σ` ένα μεγάλο αμφιθέατρο μεγάλων βράχων. Στο βάθος του κύκλου αυτού υψούται ο Καλόγερος, όπου, σύμφωνα με την παράδοση απόκειται ο τάφος του Αγίου Διονυσίου. Από το μεγάλο φυσικό αμφιθέατρο του Καλόγερου μία στενή δίοδος οδηγεί στον Προφήτη Ηλία και στην υψηλότερη κορυφή του. Εδώ καθ` έκαστον έτος οι μοναχοί του Αγίου Διονυσίου πορεύονται στον ομώνυμο πενιχρό ναΐσκο και τελούν λειτουργά. Στο ίδιο μέρος κατά την αρχαιότητα οι ιερείς του Δίου ανέρχονταν και τελούσαν θυσία επί του βωμού του Δία. Αυτή η παραδομένη ιεροτελεστία των αρχαίων και νεότερων Ελλήνων μαρτυρεί τη σπουδαία σημασία που απέδιδαν οι παλαιοί και οι νέοι κάτοικοι στην κορυφή αυτή απ` όπου η θέα και προς την ξηρά και προς τη θάλασσα είναι καταπληκτική. Από την κορυφή αυτή, κατά τον Εζέ, βλέπει κανείς από τη μια μεριά την Μακεδονία και από την άλλη τη Θεσσαλία, της οποίας οι λίμνες και οι ποταμοί φαίνονται σαν ζωγραφισμένοι σε πίνακα. Προς τα ανατολικά είναι ορατός ο κύκλος που διαγράφει η θάλασσα από τον Άθω μέχρι πέρα της νήσου Σκύρου, ενώ προς τα δυτικά είναι ορατή η δειράδα της Πίνδου που σχηματίζει τον ορίζοντα με το οδοντωτό τείχος.
Σ` αυτά τα υψηλά μέρη η φαντασία των ανθρώπων έθεσε τη μακάρια κατοικία των θεών. Βλέποντας κάποιος, λέει ο Εζέ, από το βάθος των πεδιάδων προς τους αιθέριους εκείνους τόπους, τόποι που φαίνονταν άβατοι και απρόσιτοι, εύκολα θεωρούνταν κόσμοι ιδιαίτεροι που κατοικούνταν από όντα ανώτερα των ανθρώπων. Αυτό πίστευαν και οι Πελασγοί, οι πρώτοι προφανώς, που όρισαν τον Όλυμπο ως κατοικία του μεγάλου τους θεού, του Δία. Στη συνέχεια οι Έλληνες τοποθέτησαν την κατοικία και των λοιπών θεών στον Όλυμπο. Από τον Όλυμπο εκπορεύτηκε η θρησκεία του δωδεκάθεου. Στον Όλυμπο οι δώδεκα θεοί απογυμνώθηκαν από τα αρχαία σύμβολά τους και ενεδύθηκαν ανθρωπινότερες και ποιητικότερες μορφές. Και το όνομα του Ολύμπου εμφανίστηκε κοπαδιαστά και σε άλλα μέρη του ελληνικού κόσμου: στη Λέσβο, στη Σμύρνη, στην Ίδη, στον Ταύρο, στην Κύπρο, στη Μυσία, στη Βιθυνία. Στην Ολυμπία όπου υπάρχει ο μεγάλος ναός της λατρείας του Ολυμπίου Διός. Όλοι, όμως, αναγνωρίζουν ότι ο πιερικός Όλυμπος είναι ο αυθεντικός Όλυμπος.
Κατά την τουρκοκρατία οι κατοικούντες περί τον Όλυμπον, θεωρούσαν ότι ο τόπος αυτός περιέχει κάτι το θαυμάσιο, το μαγικό. Στον Όλυμπο, κοιτίδα του κλεφταρματολισμού, κατέφευγαν οι κλέφτες για να ανεύρουν ανακούφιση από τους πολεμικούς αγώνες των πεδιάδων και απέδιδαν στο ζωογόνο αέρα του, στα χιόνια του, στα κρυστάλλινα ύδατα, στις κατάψυχρες πηγές, θαυμάσιες ιδιότητες. Στα δημοτικά τραγούδια υμνήθηκε ως παράδεισος. Η διαμονή στο όρος αυτό καθιστά το σώμα πιο ρωμαλέο, οι πληγές θεραπεύονται αφ` εαυτών και τα μέλη καθίστανται πιο εύκαμπτα. Ακόμη και οι Τούρκοι ονομάζουν τον Όλυμπο Σεμαβάτ-Εβή, δηλ. κατοικία των Ουρανίων.
Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΛΕΙΒΗΘΡΙΩΝ
Από την Παλιά Λεπτοκαρυά, η θέα του Ολύμπου, λέει ο Εζέ, είναι καταπληκτική και διαπρεπής. Βλέπει κάποιος να κατέρχονται από τον Όλυμπο τέσσερις μεγαλοπρεπείς χαράδρες μέσω των οποίων κατέρχονται τέσσερις χείμαρροι, οι οποίοι στο σημείο που ενώνονται σχηματίζουν τον Ζήλιανα ή Ζηλιάνα, τον αρχ. Συ. Οι δύο πρώτοι διέρχονται το όρος βόρεια της Σκοτίνας, διαχωρίζονται από μεγάλο ορθούμενο βράχο που υψώνεται ανάμεσά τους ως τείχος και καλείται Καραβίδας. Η Τρίτη χαράδρα σχηματίζει τον αυχένα στον οποίο κείται η γνωτή Μονή των Κανάλων. Διά της χαράδρας αυτής εκρέουν τα ύδατα της πεδιάδας της Καρυάς. Η τέταρτη χαράδρα κατέρχεται από οροπέδιο, το καλούμενο Βεκτές, στο οποίο καταλήγει ο Κάτω Όλυμπος και απ` εκεί βαίνει ορθούμενος στο μέγιστο ύψος του, Οι κάτοικοι αποκαλούν τα τέσσερα φαράγγια μαζί Κανάλια.Το ίδιο νόημα απέδιδαν και οι αρχαίοι όταν αποκαλούσαν τον τόπο με το περιώνυμο όνομα των Λειβύθρων, που σημαίνει κανάλια. Όλη η περιοχή αυτή στην αρχαιότητα ήταν περιβόητη, γιατί υπήρξε η κατοικία και η αφετηρία των αρχαίων ποιητών, του Ορφέα, του Μουσείου, του Θεμύριδος, του Ευμόλπου, των προδρόμων του ελληνικού πολιτισμού και των εισηγητών και διαδοτών της λατρείας του Βάκχου, των Μουσών και της ποίησης.
Ο Ι. Φ. Καζταρίδης, φιλόλογος-ιστορικός, ερευνητής και συγγραφέας βιβλίων τοπικής ιστορίας, είναι διευθυντής της Β`θμιας Εκπαίδευσης Πιερίας.