Η κοκαΐνη κερδίζει έδαφος στην αγορά ναρκωτικών ουσιών
Την όλο και μεγαλύτερη «διείσδυση» της κοκαΐνης στην αγορά των ναρκωτικών ουσιών στη χώρα μας καταδεικνύουν τα στοιχεία του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ) για το προφίλ όσων ζητούν βοήθεια απεξάρτησης από τα ναρκωτικά. Το 2019, το 14,2% των ατόμων που απευθύνθηκε στο Κέντρο για βοήθεια, ανέφερε ως κύρια ουσία χρήσης την κοκαΐνη. Το ποσοστό αυτό είναι σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με το αντίστοιχο του 2015 όταν αντίστοιχο πρόβλημα είχε αναφέρει το 7,3% των εξαρτημένων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ναρκωτικών, πέρυσι το ΚΕΘΕΑ προσέφερε 14.566 θέσεις θεραπείας σε ανθρώπους με πρόβλημα εξάρτησης από ναρκωτικά και τις οικογένειές τους. Οκτώ στους δέκα στα προγράμματα απεξάρτησης είναι άνδρες, με μέση ηλικία τα 31 έτη. Είχαν την πρώτη τους επαφή με τις ουσίες σε ηλικία 16 ετών, και στην πλειονότητά τους (9 στους δέκα) δοκίμασαν αρχικά κάνναβη. Κύρια ουσία χρήσης για την οποία ζητούν βοήθεια παραμένει η ηρωίνη και τα οποιοειδή (41,7%) με επικρατέστερους τρόπους χρήσης το κάπνισμα (43,1%) και την εισπνοή από τη μύτη (33,2%). Ενέσιμη χρήση αναφέρθηκε μόνο από το 14,7%. Ακολουθούν ως κύριες ουσίες χρήσης η κάνναβη (36%) και η κοκαΐνη (14,2%). Ενας στους δύο που απευθύνθηκε πέρυσι για βοήθεια στο ΚΕΘΕΑ είναι άνεργος. Τέσσερις στους δέκα αναφέρουν κάποιο πρόβλημα υγείας, με συχνότερα τα ορθοπεδικά και την ηπατίτιδα C. Δύο στους πέντε δεν έχουν πραγματοποιήσει ποτέ εξετάσεις για λοιμώδη νοσήματα. Πέρυσι το ΚΕΘΕΑ πρόσφερε επιπλέον 1.689 θέσεις θεραπείας για τις λεγόμενες «νόμιμες εξαρτήσεις» (αλκοόλ, τυχερά παίγνια, Διαδίκτυο).
Οι ειδικοί του ΚΕΘΕΑ κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για ενδεχόμενη επιδείνωση του φαινομένου των εξαρτήσεων λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας. Οπως σημειώνουν, «εκτιμάται ότι τα επόμενα χρόνια μπορεί να ενταθούν στη χώρα μας φαινόμενα ανάλογα με αυτά που παρατηρήθηκαν από το 2010 και μετά, λόγω της κρίσης, όπως η εμφάνιση πιο φθηνών και επικίνδυνων ναρκωτικών, η αύξηση της αστεγίας, η εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών, η μείωση του κινήτρου για θεραπεία και η μεγέθυνση των δυσκολιών κοινωνικής και εργασιακής ένταξης για όσους απεξαρτώνται».
Πηγή:kathimerini.gr