*Το διήγημα γράφτηκε για τον 7ο Ηλεκτρονικό Διαγωνισμό Διηγήματος της Εθελοντικής Ομάδας Δράσης Ν. Πιερίας και κέρδισε το 2ο βραβείο στην κατηγορία ενηλίκων.

Δημοσιεύω το διήγημα, καιρό μετά τη συγγραφή του, γιατί είναι από εκείνες τις ιστορίες που έπρεπε να γραφτούν. Όταν οι λέξεις κυλούν αβίαστα, όταν κάθεσαι στο γραφείο σου, στρέφεις το πρόσωπό σου στα δεξιά και γεννιέται μια ιστορία από ένα άδειο οικόπεδο που αντικρίζεις, καταλαβαίνεις ότι η ιστορία ήθελε (και ίσως έπρεπε) να γραφτεί.

Και επειδή μας μένουν μόνο 17 ημέρες για τη μεγαλύτερη γιορτή της αγάπης, τα Χριστούγεννα, σκέφτηκα να ξαναδιαβάσω κι εγώ τα γραφόμενά μου και να τα μοιραστώ μαζί σας γιατί η ιστορία της κυρίας Μάρως είναι μια ιστορία με πυρήνα την αγάπη. Κι αν το καλοσκεφτούμε, και πού δεν είναι η αγάπη;

Ο συρμάτινος φράχτης χρειαζόταν επισκευή. Το παρατηρούσα κάθε φορά που περνούσα τη σιδερένια πόρτα.

«Μπορεί κάποιος να τσιμπηθεί», σκεφτόμουν. «Μπορεί η κυρία Μάρω να τσιμπηθεί».

Κάθε φορά όμως ξεχνούσα να της το πω και ο φράχτης παρέμενε ίδιος χειμώνα, καλοκαίρι, άνοιξη και φθινόπωρο.  Δεν πήγαινα συχνά στο σπίτι της, παρόλο που ζούσα κοντά της. Μάλιστα, τόσο κοντά που έβλεπα τα πουλιά – περιστέρια και καλιακούδες – να πετούν και να προσγειώνονται στα πυκνά δέντρα της αυλής της και τις γάτες να πηδούν ανενόχλητες επάνω από τον συρμάτινο φράχτη.

Μία φθινοπωρινή ημέρα, η μαμά μου ζήτησε να μεταφέρω μία σακούλα στο σπίτι της κυρίας Μάρως. Ήταν χρόνια γειτόνισσα και πολύ καλή φίλη της γιαγιάς μου, όταν η έννοια της φιλίας περιοριζόταν στα στενά όρια της αγάπης, της προσωπικής επαφής και της γνησιότητας. Πλέον, τα πράγματα είναι αλλιώς.

Με γνώριζε από μικρή και της έκανε εντύπωση κάθε φορά που μ’ έβλεπε «πόσο πολύ είχα μεγαλώσει».

Πέρασα τον δρόμο και έφτασα μπροστά στη σιδερένια εξώπορτά της. Ο φράχτης συνέχιζε να με ενοχλεί αλλά για ακόμη μία φορά δεν θα έλεγα τίποτα.

«Κυρία Μάρω;» φώναξα και περίμενα απάντηση.

«Κυρία Μάρω;» φώναξα με λίγη περισσότερη ένταση.

Δεν απαντούσε. Ίσως να μην με άκουσε. Ήταν σχεδόν 75 χρονών αλλά κοιτώντας το ρυτιδιασμένο αλλά πάντα χαμογελαστό πρόσωπό της, φαινόταν μεγαλύτερη. Στις αυλακιές του προσώπου της αποτυπώνονταν τα βάσανα και οι δοκιμασίες του μακρινού παρελθόντος.

Σχεδόν με παρέσυραν οι σκέψεις όταν είδα μία γκρι γάτα να πετάγεται έξω από τη μισάνοιχτη πόρτα που οδηγούσε στο χαμηλό, ξύλινο σπίτι της κυρίας Μάρως. Τρόμαξα για μια στιγμή αλλά στη συνέχεια είδα πρώτα τη σκιά και μετά την ίδια την καλή γυναίκα να ανοίγει την πόρτα με το γνωστό της χαμόγελο.

«Μαγιά ντέβατσκα», είπε με τη χαρακτηριστική καθαρή ρωσική προφορά της. Κορίτσι μου, στα ελληνικά. Πάντα με αποκαλούσε έτσι και κατάλαβα τι σημαίνει μόνο μετά από χρόνια όταν ξεκίνησα μαθήματα ρωσικής γλώσσας.

«Γεια σου θεία Μάρω. Η μαμά με έστειλε για να σου φέρω αυτό», δείχνοντας τη σακούλα.

«Ευχαριστώ κορίτσι μου», απαντούσε με ευγνωμοσύνη. «Έλα μέσα».

Για να μπει κάποιος στο σπίτι έπρεπε να περάσει από μία μπλε κουρτίνα, πολυκαιρισμένη και φθαρμένη. Μόλις περνούσε από εκεί, έβλεπε μία μικρή εξωτερική κουζίνα. Εκεί η κυρία Μάρω έπλενε μερικά πιάτα και φυλούσε ορισμένα πράγματα που δεν χωρούσαν στο ψυγείο της κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όπως είχε μάθει στη Ρωσία.

Μπαίνοντας στο σπίτι ήταν ένα λαδί χαλί και στα δεξιά μία πολυθρόνα όπου ξεκουραζόταν η κυρία Μάρω διαβάζοντας ρωσική λογοτεχνία. Απέναντι βρισκόταν ένα μικρό έπιπλο με ένα γυάλινο μπολ και δίπλα μία τηλεόραση, ούτε μεγάλη, ούτε μικρή. Λίγο πιο δίπλα υπήρχε ένα παλιό ξύλινο έπιπλο με συλλεκτικά κρυστάλλινα ποτήρια. Ένας προσεκτικός παρατηρητής θα έβλεπε ότι τα ποτήρια από 6 ήταν μόνο 4. Σίγουρα τα δύο που έλειπαν θα είχαν τη δική τους ιστορία.

Στα αριστερά δέσποζε η μικρή κουζίνα με πετρογκάζ. Πάντα υπήρχε τσάι έτοιμο να σερβιριστεί σε όποιον το επιθυμούσε. Συνήθως ήταν τσάι με γεύση μούρων – μία από τις πολλές ποικιλίες που υπάρχουν. Στη γωνία του μικρού δωματίου το μονό κρεβάτι της κυρίας Μάρως, πάντοτε στρωμένο και περιποιημένο.

Η αίσθηση του μικρού σπιτιού ήταν μια αίσθηση ζεστασιάς, φιλοξενίας και διάχυτης αγάπης. Το τσάι συνοδευόταν πάντα από ρωσικά σοκολατάκια που για εμένα – λάτρη, τότε, της σοκολάτας – είχαν πολύ διαφορετική γεύση από τα ελληνικά που ξέραμε. Έτσι κι εκείνο το πρωινό, η κυρία Μάρω άφησε προσεκτικά τη σακούλα κοντά στη μικρή κουζίνα, σέρβιρε τσάι και μου πρόσφερε σοκολατάκια.

Πολύ νέα, τότε, ένιωθα την αγάπη αλλά συνάμα και τη βιασύνη να βγω ξανά στον έξω κόσμο και να δω συνομηλίκους. Η κυρία Μάρω, όμως, φαινόταν ότι ήθελε κάποιον να μιλήσει και αποφάσισα να καθίσω. Τη ρώτησα για την υγεία της και μου απάντησε ότι είναι καλά. Τα γκρίζα μαλλιά της, το ανάστημά της (ήταν ψηλή για γυναίκα) και το διαρκές ευγενικό χαμόγελό της δεν άφηναν περιθώρια να πιστέψεις το αντίθετο. Μου είπε ότι της λείπει η γιαγιά μου που έφυγε από τη ζωή λίγα χρόνια πριν.

Καθώς μου μιλούσε, κοιτούσα τριγύρω το ζεστό δωμάτιο και σκεφτόμουν ότι η σόμπα δίπλα στο κρεβάτι θα άναβε σύντομα και παρέα με τα πουλιά και τις γάτες, θα έβλεπα τον καπνό από τη σόμπα της κυρίας Μάρως να ανεβαίνει στον ουρανό μεταφέροντας τις κρυφές επιθυμίες και προσευχές της.

Η ώρα κύλησε γρήγορα και ευχάριστα και έφυγα από το σπίτι με ένα δώρο: ένα κουτί σοκολατάκια με ρώσικη ονομασία την οποία τότε δεν μπορούσε να διαβάσω. Δεν έμαθα ποτέ το περιεχόμενο της σακούλας.

Δεν πέρασε ένας μήνας με την καθημερινότητα να κυλά ήρεμα και νωχελικά όταν ξαφνικά έμαθα ότι το σπίτι της κυρίας Μάρως θα γκρεμιστεί και έπρεπε σύντομα να φύγει.

Φοβήθηκα. Φοβήθηκα γιατί το σπίτι εκείνο ήταν μία σταθερά, ένα σίγουρο x σε μία εξίσωση που περιλάμβανε τις όμορφες παιδικές μου στιγμές, τις αγαπημένες γειτόνισσες και πολύ καλές φίλες της γιαγιάς μου.

Αυτή τη φορά, αγόρασα εγώ μία σακούλα με τσάι και σοκολατάκια και πήγα να τη δω. Ο φράχτης, οι γάτες, η πόρτα – όλα όπως πριν, για λίγο ακόμη. Το χαμόγελο, μονάχα, της κυρίας Μάρως φαινόταν λίγο πιο θλιμμένο.

Τη φίλησα και της έδωσα το «δώρο» όπως το αποκαλούσα. Χάρηκε πολύ και με κάλεσε για το καθιερωμένο τσάι.

Σε μία άκρη του δωματίου υπήρχε ένα καφέ κουτί και μέσα λίγα γυάλινα ποτήρια. Η κυρία Μάρω, στην ηλικία που ήταν, έπρεπε να μαζέψει το λιγοστό βιός της και να ξενιτευτεί για άλλη μία φορά…Ξένη μέσα στην ίδια της τη γειτονιά.

Είδα και λίγα βιβλία πακεταρισμένα. Βιβλία δεν μου έκανε δώρο ποτέ.

Καθίσαμε στο μικρό σαλόνι. Το τσάι συνόδευσαν λίγα σοκολατάκια και μία σύντομη συζήτηση ότι «ψάχνει σπίτι» γιατί «κάτι έγινε και πρέπει να φύγει». Τα ανεξήγητα αυτά «γιατί» της ζωής και τα αναπάντεχά της δεν σε αφήνουν στιγμή ούτε να βαρεθείς ούτε να αναρωτηθείς – απλώς συμβαίνουν.

Προσπάθησα να την καθησυχάσω ότι θα ψάξω κι εγώ για σπίτι. Από εκείνη τη στιγμή και μέσα στις επόμενες δέκα ημέρες που μεσολάβησαν συχνά-πυκνά βρισκόμουν στο σπίτι της. Έπαψα πια να θέλω να φεύγω τόσο γρήγορα μιας και κάθε φορά που πήγαινα τα κουτιά ήταν περισσότερα και το σπίτι όλο και πιο άδειο…

Στο τέλος του μήνα, ξύπνησα άξαφνα ένα πρωινό από έναν θόρυβο. Ο καιρός ήταν καλός το προηγούμενο βράδυ και το παράθυρο του δωματίου μου έμεινε μισάνοιχτο.

«Έλα, πάμε. Πάμε. Ξεκινάμε», φώναζε μία αντρική φωνή.

Σε δευτερόλεπτα ακούστηκε ένας ήχος που γκρέμιζε τη ζεστασιά ενός σπιτιού που δεν έμελλε ποτέ από τότε να ξαναχτιστεί. Ίσως γι’ αυτό ο φράχτης να μην διορθώθηκε ποτέ.

Πριν δύο ημέρες η κυρία Μάρω έφυγε από αυτή τη ζωή για να βρεθεί στην επόμενη. Όταν γκρέμισαν το σπίτι της βρήκε θαλπωρή στο σπίτι μίας γειτόνισσας που της χάρισε ένα μικρό δωμάτιο, ίσα να ‘χει ένα κεραμίδι επάνω από τον σκοτισμένο νου της.

Όλο κι όλο μία φορά επισκέφθηκα τη μικρή κάμαρα. Τίποτα δεν θύμιζε το παλιό σπίτι και το τσάι δεν ήταν έτοιμο να σερβιριστεί όπως τότε. Το μονό κρεβάτι γέμιζε το ήδη μικρό δωμάτιο αλλά τα βιβλία κατείχαν πια δεσπόζουσα θέση στον μικρό χώρο. Εξάλλου, εκείνα ήταν πια η παρέα της.

Φεύγοντας το βράδυ εκείνο από το σπίτι της η κυρά-Κατίνα από απέναντι με φώναξε για λίγο στο σπίτι της. Χάρη σ’ εκείνη η κυρία Μάρω είχε τουλάχιστον μία στέγη.

«Είσαι η εγγονή, η κόρη και ο γιος που δεν είχε ποτέ. Εγώ σου το λέω. Ζούσαν στη Ρωσία και ζούσαν καλά. Μην με ρωτήσεις παραπάνω γιατί δεν ξέρω. Ήταν δασκάλα και ο Αντρέι δούλευε σε εργοστάσιο με καλό μισθό. Το ατύχημα τα άλλαξε όλα. Σκοτώθηκε και δεν τον αποζημίωσαν ποτέ. Μόνο τα βιβλία που της αγόραζε έμειναν. Η Μάρω είχε συγγενείς εδώ – μακρινούς. Ήρθε γιατί μόνη της εκεί δεν τα έβγαζε πέρα. Της υποσχέθηκαν δουλειά. Δουλειά ως δασκάλα δεν βρήκε ποτέ αλλά πάντα αγαπούσε τα παιδιά. Φρόντιζε νεογέννητα για να δουλεύουν οι μανάδες τους. Ούτε γλώσσα χρειαζόταν ούτε τίποτα. Το χαμόγελό της, έφτανε. Γκρέμισαν το σπίτι της χωρίς να την ειδοποιήσουν από νωρίς. Σ’ αγαπούσε. Πάντα μου έλεγε για ‘σένα. Μπράβο, καλά κάνεις….».

Δάκρυσε και απομακρύνθηκε.

«Άντε, καληνύχτα. Χαιρετισμούς να δώσεις στη μαμά σου».

Στο κρεβάτι της βρήκαν ένα βιβλίο, διαβασμένο περίπου ως τη μέση και στην τελευταία σελίδα μία ασπρόμαυρη φωτογραφία από μία σχολική τάξη και την κυρία Μάρω, νέα και χαμογελαστή, γεμάτη ζωή και αγάπη για τους μαθητές της. Κάτω από το μαξιλάρι της η φωτογραφία του ψηλού νεαρού Αντρέι.

Το άδειο, πλέον, οικόπεδο που αντικρίζω καθημερινά μου θυμίζει την ευγενική παρουσία της και οι γλυκές αναμνήσεις ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια με κάνουν να ελπίζω ότι και το αύριο μπορεί να γεμίσει με τις άφθαρτες αξίες του χθες. Η τελευταία της επίγεια κατοικία είναι πια ανακαινισμένη και σ’ αυτήν μένει μία οικογένεια με τρία μικρά παιδιά. Το παλιό αντικαθίσταται πλέον από το νέο.

Στο βάθος του νου και της καρδιάς μου το τσάι με τη φρουτώδη γεύση, τα σοκολατάκια και η βραχνή φωνή της θείας Μάρως να μου λέει γλυκά «Μαγιά ντέβατσκα» θα μείνουν χαραγμένα στην καρδιά μου. Στα παιδιά και στα εγγόνια μου θα μιλήσω για τον Αντρέι, για την αιώνια αγάπη που τους έδενε και για την αγάπη που η κυρία Μάρω δεν δέχτηκε παρά μόνο από λίγους.

Ίσως, έτσι, να χτίσω ένα ακόμη σκαλοπάτι που όποιος το διαβεί θα ανέβει λίγο πιο επάνω, έως ότου φτάσει στο ύψιστο, μέγιστο πλατύσκαλο της Αγάπης.

 

Χαρούλα Κωνσταντινίδου

Επίσημη μεταφράστρια – Διερμηνέας

Κειμενογράφος

[email protected]