Η μοιραία πτώση του Yak-42 στα Πιέρια: 21 χρόνια μετά δεν έχουν αποζημιωθεί οι συγγενείς των θυμάτων
Η συντριβή του αεροσκάφους των ουκρανικών αερογραµµών Aerosvit στοιχειώνει ακόµη τη µνήµη των νεκρών, τη στιγµή που ΣτΕ και Εφετείο έχουν κάνει µπαλάκι τις αποζηµιώσεις µεταξύ ∆ηµοσίου και εταιρείας
Αναβιώνουν και πάλι, 21 χρόνια µετά, οι φρικιαστικές στιγµές της 17ης ∆εκεµβρίου 1997 όταν αεροσκάφος τύπου Yak-42 των oυκρανικών αερογραµµών Aerosvit, το οποίο απογειώθηκε από το αεροδρόµιο της Οδησσού µε προορισµό τη Θεσσαλονίκη, έχασε την επαφή µε τον πύργο ελέγχου του αεροδροµίου «Μακεδονία» και συνετρίβη σε υψόµετρο 3.300 ποδιών στη δασική περιοχή Πέντε Πύργοι των Πιερίων.
Ωστόσο, οι συγγενείς των θυµάτων εξακολουθούν να είναι ακόµα και σήµερα εγκλωβισµένοι σε έναν πολυδάπανο, χρονοβόρο και ατέρµονα δικαστικό κυκεώνα, διεκδικώντας αποζηµίωση από το Ελληνικό ∆ηµόσιο για τον άδικο θάνατο των δικών τους ανθρώπων, του χαµένου αεροσκάφους, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στις δικαστικές αποφάσεις.
Κατά τη διαδικασία της δεύτερης προσπάθειας για προσέγγιση, ο πιλότος έχασε τον προσανατολισµό του και το αεροσκάφος συνετρίβη σε απόσταση µόλις 37 µιλίων νοτιοδυτικά του αεροδροµίου «Μακεδονία», µε αποτέλεσµα να βρουν τραγικό θάνατο τα 8 µέλη του πληρώµατος και 66 επιβάτες (συνολικά 74 άτοµα), εκ των οποίων 42 Ελληνες που εργάζονταν σε ελληνική κατασκευαστική εταιρεία στην Ουκρανία και επέστρεφαν στην Ελλάδα για τις γιορτές των Χριστουγέννων.
Αρχικά, η επίµαχη πτήση ήταν να γίνει µε αεροσκάφος τύπου Β-737, αλλά λόγω µηχανικής βλάβης κρίθηκε µη πλόιµο και η Aerosvit Airlines (πρώην Aerosweet Airlines) το αντικατέστησε µε Γιάκοβλεφ (Yak-42), το οποίο µίσθωσε από την ουκρανική εταιρεία Air Livir προκειµένου να πραγµατοποιησει τη µοιραία πτήση Κίεβο – Οδησσός – Θεσσαλονίκη. Το πλήρωµα του Yak-42 είχε µεν πτητική εµπειρία στον συγκεκριµένο τύπο αεροσκάφους, αλλά δεν είχε καµία εµπειρία στο αεροδρόµιο «Μακεδονία».
Το αεροδρόµιο της συµπρωτεύουσας τότε δεν διέθετε ραντάρ, αλλά ήταν εξοπλισµένο µε ραδιοβοηθήµατα. Παράλληλα, ήταν εγκατεστηµένη µια Πτέρυγα Μάχης της Πολεµικής Αεροπορίας και όταν εκτελούνταν στρατιωτικές πτήσεις λειτουργούσε σύστηµα ελεγχόµενης από το έδαφος προσέγγισης (GCA) που µπορεί να εντοπίσει τη θέση αεροσκάφους σε περίπτωση απώλειας προσανατολισµού. Σε περίπτωση όµως που δεν εκτελούνταν στρατιωτικές πτήσεις απαιτούνταν προειδοποίηση 30 λεπτών για να λειτουργήσει το σύστηµα GCA.
Το ποινικό µέρος της αεροπορικής τραγωδίας έκλεισε τελεσίδικα το 2005, όταν ο Αρειος Πάγος επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, µε την οποία είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 4 ετών, 4 µηνών και 15 ηµερών σε δύο ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας του αεροδροµίου «Μακεδονία» για λάθη και παραλείψεις τους τη µοιραία εκείνη νύχτα.
Ορισµένοι από τους συγγενείς των θυµάτων προσέφυγαν στη διοικητική ∆ικαιοσύνη ζητώντας αποζηµίωση (χρηµατική ικανοποίηση) από το Ελληνικό ∆ηµόσιο για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από τον θάνατο των συγγενών τους (σύζυγος, παιδιά, αδέλφια κ.λπ.).
Ωστόσο, κάποιοι συγγενείς των θυµάτων παραµένουν εγκλωβισµένοι στα γρανάζια της ∆ικαιοσύνης και, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσουν να είναι ακόµη για αρκετά χρόνια. Το ∆ιοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης το 2010, επιδίκασε σε 13 συγγενείς τριών Ελλήνων επιβατών που έχασαν τη ζωή τους το µοιραίο εκείνο βράδυ αποζηµιώσεις για ψυχική οδύνη, ύψους από 20.000 έως 100.000 ευρώ ανάλογα µε τον βαθµό συγγένειας.
Οι υποθέσεις στη συνέχεια οδηγήθηκαν στο Συµβούλιο της Επικρατείας µετά τις αναιρέσεις που άσκησε το Ελληνικό ∆ηµόσιο κατά των εφετειακών αποφάσεων.
Από τους 13 συγγενείς στο ΣτΕ αποφάσισε ότι για τους οκτώ εξ αυτών δεν µπορεί να αποφανθεί, καθώς το ύψος των αποζηµιώσεων που τους επιδικάστηκαν είναι µικρότερο από το επιτρεπόµενο οικονοµικό όριο του φίλτρου εισόδου υποθέσεων στο Ανώτατο Ακυρωτικό ∆ικαστήριο, που είναι τα 40.000 ευρώ. Ετσι, οι σύµβουλοι Επικρατείας αποφάνθηκαν µόνο ως προς την τύχη των υπόλοιπων πέντε συγγενών.
Κατ’αρχάς τόσο το Εφετείο όσο και το Α’ Τµήµα του ΣτΕ, µε πρόεδρο τον σύµβουλο Επικρατείας Σπυρίδωνα Μαρκάτη και εισηγήτρια την οµοιόβαθµό του Παρασκευή Μπραΐµη, απέρριψε ως αβάσιµο τον ισχυρισµό του ∆ηµοσίου ότι αποκλειστικά υπεύθυνη για την αποκατάσταση της ζηµιάς των συγγενών των θυµάτων είναι η αεροπορική εταιρεία, σύµφωνα µε τη σύµβαση της Βαρσοβίας του 1929 για τις διεθνείς αεροµεταφορές. Οι δικαστές έκριναν ότι η εν λόγω σύµβαση δεν αποκλείει την παράλληλη ευθύνη του Ελληνικού ∆ηµοσίου. Πέρα από αυτό, το ΣτΕ αποφάνθηκε ότι η κρίση του Εφετείου ότι η επιµερισµός της ευθύνης για το τραγικότατο συµβάν κατά 30% στο ∆ηµόσιο και κατά 70% στην αεροπορική εταιρεία είναι εσφαλµένος, µε αποτέλεσµα να επιδικάζεται µειωµένη αποζηµίωση.
∆εν παρέλειψαν µάλιστα οι σύµβουλοι Επικρατείας να επισηµάνουν ότι είναι επιβεβληµένη η καταβολή αποζηµίωσης, λόγω του φρικτού θανάτου και «του επιπλέον διαµελισµού των σωµάτων των θυµάτων, µε συνέπεια να καταστεί αναγκαία η τήρηση της διαδικασίας της αναγνωρίσεώς τους», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν.
Κατόπιν αυτών το ΣτΕ ανέπεµψε τις υποθέσεις στο ∆ιοικητικό Εφετείο για τον ορθό επιµερισµό των ευθυνών µεταξύ ∆ηµοσίου και αεροπορικής εταιρείας.