Γράφει ο Σάκης Γκούνας,

Καθηγητής Εφ. Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδος,

Σύμβουλος Ανάπτυξης & Μάρκετινγκ,

Δημοτικός Σύμβουλος Κατερίνης

 

Η υγεία και η οικονομία είναι δύο παράγοντες αλληλένδετοι μεταξύ τους, για την ανθρώπινη επιβίωση και ανάπτυξη. Αν λείψει η υγεία, τότε δεν μπορεί να επιβιώσει και η οικονομία. Αν όμως καταστραφεί η οικονομία, τότε μοιραία καταστρέφεται και η υγεία. Επομένως, είναι ψευδές το δίλημμα, να παραμερίζεται προσωρινά η οικονομία χάριν της υγείας…

Από την αρχή της πανδημίας, η Ελληνική Πολιτεία φάνηκε ανέτοιμη για την αντιμετώπιση ενός τέτοιου πρωτόγνωρου και παγκόσμιου γεγονότος.

Δύο βασικοί παράγοντες δεν λήφθηκαν υπ’ όψιν της.

Ο ένας, η εύθραυστη και ιδιόμορφη πραγματική οικονομία,

και ο δεύτερος, ο Ελληνικός Πολιτισμός (κουλτούρα).

Ειδικότερα

Δεν δόθηκε η δέουσα σημασία, δηλαδή δεν μελετήθηκε επαρκώς το όλο θέμα και επομένως έγινε κακή εκτίμηση της κατάστασης και της υγειονομικής κρίσης που ερχόταν,

– κατ’ εντολήν, εφαρμόστηκαν μέτρα που δεν μελετήθηκαν αλλά απλώς αντιγράφτηκαν από κυριαρχούσες Χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Γερμανία),

στην Ελλάδα δεν έχουμε στην κουλτούρα μας την έννοια της συνεργασίας στα μεγάλα και κρίσιμα θέματα, γι’ αυτό και οι κυβερνώντες δεν συνεργάστηκαν με όλο το πολιτικό φάσμα καθώς και με την Ιατρική Επιστημονική Κοινότητα στο σύνολο της.

Ο Πρωθυπουργός, και οι συναρμόδιοι υπουργοί αντί να ανοίξουν και να μεγαλώσουν τον κύκλο των γνωστικών οριζόντων τους, συζητούσαν μόνο με μια επιτροπή λοιμωξιολόγων και αποφάσιζαν, πολλές φορές και μόνοι τους, ή λάμβαναν υπόψη τους τα σχετικά μοντέλα των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών.

Εκείνο όμως που δεν έλαβαν σοβαρά υπόψη τους, είναι ότι χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία είναι ισχυρές οικονομικά, διότι έχουν μεγάλη βιομηχανική παραγωγή και όχι μόνο. Αντίθετα, η Ελλάδα έχει μικρή βιομηχανική παραγωγή, διαθέτει ένα σημαντικό αλλά ευπαθές προϊόν, το τουριστικό, το οποίο δεν αντέχει σε μεγάλες υγειονομικές κρίσης. Επίσης, δεν έλαβαν υπόψη τους ότι η Ελληνική οικονομία δεν ανέκαμψε πλήρως από τη βαθιά 10ετή οικονομική κρίση.

Αυτοί ιδιαίτερα είναι οι τρεις λόγοι  όπου η Ελληνική Πολιτεία ήταν απροετοίμαστη μπροστά σ’ αυτή την υγειονομική κρίση. Σε αυτές τις αδυναμίες οφείλεται και η σημερινή ακραία έξαρση.

Από την αρχή, λοιπόν, της επιδημίας, πολλοί συνάδελφοι οικονομολόγοι, όπως και εγώ, κρούσαμε τον κώδωνα του κινδύνου για την οικονομική ύφεση που βλέπαμε να έρχεται, ύφεση η οποία συνεχίζει και επιταχύνει τον ρυθμό της.

Στο πρώτο κλείσιμο της αγοράς, στο πλαίσιο γενικού απαγορευτικού, συγκεκριμένος αριθμός επιχειρήσεων, δύο στις δέκα, δεν άνοιξαν λόγω της οικονομικής δυσπραγίας.

Από τον Ιανουάριο του 2021, αυτός ο αριθμός των επιχειρήσεων θα αυξηθεί. Υπολογίζεται 4 στις 10 επιχειρήσεις δεν θα ξανανοίξουν, εκτός αν δοθεί πραγματική οικονομική στήριξη στις επιχειρήσεις και μάλιστα χωρίς επιτόκια, χωρίς επιστροφές αλλά με τη μορφή επιχορήγησης.

Είναι γνωστό ότι τα αξιόγραφα (επιταγές) που θα εξοφλούνταν τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2020, μεταφέρθηκαν για Απρίλιο-Μάιο του 2021. Αναρωτήθηκαν όμως οι αρμόδιοι, πώς θα αντέξει μια επιχείρηση τόσους μήνες χωρίς τα αναμενόμενα έσοδα και χωρίς την οικονομική δύναμη αντιμετώπισης των ανελαστικών δαπανών.

Μονόδρομος επομένως, για την συνέχιση της λειτουργίας της ήδη κατεστραμμένης αγοράς είναι η εφαρμογή μελετημένων μέτρων ορθολογιστικών, τα οποία θα δώσουν τόνο οικονομικής αισιοδοξίας.

Υπάρχουν αυτή την στιγμή προγράμματα ΕΣΠΑ τα οποία έχουν εγκριθεί και έχουν ήδη προχωρήσει προς την υλοποίηση τους, υφίσταται όμως μεγάλος κίνδυνος για απένταξή τους ή παραίτησης των υποψηφίων επενδυτών λόγω έλλειψης ρευστότητας. Θέλω να τονίσω ότι η ελληνική οικονομία στηρίζεται κατά 85% στις οικογενειακού χαρακτήρα επιχειρήσεις και κατηγορίας Πολύ Μικρών, Μικρών και Μικρομεσαίων. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση αστοχίας της επένδυσης, τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά και μη αναστρέψιμα τόσο για τους εν ενεργεία επενδυτές όσο και για τους υποψήφιους.

Αν, λοιπόν, θέλουμε τα εν λόγω προγράμματα και οι επενδύσεις να μην απενταχθούν και να μη σταματήσει η υλοποίησή τους, τότε θα πρέπει να στηριχθούν άμεσα με εξειδικευμένους τρόπους, όπως:

  1. Με νέες παρατάσεις του χρόνου υλοποίησης.
  2. Με απαλλαγή καταβολής του ΦΠΑ που θα αφορά την επένδυση ή έστω στην επιδότηση και του ποσού του ΦΠΑ.
  3. Με επιδότηση και του Ειδικού Τέλους Ταξινόμησης των ενοικιαζομένων αυτοκινήτων που αφορούν επιχειρήσεις του τουρισμού.
  4. Με μειωμένο ΦΠΑ, σε ποσοστό της τάξης του 8%, για επιχειρήσεις που θα επιθυμούν να επανεπενδύσουν στις εγκαταστάσεις τους.
  5. Με μειωμένο ΦΠΑ ή απαλλαγή εξαρχής για επιχειρήσεις που δεν έχουν υπαχθεί σε κάποιο ΕΣΠΑ.
  6. Με περισσότερες οικονομικές ενισχύσεις, με αύξηση του εγκεκριμένου προϋπολογισμού, έτσι ώστε να υπαχθεί στο καθεστώς ΕΣΠΑ ένα ποσοστό της τάξης 90% απ’ όσους έκαναν αίτηση.
  7. Σε περιοχές όπως η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία αλλά και γενικότερα η Βόρεια Ελλάδα, έχουν μεγαλύτερη ύφεση περισσότερο από τις υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας.

Κατά την γνώμη μου πρέπει να υλοποιηθούν με ταχείς ρυθμούς νέα ΕΣΠΑ-ΠΕΠ περιφερειακά προγράμματα επιδότησης όπως το ΠΕΠ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ – ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΙΝΗΣΗΣ Covid -19 και όχι να προωθούνται προγράμματα κατηγορίας δανείων.

Αναρωτιέμαι, όμως, γιατί στο Υπουργείο Οικονομικών δεν έχουν ληφθεί ακόμη τέτοιου είδους μέτρα; Δεν βρέθηκε κάποιος Σύμβουλος ή κάποιος αρμόδιος φορέας να τους υποδείξει αυτά που έχει ανάγκη σήμερα η αγορά και ο επιχειρηματικός κόσμος;

Ωστόσο, όποια κι αν είναι η πιθανή απάντηση στο προαναφερθέν ερώτημα, είναι ουσιώδους σημασίας να ληφθούν τέτοιου είδους μέτρα, έστω και τώρα, έστω και καθυστερημένα, μήπως και σωθούν κάποια από τα τελευταία κομμάτια της αγοράς.

Διαφορετικά, νομοτελειακά, έρχεται βαθιά κρίση, βαθύτερη από εκείνη που περάσαμε το 2009 και μετά. Κρίση η οποία, χωρίς ίχνος υπερβολής, θα έχει ισχυρά σεισμικά χαρακτηριστικά για την ελληνική κοινωνία. Αυτό είναι πιθανό να συμβεί, διότι όταν μια μεγάλη και συνεχιζόμενη υγειονομική κρίση συγχρωτιστεί με μια νέα μεγάλη οικονομική κρίση, τότε θα προκληθεί ένας φαύλος κύκλος επικίνδυνος για την κοινωνία και τη Χώρα.