Στην αρχαία Αθήνα τα «Μεγάλα ή Εν Άστει Διονύσια» ήταν γιορτές της άνοιξης αφιερωμένες στο θεό Διόνυσο. Οι πάνδημες αυτές εκδηλώσεις χορού και θεάτρου πέρασαν στην ιστορία και έτσι χιλιάδες χρόνια μετά, αυτοί που φαντάστηκαν τον εαυτό τους ως κληρονόμο μιας παράδοσης υψηλής καλλιτεχνικής αξίας, βαφτίζουν τις αίθουσες που φτιάχνουν για τον κινηματογράφο με το όνομα «Διονύσια». Σε αυτές τις αίθουσες βέβαια φιλοξενούνται επίσης θεατρικές παραστάσεις και άλλες εκδηλώσεις μουσικές, λογοτεχνικές, κοινωνικές και πολιτικές. Στη Θεσσαλονίκη το 1926 εγκαινιάζεται ο κινηματογράφος «Διονύσια» στην οδό Αγίας Σοφίας 17. Για την ονοματοδοσία του επιβλητικού μεγάρου προκηρύσσεται μάλιστα ανοιχτός διαγωνισμός μεταξύ των κατοίκων της πόλης με χρηματικό έπαθλο 1.000 δρχ.
Την ίδια εποχή (1927) στην Κατερίνη, ένας πρόσφυγας από τη Φάτσα του Πόντου, κατασκευάζει μια αποθήκη σιτηρών σε ένα πρώην μουσουλμανικό οικόπεδο του κέντρου της πόλης, στη συνοικία Μουχαρέμ Πασά. Λίγο αργότερα ο ανήσυχος πρόσφυγας, τη μετατρέπει σε κινηματογραφική αίθουσα και την ονομάζει «Πάνθεον». Ίσως η αίγλη που είχαν ήδη αποκτήσει τα «Διονύσια» της Θεσσαλονίκης, ίσως η μόδα της εποχής (Σινέ «Διονύσια» αποκτούν το 1928 και οι Σέρρες) ή ίσως κάτι άλλο που δεν ξέρουμε, και μετά από λίγο το «Πάνθεον» μετονομάζεται σε «Διονύσια».
Με αυτό το όνομα λειτουργεί ανελλιπώς (παράλληλα και ο «Θερινός» εκεί που είναι σήμερα το κατάστημα «Public») μέχρι το 1993/94 που κλείνει, αδυνατώντας να ακολουθήσει τις εξελίξεις που είχαν ήδη από χρόνια διαμορφώσει μια άλλη πραγματικότητα για τις κινηματογραφικές αίθουσες. Ο 21ος αιώνας επιφυλάσσει και μιαν άλλη ζωή στο ιστορικό κτίριο, με διαφορετικές όψεις και διαφορετικές χρήσεις. Για χρόνια στεγάζει κατάστημα παιχνιδιών και από το 2017 κατάστημα γνωστής αλυσίδας ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών («Κωτσόβολος»).
Το 2014 ψάχνοντας στοιχεία για τους κινηματογράφους της πόλης συναντώ τον κύριο Τάκη, τον τελευταίο ιδιοκτήτη του κινηματογράφου, εγγονό του ιδρυτή Σολομώντα και γιό του διαδόχου Σταύρου Παπαδόπουλου. Στο ραντεβού δυσκολεύομαι να ανακαλύψω το στέκι του, ένα μικρό δωματιάκι 2Χ3, στην πίσω πλευρά του κτιρίου που βλέπει στην πάροδο. Τον βρίσκω μέσα σε ένα ιδιότυπο κινηματογραφικό μαυσωλείο περιτριγυρισμένο από εκατοντάδες κινηματογραφικές ταινίες σε μορφή dvd (μόνο τα θεατρικά ήταν περίπου 200), μαζί με κουτιά αρχειοθέτησης και αναμνηστικά της ζωής του και των προγόνων του. Από τότε τον επισκέφθηκα αρκετές φορές, άλλοτε με σκοπό και άλλοτε περαστικός κάθε φορά που έβλεπα το λουκέτο να λείπει και ήξερα ότι ήταν εκεί. Καιρό τώρα όμως το λουκέτο ήταν πάντα στη θέση του μέχρι που είδα, προχθές, το αγγελτήριο του θανάτου του. Δημήτριος (Τάκης) Παπαδόπουλος, κινηματογραφιστής, ετών 80.
Συνήθως ξαναθυμόμαστε στιγμιότυπα ζωής όταν φεύγουν οι άνθρωποι με τους οποίους συναντηθήκαμε λίγο ή πολύ στο παρελθόν. Έτσι θυμήθηκα τις συνεντεύξεις που κάναμε το 2018 για το αρχείο προφορικών μαρτυριών που συλλέγει η Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Κατερίνης. Σε αυτές ο κύριος Τάκης μιλάει για τις μνήμες που κληρονόμησε από την προπολεμική περίοδο, την καταγωγή από τον Πόντο, την εγκατάσταση των προσφύγων παππούδων στην Ελλάδα, την ίδρυση του κινηματογράφου το 1927 και την εξέλιξή του από βωβό σε ομιλούντα. Μιλάει επίσης για την επίταξη του κινηματογράφου από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής και για τη συμμετοχή του πατέρα του στην Αντίσταση. Θυμάται τα μεταπολεμικά παιδικά του χρόνια, τις ταινίες που τον σημάδεψαν, τη δημαρχία του παππού Σολομώντα, την πολιτική κατάσταση και τις συναντήσεις με τον Πλαστήρα, το Θεοδωράκη και τη συμμετοχή του στη νεολαία της Ένωσης Κέντρου. Για την περίοδο της δικτατορίας ανακαλεί εικόνες χαφιεδισμού, τον έλεγχο των προβαλλόμενων ταινιών, τα χουντικά επίκαιρα και την αστυνομοκρατία. Από τη μεταπολίτευση θυμάται, με θλίψη, την κρίση του κινηματογράφου και τις «αισθηματικές» ταινίες για την επιβίωση αλλά, με περισσή περηφάνια, υπογραμμίζει την απόλυτη κομματική του ταύτιση με το ΠΑΣΟΚ και τη συμμετοχή του ως εκφωνητή σε προεκλογικές συγκεντρώσεις μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘90.
Για το τέλος κρατάω την εικόνα του αφιερωμένου κινηματογραφόφιλου και την «ερωτική» σχέση που, όπως ο ίδιος υπογραμμίζει, διατήρησε μέχρι τέλους με την τέχνη του κινηματογράφου. «Είμαι Τρεϊσικός» δηλώνει στη συνέντευξη (για τον αμερικανό ηθοποιό Spencer Tracy), ενώ η ταινία «Σινεμά ο παράδεισος» ενσαρκώνει, κατά την άποψή του, το προσωπικό του βίωμα, στο ρόλο του παιδιού που γοητεύτηκε για πάντα από τη μαγεία του κινηματογράφου. Αυτά τα ολίγα από τον κύριο Τάκη Παπαδόπουλο, για να γνωρίζουν οι νεότεροι και να θυμούνται οι παλιότεροι, ότι ο πρώτος κινηματογράφος που ιδρύθηκε στην πόλη λεγόταν «Διονύσια» και μέχρι το 1954 ήταν ο μοναδικός της πόλης. Για αποχαιρετισμό του αφιερώνουμε την αγαπημένη του ταινία «Όταν πετούν οι γερανοί» (1957), ένα λυρικό αντιπολεμικό δράμα του σκηνοθέτη Μιχαήλ Καλατόζοφ.
Κατερίνη 9.7.2023 Γιάννης Χ. Ποικιλίδης