Η συζήτηση για τη νεανική εγκληματικότητα εκφυλίζεται, απλοποιείται και αξιοποιείται προκειμένου να στηριχθούν κυβερνητικά και ιδεολογικά αφηγήματα.

Το σχέδιο για την αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας θα αποτύχει. Θα αποτύχει γιατί εστιάζει στην ποινή, στοχεύει περισσότερο στην ενίσχυση ενός ιδεολογικού αφηγήματος, παρά στην αντιμετώπιση του προβλήματος.

Θα αποτύχει γιατί για ακόμη μία φορά διεξάγεται η λάθος συζήτηση, με την κυβέρνηση και τα κυρίαρχα ΜΜΕ να συναγωνίζονται για το ποιος θα μας μεταφέρει γρηγορότερα στον 19ο αιώνα.

Εάν η πάταξη της παραβατικότητας σχετιζόταν με το μέγεθος της ποινής, τότε το έγκλημα θα είχε αντιμετωπιστεί από τις πρωτόγονες κοινωνίες, την αρχαιότητα και το μεσαίωνα όπου οι ποινές ήταν βάναυσες.

Θα είχε εξαλειφθεί σε περιοχές όπου ισχύει ακόμη η θανατική ποινή.

Όμως, το έγκλημα και η παραβατικότητα επιμένουν γιατί αποτελούν αναπόσπαστο κοινωνικό συστατικό (χωρίς πάντα αρνητικό πρόσημο) και ως τέτοιο οφείλουν να αντιμετωπιστούν.

Η εγκληματικότητα και η παραβατικότητα δεν είναι εύκολες έννοιες. Απαιτούν συνολική αντιμετώπιση, πρέπει να τεθούν και να απαντηθούν κρίσιμα ερωτήματα. Πώς ορίζονται οι κανόνες.

Γιατί κάποιος τους παραβιάζει και πότε γίνεται εγκληματίας. Τη στιγμή που γεννιέται; όταν διαπράττει το έγκλημα ή μετά την καταδίκη του;

Για πόσο καιρό θα θεωρείται εγκληματίας, μέχρι να εκτίσει την ποινή ή για όλη του τη ζωή; Πώς κατασκευάζεται η εικόνα του εγκληματία; Όλοι παραβιάζουμε κανόνες καθημερινά, αλλά δεν θεωρούμαστε όλοι εγκληματίες.

Θα πρέπει να απαντήσουμε πώς αντιμετωπίζεται ο παραβάτης, τις ανύπαρκτες πιθανότητες σωφρονισμού και την παρεκκλίνουσα σταδιοδρομία που του επιφυλάσσει ο στιγματισμός.

Και πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά για τις ποινές, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για εφήβους. Οφείλουμε να το κάνουμε γιατί η έξαρσή της εγκληματικότητας αποτελεί δείκτη κοινωνικής παθολογίας.

Η συζήτηση όμως εκφυλίζεται, απλοποιείται και αξιοποιείται προκειμένου να στηριχθούν κυβερνητικά και ιδεολογικά αφηγήματα.

Σε αυτή τη φάση βρισκόμαστε.

Με ευθύνη της κυβέρνησης και των κυρίαρχων ΜΜΕ, η συζήτηση γίνεται συναισθηματική, ενισχύει το φόβο, ζητά εκδίκηση.

Η κυβέρνηση δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα και στοχοποιεί τους νέους. Το έχει ξανακάνει στις πλατείες.

Με τους ποινικούς κώδικες (η αυστηρότητα θα έλυνε όλα τα προβλήματα), με τη δαιμονοποίηση της αποσυμφόρησης των φυλακών.

Με χιλιάδες προσλήψεις ειδικών φρουρών, εκτός πανελληνίων. Με τα Εξάρχεια, τα πανεπιστήμια, τους μετανάστες και τους φράχτες.

Το έχει ξανακάνει και κάθε φορά αποτυγχάνει παταγωδώς. Και κάθε φορά που αποτυγχάνει, ενισχύει τον ανορθολογισμό και το αφήγημα «Νόμος και Τάξη», όχι για να αντιμετωπίσει το έγκλημα.

Έτσι, υφυπουργός της κυβέρνησης υποστηρίζει ότι οι εγκληματίες γεννιούνται, «οι επιθετικοί γονείς γεννούν επιθετικά παιδιά» λέει. Το υπουργείο Παιδείας διανέμει βίντεο, για να διεγείρει αρνητικά συναισθήματα και να πείσει για την ανάγκη τιμωρίας.

Ο πρωθυπουργός στηρίζει τη στρατηγική και αναδεικνύει τον ιδεολογικό της χαρακτήρα. Σε συνέντευξή του στον ΑΝΤ1, μιλώντας για τις ποινές, έβαλε σε μία πρόταση και συσχέτισε το σχολικό bullying, τις μολότοφ, τους βανδαλισμούς στα πανεπιστήμια και τους κοινωνικούς αγώνες.

Όλα τα «θανάσιμα αμαρτήματα» που ερεθίζουν το ακραίο ακροατήριο, μπαίνουν στη ζυγαριά και το αντίβαρο που προτείνεται είναι η ενίσχυση της ποινής.

Το δόγμα γίνεται κυρίαρχο: Η παράνομη βία και η ανομία μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με ισχυρότερη νομιμοποιημένη βία. Οι διαχειριστές του δημόσιου διαλόγου πλειοδοτούν, δεν μιλούν με ειδικούς, απευθύνονται σε νυν ή πρώην αστυνομικούς.

Και ο διασημότερος από αυτούς (σύμβουλος γυναικοκτόνων) αναφέρεται στην ανάγκη να επιστρέψει «ο φόβος και ο τρόμος στα σχολεία», έτσι φαντάζεται τη λύση.

Η λύση όμως, δεν μπορεί να είναι περισσότερη βία και φόβος.

Η λύση ενυπάρχει στα παιδιά. Στον τρόπο που μεγαλώνουν, στις αγωνίες και τα άγχη τους. Στην ανασφάλεια και τις καθημερινές απορρίψεις.

Στους γονείς που αδυνατούν να επιτελέσουν το ρόλο τους. Στα σχολεία, τη γειτονιά, και τους φίλους.

Στις ανάγκες που καθημερινά τους δημιουργούμε και τα όλο και λιγότερα μέσα που τους προσφέρουμε ώστε να τις ικανοποιήσουν.

Η λύση βρίσκεται στην ικανότητα ή την ανικανότητά μας να ακούσουμε την απεγνωσμένη κραυγή τους για βοήθεια. Μπορείς να τους ακούσεις ή μπορείς να τους αποβάλεις.

Να τους ξυρίσεις το κεφάλι και εάν όλα αποτύχουν να επιστρέψεις στη λοβοτομή.

ΥΓ: Πηγές του κειμένου τα βιβλία του Ιακ. Ι. Φαρσεδάκη «Στοιχεία Εγκληματολογίας» (Νομική Βιβλιοθήκη 1996) και «Παραβατικότητα και Κοινωνικός Έλεγχος των Ανηλίκων» (Νομική Βιβλιοθήκη 1985)

 

(Ο Κυριάκος Αργυρόπουλος είναι δημοσιογράφος)

 

Πηγή:dnews