Όταν το 1950 γυριζόταν η ταινία «λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο» κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως εν έτη 2020 ο τίτλος αυτός θα μπορούσε να γίνει «λατέρνα φτώχεια και παχυσαρκία».
Κι όμως η παχυσαρκία πλέον είναι ξεκάθαρα ταξική και εντοπίζεται εκεί που η μέση οικογένεια είναι χαμηλού κοινωνικού και εισοδηματικού προφίλ.
Έχει διαπιστωθεί ότι τα ποσοστά παχυσαρκίας το 1990, ήταν το 1/3 αυτών που είναι σήμερα στις ΗΠΑ. Τα στοιχεία δείχνουν μία αυξανόμενη τάση που δεν υπήρχε το 1990.
Αυτή η αρνητικής εξέλιξη παραμένει σταθερή τις τελευταίες δεκαετίες.
Βρέθηκε ότι τα άτομα από νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης παχυσαρκίας και διαβήτη τύπου 2, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στην αύξηση της κατανάλωσης ζάχαρης, σύμφωνα με μελέτη της εφημερίδας “Palgrave Communications”.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν τα δεδομένα από το CDC (Centers for Disease Control) σε 3.000 αμερικανικές κομητείες και διαπίστωσαν ότι το 35% του πληθυσμού σε κομητείες με μέσο εισόδημα των νοικοκυριών κάτω των 45.000 δολαρίων το χρόνο, όπως η Αλαμπάμα, το Αρκάνσας και το Μισισιπή, ήταν παχύσαρκοι, έναντι περίπου 25% των κομητειών με μέσο εισόδημα 65.000 δολάρια, όπως η Καλιφόρνια, το Κολοράντο και η Μασαχουσέτη.
Αναπτύχθηκε η υπόθεση ότι τα αναψυκτικά μπορεί να είναι ο ένοχος για την άνοδο των ποσοστών παχυσαρκίας. Η κατανάλωση ζάχαρης αυξήθηκε σημαντικά τον 20ο αιώνα, από το 12% της ενεργειακής κατανάλωσης το 1909 στο 19% το 2000, σύμφωνα με την έκθεση.
Το μέσο νοικοκυριό των ΗΠΑ το 2000 κατέβαλε το 7% των εισοδημάτων του στα αναψυκτικά έναντι του 9% για τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα. Αυτός μπορεί να είναι ένας πιθανός λόγος, για τον οποίο οι πιο φτωχές κοινότητες στις ΗΠΑ έχουν δει την ταχύτερη αύξηση του διαβήτη και της παχυσαρκίας τα τελευταία 30 χρόνια.