Μάχη με τη γραφειοκρατία για να φέρει πίσω τα οστά του πατέρα του – Επί μία δεκαετία παλεύει να τηρήσει μία υπόσχεση
Άνιση μάχη με την ελληνική γραφειοκρατία δίνει εδώ και μία δεκαετία ο Σάββας Κωνσταντινίδης. Δεν προσπαθεί να επιλύσει κάποια συνηθισμένη οικονομική εκκρεμότητα, αλλά θέλει να μεταφέρει στην Ελλάδα τα οστά του πατέρα του από την Ουγγαρία, όπου ήταν πολιτικός πρόσφυγας…
Ο πατέρας του, Τριαντάφυλλος Κωνσταντινίδης, γεννήθηκε στο Καρς και ήρθε ορφανός στη Θεσσαλονίκη το 1922. Οι γονείς του πέθαναν στην εξορία στα βάθη της Ανατολίας, όπου στάλθηκαν από τους Τούρκους.
Ήταν μόλις οκτώ ετών και εγκαταστάθηκε με το μεγαλύτερο αδελφό του στο χωριό Θεοδόσια του νομού Κιλκίς.
Στον πόλεμο του 1940 ήταν στην πρώτη γραμμή στα βουνά της Πίνδου και από το πολικό ψύχος έπεσε σε κώμα. Πάγωσε στην κυριολεξία και οι συνάδελφοί του πίστεψαν ότι πέθανε… Μαζί με άλλους νεκρούς στρατιώτες μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Στο νεκροθάλαμο του νοσοκομείου, στο Γουδή, μια νοσοκόμα προσπάθησε να του κλείσει τα μάτια και διαπίστωσε ότι ήταν ζωντανός… Ειδοποίησε τους γιατρούς και έτσι μεταφέρθηκε σε δωμάτιο νοσηλείας!
«Από αυτήν την περιπέτεια έπαθαν μεγάλη ζημιά τα πνευμόνια και τα νεφρά του» λέει ο γιος του Σάββας, και προσθέτει: «Ζούσε προσεκτικά και πάντα ήταν υπό την παρακολούθηση των γιατρών. Το 1947 ήταν πρόεδρος στο χωριό του και ο νομάρχης προσκάλεσε όλους τους προέδρους στο Κιλκίς, για να μοιράσει βοήθεια στις φτωχές οικογένειες. Ο πατέρας πήγε μαζί με τον πρόεδρο ενός γειτονικού χωριού. Στην επιστροφή νύχτωσε και ο πατέρας μου πρότεινε να επιστρέψουν από τον κεντρικό δρόμο. Ο άλλος πρόεδρος όμως προτίμησε ένα δασικό δρόμο, που ήταν πιο σύντομος. Δυστυχώς για τον άλλον, τον συνέλαβαν αντάρτες και τον δολοφόνησαν. Έτσι ο πατέρας μου κατηγορήθηκε ως συνεργάτης των κομμουνιστών και άρχισαν να τον κυνηγάνε οι ταγματασφαλίτες…».
Ο Τριαντάφυλλος Κωνσταντινίδης, για να γλιτώσει, ύστερα από πολλές περιπέτειες, πέρασε αρχικά στη Γιουγκοσλαβία και κατέληξε στην Ουγγαρία. Τα προβλήματα με την υγεία του επιδεινώθηκαν και τελικά πέθανε σε ηλικία μόλις 37 ετών. Άφησε πίσω του έξι παιδιά. Ο πιο μικρός ήταν ο Σάββας.
«Όταν έφυγε ο πατέρας μου, ήμουν 15 μηνών και δεν τον θυμάμαι» λέει ο ίδιος και προσθέτει: «Θυμάμαι αργότερα που μας είπε η μητέρα μου ότι μας έστειλε ένα γράμμα και έγραφε πόσο εντυπωσιακά ήταν τα κτίρια της Ουγγαρίας… Όταν μεγάλωσα, έφυγα μετανάστης στην Αυστραλία, αλλά πάντα σκεφτόμουν τον πατέρα μου. Έτσι πριν από δέκα χρόνια πήγα στην Ουγγαρία και έμαθα την αλήθεια από άλλους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Από τότε ξεκινάει και ο αγώνας μου να μεταφέρω τα οστά του στην Ελλάδα».
Ο Τριαντάφυλλος Κωνσταντινίδης τάφηκε στα συμμαχικά νεκροταφεία της Βουδαπέστης και οι ουγγρικές αρχές ζήτησαν από τον Σάββα να προσκομίσει ένα έγγραφο από την ελληνική πρεσβεία ότι δέχονται τα οστά του για ενταφιασμό στην Ελλάδα.
«Δυστυχώς, παρά τον αγώνα μου όλα αυτά τα χρόνια, δεν μπορώ να πάρω αυτό το έγγραφο. Επειδή οι ουγγρικές αρχές είχαν καταγράψει τους Έλληνες με ψευδώνυμα, για να μη φαίνεται ότι υποθάλπουν Έλληνες αντάρτες, μου λένε να αποδείξω ότι ο πατέρας μου είναι ο Νιούλ Μπέλα, που ήταν το ψευδώνυμό του. Τους πήγα τις καταστάσεις που πήρα από το ΚΚΕ που υπάρχουν τα ψευδώνυμα και τα πραγματικά ονόματα όλων των Ελλήνων, αλλά δεν τα δέχονται. Τους πρότεινα να κάνω εξέταση DNA, αλλά ούτε κι αυτό το δέχονται. Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω… Την ώρα που η Ελλάδα δίνει χρήματα για να βρει τα οστά των Ελλήνων στρατιωτών που σκοτώθηκαν στην Αλβανία, εμένα δεν με αφήνουν να φέρω, με δικά μου έξοδα, τα οστά του πατέρα μου…».
Ο Σάββας Κωνσταντινίδης, μετά την πολυετή του προσπάθεια, δεν φαίνεται να εγκαταλείπει τον αγώνα. Έχει κάνει επιστολές στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον πρωθυπουργό και στον πρόεδρο της Βουλής. Ο τελευταίος του απάντησε ότι το αίτημά του εξετάζεται από το υπουργείο Εξωτερικών.
«Υποσχέθηκα στη μητέρα μου ότι έστω και νεκρό θα τον φέρω πίσω» καταλήγει ο Σάββας Κωνσταντινίδης: «Θα το κάνω με κάθε τρόπο. Η μητέρα μου πέθανε με αυτόν τον καημό. Θέλω να βάλω το οστά του πατέρα μου δίπλα της. Μπορεί να μην μπόρεσαν να είναι για πολλά χρόνια μαζί όσο ζούσαν, ας είναι τουλάχιστον μετά το θάνατό τους…».
Πηγή: makthes.gr