Ο κορυφαίος Έλληνας ψυχίατρος-ψυχαναλυτής και συνιδρυτής της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας σε μια σπάνια συνέντευξη.

Γεννήθηκα στην Κατερίνη Πιερίας. Έζησα σε πολλές πόλεις ως άλλος Οδυσσέας. Μεταξύ αυτών στη Λάρισα, στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στη Βιέννη, στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου ήταν την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα του Εμφυλίου. Εθνικόφρονες και αριστεροί. Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Κάθε βράδυ άκουγες πυροβολισμούς. Τα πρωινά πήγαινες στο σχολείο περνώντας ανάμεσα από πτώματα αφημένα στους δρόμους. Σκληρή εποχή. Πείνα, κακουχίες, στερήσεις και αγριότητες.

•  Ο πατέρας μου ήταν βιοτέχνης – τότε ονομαζόταν λευκοσιδηρουργός. Η μητέρα μου ήταν νοικοκυρά, αφού είχε να αναθρέψει έξι παιδιά. Ένας αδερφός μου πέθανε νωρίς από λευχαιμία κι εγώ είμαι ο μεγαλύτερος από τα υπόλοιπα πέντε. Οι γονείς μου ήταν καλοί, φιλήσυχοι και έντιμοι άνθρωποι. Αγαπιόντουσαν πολύ μεταξύ τους. Ποτέ δεν θυμάμαι να μας έδειραν. Ο πατέρας μου ήταν ψυχαναγκαστικός, σοβαρός, εργασιομανής και αγράμματος. Η μητέρα μου ήταν χαρούμενη, της άρεσε πολύ το τραγούδι και ήταν η μορφωμένη της οικογένειας, έχοντας φτάσει ως τη Β’ Δημοτικού. Δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για την εκπαίδευσή μου. Μετά από πολλά χρόνια, όταν βρέθηκα να δίνω μια ομιλία στην Κατερίνη, και η μητέρα μου καθόταν στην πρώτη θέση, υπερηφανευόταν για μένα και έλεγε στους άλλους ότι αυτή με έσπρωχνε προς τα γράμματα. Φυσικά, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Αλλά είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτούς.

• Ως παιδί είχα μια έμφυτη περιέργεια για τον κόσμο. Ήμουν ανήσυχο πνεύμα και διερευνούσα διαρκώς τι γινόταν είτε στον συναισθηματικό μου κόσμο είτε στο περιβάλλον γύρω μου. Στράφηκα με πάθος στη μελέτη βιβλίων κι ευτυχώς είχα έναν φίλο βιβλιοπώλη που του χρωστώ πολλά. Ήμουν άριστος μαθητής. Έγραφα πολύ καλές εκθέσεις, τις οποίες διάβαζαν στην τάξη και τις έδιναν στα σχολεία της Μακεδονίας.

• Τα πρώτα μου διαβάσματα τα θυμάμαι στο βουνό, επειδή ο πατέρας μου ήταν στον ΕΛΑΣ. Μάλιστα, τότε ήταν μία από τις φορές που έφτασα πολύ κοντά στον θάνατο. Είχαν έρθει οι Γερμανοί για τον πατέρα μου και τον χτυπούσαν με τον υποκόπανο. Ήμουν μικρό παιδάκι, μπήκα στη μέση, έχοντας άγνοια κινδύνου, και δάγκωσα το χέρι του ενός Γερμανού. Μου δίνει μια με την μπότα του και με πετάει κάτω, σηκώνει το όπλο και με στήνει στον τοίχο για να με σκοτώσει. Ευτυχώς, μετά τις κραυγές της γιαγιάς μου, η οποία μπήκε μπροστά μου, αλλά και με τη μεσολάβηση ενός άλλου Γερμανού, τη γλίτωσα.

 

Διαβάστε τη συνέχεια της πολύ ενδιαφέρουσας συνέντευξης του Ματθαίου Γιωσαφάτ στο lifo.gr