Ματθαίος Μονσελάς: Ο παρκαδόρος που δολοφόνησε το θύμα του επειδή… του το ζήτησε
Η δολοφονία συντάραξε τα «νερά» της ελληνικής κοινωνίας το 1994 λόγω του πρωτοφανούς της υπόθεσης
Ο 40χρονος τότε Ματθαίος Μονσελάς εργαζόταν σε ένα πάρκινγκ στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί έγινε και η γνωριμία με τη Γιόλα (Γεωργία) Βαγενά, οδοντίατρο που διατηρούσε ιατρείο στην περιοχή. Οι δυο τους αρχικά διατηρούσαν την τυπική σχέση υπαλλήλου – πελάτη έως ότου η Βαγενά άρχισε να τον προσεγγίζει περισσότερο.
Οι δυο τους κατέληξαν να συναντιούνται συχνά, να πηγαίνουν βόλτες με το αυτοκίνητο και να συζητάνε κυρίως, όπως είχε αναφέρει ο Μονσελάς, για τα προσωπικά προβλήματα της οδοντιάτρου.
Το «επίπονο» διαζύγιο της Βαγενά
Η Γιόλα Βαγενά ήταν παντρεμένη για χρόνια με έναν γιατρό, ώσπου αντιλήφθηκε πως εκείνος διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση. Η λήξη του γάμου στοίχισε στην οδοντίατρο, η οποία απευθύνθηκε μετέπειτα σε ψυχίατρο προκειμένου να διαχειριστεί τα συναισθήματά της. Ωστόσο, ούτε οι συνεδρίες, ούτε η συμπαράσταση των δικών της ανθρώπων ήταν ικανά να την ηρεμήσουν. Η Βαγενά τότε άρχισε να εκδηλώνει τάσεις αυτοκτονίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες από τη «Μηχανή του Χρόνου», η ίδια δεν ήταν τόσο δυνατή ώστε να δώσει τέλος στη ζωή της και άρχισε να ζητά βοήθεια από τους οικείους της και όχι μόνο. Η αδερφή της δήλωσε πως της είχε πει να την πετάξει από την ταράτσα. Παράλληλα, σύμφωνα με ρεπορτάζ της εποχής, η Βαγενά είχε ζητήσει ακόμα και από έναν ηλεκτρολόγο που βρέθηκε στο σπίτι της για κάποια δουλειά, να «προκαλέσει» βραχυκύκλωμα που θα την οδηγούσε στο θάνατο μέσω ηλεκτροπληξίας.
«Στις επισκέψεις μου στο ιατρείο μου ζητούσε να τη σκοτώσω»
Η Βαγενά όπως ήταν αναμενόμενο ζήτησε βοήθεια και από τον πλέον φίλο της Ματθαίο, προκειμένου να τη βοηθήσει να λυτρωθεί. Εκείνος συνέχισε να συναντιέται μαζί της, ακούγοντας τα προβλήματα και τις σκέψεις της με την ελπίδα πως με αυτόν τον τρόπο θα ανακουφιστεί. Μάλιστα, όταν η Βαγενά του εμφάνισε ένα όπλο, εκείνος της το πήρε για να είναι σίγουρος πως δεν θα κάνει κακό στον εαυτό της.
«Στις επισκέψεις μου στο ιατρείο, η Γιόλα μου έκανε προτάσεις να τη σκοτώσω προκειμένου να λυτρωθεί και επειδή δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς τον άντρα της», ανέφερε ο Μονσελάς στην κατάθεσή του.
«Από τότε που μου έδειξε το όπλο, με έπαιρνε με το αυτοκίνητό της και με πήγαινε σε ερημικές τοποθεσίες της Κορίνθου, της Χαλκίδας, της Λαμίας και της Αττικής. Όταν φτάναμε στα ερημικά σημεία, μου ζητούσε να τη σκοτώσω λέγοντάς μου ότι δεν μας έβλεπε κανένας επειδή ήταν ερημιά και νυχτερινές ώρες. Είχαμε πάει στις εν λόγω τοποθεσίες περίπου δέκα φορές», προσέθεσε ο ίδιος.
«Μου έλεγε πιεστικά να πάμε για να τελειώσει»
Στις 11 Ιανουαρίου 1994 οι δύο φίλοι έκαναν τη μοιραία βόλτα. Ο Μονσελάς όπως ανέφερε μετέπειτα στις Αρχές είχε προσπαθήσει να αποφύγει εκείνη τη συνάντηση, ωστόσο η Βαγενά ήταν ιδιαίτερα πιεστική και δεν του είχε αφήσει περιθώρια. Σε όλη τη διαδρομή η οδοντίατρος ζητούσε επίμονα από τον Μονσελά να τη σκοτώσει.
Έφτασαν σε ένα απομονωμένο σημείο στο Μαρκόπουλο και βγήκαν από το όχημα. Ο Μονσελάς είχε μαζί του το όπλο και όταν η Βαγενά απομακρύνθηκε και του γύρισε την πλάτη εκείνος πυροβόλησε.
«Σταμάτησε, γύρισε προς τα εμένα και μου είπε, άντε καλά είναι εδώ, εντάξει. Μετά από τα λόγια αυτά η Γιόλα, μου γύρισε την πλάτη. Εγώ με το πιστόλι που εκείνη τη στιγμή γέμισα, ή μάλλον όπλισα, πυροβόλησα από απόσταση δύο περίπου μέτρων τρεις φορές κατ’ αυτής. Αυτή τότε έπεσε κάτω και καθώς έπεφτε άκουσα ένα βογκητό της», είπε ο Μονσελάς κατά την απολογία του.
Η περιπλάνηση μέχρι τη σύλληψη
Μετά την δολοφονία, ο Μονσελάς μπήκε στο αυτοκίνητο έφτασε έως την περιοχή του Κουβαρά, όπου και το εγκατέλειψε και συνέχισε πεζός. Όταν βρέθηκε σε κεντρικό δρόμο έκανε οτοστόπ και κατέληξε στη Γλυφάδα. Από εκεί πήρε ταξί για να πάει στη δουλειά του, καθώς ξεκίναγε η βάρδιά του.
Στο μεταξύ το πτώμα της Βαγενά είχε εντοπιστεί από τις Αρχές και η έρευνα τους είχε οδηγήσει στον Μονσελά, ο οποίος δεν ομολόγησε την πράξη του από την αρχή. Αρχικά είπε στους αστυνομικούς ότι την προηγούμενη νύχτα είχε βρεθεί στην Πάτρα και είχε πάει στη δουλειά του αμέσως μετά την επιστροφή του. Όσο προχωρούσε η κατάθεσή του ο Μονσελάς έπεφτε σε αντιφάσεις, μέχρι που αναγκάστηκε τελικά να ομολογήσει την πράξη του.
«Ό,τι έκανα το έκανα από οίκτο»
«Ό,τι έκανα το έκανα από οίκτο προς τη Γιόλα», επαναλάμβανε στους αστυνομικούς, ενώ ισχυρίστηκε πως προσπάθησε να μην τη σημαδέψει θανατηφόρα, αλλά να της προξενήσει επιπόλαιο τραύμα. «Πίστευα ότι δεν θα πέθαινε και ότι μετά από αυτό θα μετάνιωνε και δεν θα με ξαναενοχλούσε, ο δε σύζυγός της, στον οποίο είχε πει ότι θα αυτοκτονούσε, θα την έπαιρνε στα σοβαρά και θα ξανασμίγανε».
Η Γιόλα Βαγενά όμως ήταν νεκρή.
Η δίκη και η φυλάκιση
Η υπόθεση της δολοφονίας της Βαγενά ήταν πρωτοφανής για τον τότε δικαστικό κόσμο. Η δολοφονία κατά παραγγελία έφερε σε δύσκολη θέση δικαστές και ενόρκους. Το αξιοσημείωτο είναι πως η εισαγγελέας εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ εναντίον του συζύγου του θύματος. Τον θεώρησε υπεύθυνο για τα ψυχικά προβλήματα της άτυχης οδοντιάτρου και τόνισε την αδιαφορία του όταν έμαθε για τις τάσεις αυτοκτονίας που εκδήλωνε η πρώην σύζυγός του.
Η απόφαση για τον Μονσελά ήταν καταδικαστική: 12 χρόνια και 9 μήνες ήταν η ποινή που του επιβλήθηκε. Συνυπολογίστηκε ο πρότερος έντιμος βίος του δράστη, αλλά και το γεγονός ότι δεν είχε πληρωθεί για το έγκλημά του.
«Πιστεύω ότι ο Θεός και η Γιόλα με έχουν δικαιώσει» είπε ο κατηγορούμενος αμέσως μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας, ενώ ανέφερε ότι η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν σωστή. Παρόλαυτα άσκησε έφεση και κέρδισε τρεις μήνες αφού το δικαστήριο μείωσε την ποινή του σε 12 χρόνια και 6 μήνες.
Η κοινή γνώμη και μέρος του τύπου της εποχής χαρακτήρισαν επιεική την ποινή.
Ο Ματθαίος Μονσελάς αποφυλακίστηκε στις 30 Δεκεμβρίου του 1998. Όταν προσπάθησε να συνεχίσει τη ζωή του, αναζητώντας εργασία όντας πρώην κατάδικος δεν τα κατάφερε. Το 2011 ζούσε με άλλους άστεγους σε σπηλιές στο λόφο του Φιλοπάππου.
Πηγή: in.gr