Υπάρχει ένας νέος όρος που κυκλοφορεί εσχάτως. Γίνεται αφορμή για καλογραμμένα άρθρα στις ξένες εφημερίδες, ανακυκλώνεται από τις μεταφράσεις των ελληνικών μέσων, ακούγεται να συζητιέται στις πρόσφατα σχετικά ελεύθερες εξόδους μας. Έχετε νιώσει, λέει, το διάστημα της πανδημίας και του παρατεταμένου λοκντάουν μια αίσθηση στασιμότητας και κενού; Έχετε χάσει τη συγκέντρωσή σας; Σας λείπει ο ενθουσιασμός για ο,τιδήποτε; Είστε κατηφείς, μαραμένοι, χωρίς σκοπό; Δεν είναι burnout, γιατί δεν σας λείπει η ενέργεια. Δεν είναι κατάθλιψη, γιατί δεν νιώθετε απόγνωση. Τι είναι;

Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Corey Keyes, τον οργανωσιακό ψυχολόγο και συγγραφέα Adam Grant και το πρόσφατο άρθρο του τελευταίου στους New York Times, υπάρχει λέξη για αυτό. Στα αγγλικά είναι “languishing”, στα ελληνικά ποικίλλει. Άλλοι το λένε στασιμότητα, άλλοι μαρασμό, άλλη μια αίσθηση ματαιότητας και κενού. Πάντως, λένε, αποτελεί επίσημο όρο και θεωρείται το παραμελημένο μεσαίο παιδί της ψυχικής υγείας -κάπου ανάμεσα στην άνθιση και την κατάθλιψη. Και παρότι είχε περιγραφεί προ πανδημίας, φαίνεται πως αποτελεί το κυρίαρχο συναίσθημα αυτής της περιόδου. Χτύπησε απρόσμενα κάποιους καθώς το πρώτο σοκ του περασμένου έτους άρχισε να εξασθενεί. Καθώς η πανδημία συνεχίζεται, η κατάσταση παρατεταμένης αγωνίας έχει οδηγήσει σε μια χρόνια κατάσταση στασιμότητας, κάποιου μαρασμού.

Κι είναι βέβαια επικίνδυνο, επισημαίνουν, καθώς δεν αντιλαμβάνεσαι την κρισιμότητα της ψυχολογικής σου κατάστασης, είσαι αδιάφορος για την αδιαφορία σου, οπότε δεν αναζητείς βοήθεια. Νέα στοιχεία από την Ιταλία δείχνουν ότι όσοι βιώναν αυτό το συναίσθημα την άνοιξη του 2020 είναι τρεις φορές πιο πιθανό να διαγνωστούν με διαταραχή μετατραυματικού στρες τώρα. Και στο πλαίσιο αυτής της δημοσιογραφικής εκ του μακρόθεν ψυχανάλυσης, δίνονται και αντίδοτα. Η απορρόφηση, λένε, σε προκλήσεις, πρότζεκτ, δραστηριότητες, στιγμιαίους έστω δεσμούς με πράγματα που θα δώσουν μια ροή, ένα αίσθημα σκοπού. Εξού και η μανία που έζησε η ανθρωπότητα με την παρασκευή ψωμιού, τα μαγειρέματα, τα νέα χόμπι, την ξαφνική ανάγκη να μάθουμε κιθάρα στα 45 ή κεραμεική στα 38. Όσοι απορροφήθηκαν από τις δραστηριοτητές τους, κατάφεραν να αποφύγουν το μαρασμό.

Βγείτε τώρα από αυτό και σκεφτείτε το καθαρά. Ενάμισι χρόνο πριν, η ζωή όπως την ξέραμε άλλαξε. Ένας δυνητικά επικίνδυνος ιός, εξαιρετικά μεταδοτικός, μπήκε στη ζωή μας. Εκτός από τον φόβο, τη θλίψη, την απώλεια και την αγωνία που δημιούργησε, τα πάντα μπήκαν στο pause για αρκετό καιρό. Δουλειές, σχέσεις, επαφές, έξοδοι, η καθημερινότητα -καλή ή κακή- που γνωρίζαμε όλοι μας έως τότε. Ένας νέος κόσμος γεννήθηκε, εντελώς διαφορετικός από αυτόν που ξέραμε, με αποτέλεσμα συχνά να μην μπορούμε καν πια να θυμηθούμε πως ήταν πριν. Βλέπουμε ταινίες στην τηλεόραση με κόσμο να συνωστίζεται και νιώθουμε πανικό. Ανοίγει η εστίαση μετά έξι μήνες και αισθανόμαστε αμηχανία, ίσως και φόβο. Θα μπορέσουμε να ξαναστριμωχτούμε μπροστά σε μια μπάρα -ακόμα και μετά το εμβόλιο; Θα ξαναπιούμε ποτέ από το ποτό του διπλανού; Θα φιλάμε σταυρωτά τους φίλους μας κάθε φορά που συναντιόμαστε;

Τι περιμέναμε, άρα; Δεν θα υπήρχε κάποια ψυχολογική επίπτωση; Και είναι το languishing, όπως περιγράφεται τώρα, σαν ένα ψυχοσυναισθηματικό meh, η χειρότερη εκδοχή; “Ο όρος αυτός έχει εισαχθεί από ανθρώπους που δεν είναι θεραπευτές”, λέει η Αγγελική Σουμάνη, ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια. «Ο Keyes είναι κοινωνιολόγος κι ο Grant οργανωσιακός ψυχολόγος, business psychologist δηλαδή, ο οποίος κυρίως εργάζεται σε εταιρείες και αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η αποδοτικότητα των εργαζομένων. Για εκείνον λοιπόν, όταν ένας άνθρωπος χάνει τη συγκέντρωσή του και δεν μπορεί να διεκπεραιώσει την εργασία του, αυτό είναι πρόβλημα». Δεν είναι γενικά πρόβλημα; «Στην ψυχοθεραπεία όταν ένας άνθρωπος καλείται να προσαρμοστεί σε μια νέα κατάσταση, σε μια κρίση, τότε μπαίνει σε μια φάση αναπροσαρμογής. Εκεί παγώνει κάποιες δραστηριότητές του και ίσως να μοιάζει πως παγώνουν και κάποιες δυνατότητές του, αλλά στην πραγματικότητα συμβαίνει μια πάρα πολύ σημαντική διεργασία -η προσαρμογή. Αν βλέπουμε τους ανθρώπους μόνο ως προς την παραγωγικότητα, τότε θα πρέπει να προτείνουμε δραστηριότητες, να δώσουμε tips για να μπορέσουν να ξανακάνουν focus εκεί που πρέπει. Όμως τότε πιθανόν να χάσουμε τη δυνατότητα να δούμε τον άνθρωπο συνολικά.»

Εν ολίγοις με τη θεραπευτική ματιά, αυτό το συναίσθημα έχει μια διάσταση προσαρμοστικότητας. «Εάν το ονομάσουμε παθολογία και το νομιμοποιήσουμε έτσι, πώς θα το αντιμετωπίσουμε θετικά; Δεν είναι ένα σύμπτωμα στο οποίο απλώς χρειάζεται να κάνουμε έναν αντιπερισπασμό ώστε να ξαναβρούμε τη συγκέντρωσή μας. Το θέμα είναι να το καταλάβουμε.»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου στο news247.gr

Πηγή φωτό: pexels.com