Μόσιαλος: «Η επόμενη πανδημία θα είναι το πρόβλημα της μικροβιακής αντοχής»
Τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με τις επιπτώσεις της μικροβιακής αντοχής κρούει ο Ηλίας Μόσιαλος μιλώντας για την επόμενη «πανδημία».
Στις σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τομέας της υγείας σε ευρωπαϊκό επίπεδο με κορυφαία την μικροβιακή αντοχή αναφέρθηκε ο Ηλίας Μόσιαλος, καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο Brian Abel-Smith και επικεφαλής του τμήματος δημόσιας υγείας στο LSE, στο πλαίσιο του 1st SFEE Summit που διοργανώνει ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) με κεντρικό θέμα “Επαναπροσδιορίζοντας την Αξία”.
Μικροβιακή αντοχή: Η παγκόσμια απειλή που πρέπει να μας κινητοποιήσει όλους
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης που συντόνισε ο δημοσιογράφος Γιώργος Ευγενίδης, ο Η. Μόσιαλος εξέφρασε την εκτίμηση ότι «η επόμενη πανδημία θα είναι το πρόβλημα της μικροβιακής αντοχής» λόγω της ανθεκτικότητας των μικροβίων αλλά και του γεγονότος ότι στην Ευρώπη «δεν έχουμε αρκετό οπλοστάσιο στα αντιβιοτικά».
Για το λόγο αυτό ο Η. Μόσιαλος τόνισε ότι «χρειάζονται μεγαλύτερες συμπράξεις δημόσιου -ιδιωτικού τομέα», αλλά και μία «σοβαρή επιδημιολογική παρακολούθηση σε παγκόσμιο επίπεδο» με επενδύσεις σε παγκόσμια κέντρα που θα παρακολουθούν τις εξελίξεις στις οικογένειες των μικροβίων.
Ανέφερε επίσης ότι θα χρειαστούν περισσότερα κεφάλαια, ώστε αν υπάρξει νέα πανδημία να έχουμε εμβόλιο πολύ πιο σύντομα. Επίσης τόνισε ότι «Η λύση για την επόμενη πανδημία είναι οι συμπράξεις δημόσιου- ιδιωτικού τομέα με την προϋπόθεση ότι υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον».
Αναφερόμενος στην χρήση και στις δυνατότητες που δίνει η Τεχνητή Νοημοσύνη στον τομέα της υγείας, ο Η. Μόσιαλος είπε: «Η Τεχνητή Νοημοσύνη έχει έρθει. Στην Ελλάδα έχει συσταθεί μία συγκεκριμένη επιτροπή για το θέμα αυτό, ωστόσο σε αυτή την Επιτροπή δεν μετέχει κανένας εκπρόσωπος από τον τομέα της υγείας, παρότι το 30% των συνολικών δεδομένων στην ΤΝ προέρχεται από τον χώρο της υγείας».
Εξέφρασε επίσης στη συνέχεια, την εκτίμηση ότι η Ελλάδα «θα μπορούσε να έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στον τομέα της αξιοποίησης της τεχνητής νοημοσύνης στον τομέα της υγείας και να βρίσκεται στην πρωτοπορία των επενδύσεων», καθώς διαθέτει ένα ενιαίο ασφαλιστικό ταμείο (τον ΕΟΠΥΥ) και έναν κοινό φορέα κοινωνικής ασφάλισης (ΗΔΙΚΑ), που συγκεντρώνουν τα ιατρικά δεδομένα από το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού.
Όπως τόνισε ο ίδιος, η Ελλάδα χρειάζεται παράλληλα και μία εθνική βιοτράπεζα. Σε συνεργασία με ένα ερευνητικό κέντρο που θα επεξεργάζεται αυτά τα δεδομένα, με ιδιωτικούς φορείς και με τις εφαρμογές υγείας των πολιτών, τα δεδομένα αυτά θα μπορούσαν να αποτελούν μία πολύτιμη δεξαμενή που θα μπορούσε να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, καθώς «οι εταιρείες θέλουν να έχουν δεδομένα».
Ο Η. Μόσιαλος αναφέρθηκε επίσης στην ανάγκη, η Ελλάδα να αξιοποιήσει το σημαντικό μέρος του ιατρικού προσωπικού που έχει μεταναστεύσει στο εξωτερικό την περίοδο της κρίσης, αναπτύσσοντας συνέργειες με τους επιστήμονες και τα ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού όπου απασχολούνται.
Σε ό,τι αφορά στις μεγάλες προκλήσεις στον τομέα της υγείας τα επόμενα χρόνια, ο Η. Μόσιαλος αναφέρθηκε στην αυξημένη πιθανότητα να υπάρχουν συννοσηρότητες ή πολλαπλά νοσήματα όχι μόνο στις μεγάλες ηλικίες, αλλά κυρίως στον εργαζόμενο πληθυσμό.
Όπως τόνισε, «Αυτό πρέπει να το επικοινωνήσουμε στην πολιτική ηγεσία» συμπληρώνοντας ότι «Η υγεία μπορεί να είναι σημαντικός παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης.
Πρέπει να φροντίσουμε να προβλέψουμε την ανάπτυξη συννοσηρότητας στις νεότερες ηλικίας με προγράμματα προληπτικής ιατρικής που πρέπει να επεκταθούν πέρα από τους καρκίνους σε περιπτώσεις όπως για παράδειγμα της νεφρικής νόσου.»
Μεγάλες προκλήσεις για την υγεία συνιστούν επίσης η κλιματική κρίση, αλλά και η μεταναστευτική κρίση η οποία θα οδηγήσει σε ανάπτυξη μεγαλουπόλεων, χωρίς σωστούς υγειονομικούς σχεδιασμούς.
«Δημιουργούνται εκρηκτικές καταστάσεις με συνύπαρξη πολλών ανθρώπων σε μικρούς χώρους και συνύπαρξη με ζώα» προειδοποίησε ο Η. Μόσιαλος συμπληρώνοντας ότι «οι πιθανότητες για μία νέα πανδημία πολλαπλασιάζονται».
Ο Η. Μόσιαλος παρατήρησε τέλος, ότι στην Ευρώπη υπάρχει μία «πολιτική κόπωση» σε ό,τι αφορά στα θέματα προστασίας της δημόσιας υγείας μετά την πανδημία.
Παρόλα αυτά, τον Ιανουάριο του 2025 ξεκινά στην Ευρώπη η «κοινή κλινική αξιολόγηση καινοτόμων θεραπειών», με την αρχή να γίνεται με προϊόντα που έχουν σχέση με τον καρκίνο.
«Η χώρα μας θα πρέπει να βρίσκεται στην πρωτοπορία αυτής της διαδικασίας» τόνισε ο Η. Μόσιαλος, συμπληρώνοντας ότι «Πρέπει να αναβαθμιστούν τα αρμόδια θεσμικά όργανα σε επίπεδο δεξιοτήτων με παράλληλη αξιοποίηση των Ελλήνων που βρίσκονται στο εξωτερικό ώστε να μην είμαστε ο φτωχός συγγενής και να συμμετέχουμε και οι ίδιοι στη διαδικασία των αξιολογήσεων».
Την ανάγκη για τη στήριξη της καινοτομίας στον τομέα της φαρμακευτικής πολιτικής τόνισε στη συνέχεια ο Ολύμπιος Παπαδημητρίου, Πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ), κηρύσσοντας την έναρξη του 1st SFEE Summit.
«Απουσιάζει από την φαρμακευτική πολιτική της χώρας η αναγνώριση της καινοτομίας κατά τη λήψη αποφάσεων» τόνισε ο Ο. Παπαδημητρίου σημειώνοντας παράλληλα ότι «πρέπει να δημιουργήσουμε από κοινού με την πολιτεία ένα φιλικό προς την καινοτομία περιβάλλον».
«Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε είναι πολλές» παραδέχθηκε στη συνέχεια, ενώ παρουσίασε παράλληλα το σημαντικό ρόλο του φαρμακευτικού κλάδου στην ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι 60 εταιρείες-μέλη του ΣΦΕΕ καλύπτουν το 90% της αγοράς φαρμάκου και προσφέρουν 108 χιλιάδες θέσεις εργασίας, παράγοντας το 3,4% του εθνικού ΑΕΠ παράγοντας ετησίως 6,2 δισεκατομμύρια ευρώ.
«Συνεχίζουμε την έρευνα και ανάπτυξη νέων και καθιερωμένων φαρμάκων ώστε η πρόσβαση των πολιτών στα φάρμακα να είναι όλο και καλύτερη», υπογράμμισε χαρακτηριστικά ο Ο. Παπαδημητρίου.
Αναφερόμενος στους στόχους του 1st SFEE Summit εξήγησε ότι αποτελεί «μία προσπάθεια του ΣΦΕΕ να αποκτήσει τη δική του πλατφόρμα θεσμικού διαλόγου με την πολιτεία και τους αρμόδιους φορείς για συναίνεση στις μεγάλες προτεραιότητες όπως η ανάπτυξη της καινοτομίας.
Σήμερα θα επιδιώξουμε να επαναπροσδιορίσουμε την αξία του κλάδου» ανέφερε.
Το συνέδριο πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του Υπουργείου Υγείας, της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Φαρμακευτικών Βιομηχανιών και Ενώσεων (EFPIA) και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Πηγή:dnews