της Νένας Μεϊμάρη

Πού είναι οι παλιές καλές ημέρες στη ζωή μας; Πού είναι και στα ταξίδια μας;

Μιλάω για τις ημέρες πριν το ατύχημα με τους δίδυμους πύργους. Πολύ πριν την πανδημία.

Τότε που το όλο travel industry γνώριζε τους πελάτες του με το μικρό τους όνομα. Τότε που γνώριζε τα χούγια μας, τα καλά μας και τις ιδιοτροπίες μας. «Η Νένα Μεϊμάρη δεν ταξιδεύει ποτέ με charter». Πάντα γινόταν κάτι και μας φρόντιζαν σε προσωπικό επίπεδο.

Με ένα τηλεφώνημα και εξηγώντας ότι με ζαλίζουν οι πίσω θέσεις του αεροπλάνου, μου έβρισκαν θέση μπροστά και ας ήταν γεμάτη η καμπίνα. «Είσαι καλά τώρα, πες μου αν χρειάζεσαι κάτι και βάλε αυτή την καραμέλα στο στόμα σου, η ζάχαρη βοηθάει στη ζαλάδα», μου είπε η φιλική αεροσυνοδός μετά την απογείωση σ’ ένα από τα ταξίδια. Και επειδή το ταξίδι ήταν μεγάλο και εκτίμησα το service, της αγόρασα ένα κουτί σοκολάτες από το in-flight service (duty free) προς ένδειξη ευγνωμοσύνης. Μ’ αγκάλιασε και τις έδειχνε στην καμπίνα.

Αχ πόσο επιθύμησα τα προσωπικά, φιλικά και ανθρώπινα ταξίδια! «Μπορώ να έχω καφέ ντεκαφεϊνέ, παρακαλώ;» ζήτησα μια φορά και μαζί με τον καφέ μου ήρθαν μια χούφτα σοκολατάκια-ελβετικά- αυτά που θέλεις να τα τελειώσεις όλα μέσα από τη σακούλα.«Πες μου αν θέλεις κι άλλα», με ρώτησε. «Ευχαριστώ πολύ», της απάντησα.

Ήταν τότε που τηλεφωνούσες στην εταιρεία μερικές ημέρες πριν το ταξίδι σου για να ζητήσεις “special meal”, vegan ή οτιδήποτε άλλο. Στο σερβίρισμα σου το έφερναν πρώτα, λέγοντας «καλή όρεξη, Νένα» και έπαθα ένα μικρό σοκ την πρώτη φορά γιατί δεν περίμενα το cabin crew να γνωρίζει το πρώτο μου όνομα.

Υπήρχε και μια εποχή που η τότε Swiss Air, σημερινή Swiss, σέρβιρε βιολογικά γεύματα πάρα πολύ νόστιμα.

Εκείνη την εποχή ήταν επίσης που παίρναμε την πρωινή πτήση της American Airlines από Βοστόνη για Λος Άντζελες γιατί το πρωινό ήταν απίστευτα ωραίο. Αυγά, μπέικον, τυράκι, ψωμί, δημητριακά, muffin, φρούτο, χυμός, δυνατός καφές ή τσάι και ο πιλότος να μας εύχεται καλή όρεξη.

The good old days!

Όταν οι αεροπορικές εταιρείες μας επέτρεπαν να έχουμε και μία ή δύο έξτρα βαλίτσες. Και τι δεν κουβαλούσαμε από την Ελλάδα τότε. Τυριά, ελιές, χαλβά, ελληνικό καφέ, ελαιόλαδο, ρίγανη, βουνίσιο τσάι, παστέλια, γλυκά του κουταλιού μέχρι και σάλτσα της μαμάς μου. Να μην ξεχάσω και τις καραμέλες γάλακτος αγελαδίτσα, ξέρετε αυτές τις γλυκιές Toffee που μέχρι σήμερα θέλω να τις έχω στο σπίτι μου.

Άνοιγαν τις βαλίτσες μας οι υπάλληλοι στα customs και έριχναν μια ματιά στα προϊόντα μας. «Εσείς οι Έλληνες κουβαλάτε ολόκληρα supermarket», έλεγαν και τις έκλειναν. “Yes, we do!” Ώσπου ήρθαν τα ελληνικά supermarket και σταμάτησε το κουβάλημα.

Τι ωραία χρόνια!

Πήγαινα στο αεροδρόμιο να πάρω τον Ιγνάτιο που ταξίδευε πολύ συχνά. Έδειχνα την άδεια οδήγησης μου στα παιδιά του security και μου επέτρεπαν να μπω μέχρι την πύλη (gate). «Πάλι ταξιδεύει αυτός. Και τον εμπιστεύεσαι», με πείραζαν. “Of course I do, he is a fine boy”, έλεγα και γελούσαμε. Με ρωτούσαν για την Ελλάδα και εγώ για τις δικές τους πατρίδες.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι σ’ αυτή την ζωή τίποτα δεν μένει το ίδιο. Στα 42 χρόνια της περιήγησής μου είδα τα πράγματα να αλλάζουν αρκετές φορές. Και ενώ αναπολώ τις παλιές, καλές ημέρες, περιμένω με ανυπομονησία να δω πώς θα εξελιχθεί το όλο travel industry μετά την πανδημία. Είμαι βέβαιη θα είναι κάτι ξεχωριστό, καινούριο με φρέσκιες εκπλήξεις. Και εμείς οι ταξιδιώτες έτοιμοι να προσαρμοστούμε και να υποδεχτούμε τα νέα δεδομένα.

It’s travelling after all!!!