Νένα Μειμάρη: Γνωρίζουμε από κοντά τον μουσικό και συνθέτη Κανάρη Κεραμάρη
Γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη από πολύ νωρίς. Ως λάτρης της μουσικής, σπούδασε στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο Kingston του Λονδίνου, δίνοντας έμφαση πάντα στη μουσική και τη σύνθεση.
Η δουλειά του βραβεύτηκε επανειλημμένα και το πλούσιο ρεπερτόριό του εκπροσωπείται, πλέον, από την Musicentry.
Σήμερα, είναι καθηγητής θεωρητικών ευρωπαϊκής μουσικής στο Μουσικό Σχολείο Κατερίνης.
Ευγενικός, συνεπής και άκρως συνεργάσιμος! Δε δυσκολεύτηκα να αντιληφθώ το πάθος του για τη μουσική.
Τον ευχαριστώ για αυτή τη συνεργασία μας και του εύχομαι να συνεχίζει να συνθέτει και να εμπλουτίζει τη ζωή μας με την όμορφη μουσική του!
Με τον Γιώργο Πολυχρονιάδη που παίζει Yayli Tambur στο Μέγαρο Μουσικής
2. Απόσπασμα από την μουσική παράσταση “Η προς Ιωνίαν Κατάβασις”.
Υ.Γ. Μπορείτε να ακούσετε παρακάτω μουσική του συνθέτη και να τον ακολουθήσετε μέσα από την ιστοσελίδα του https://www.youtube.com/watch?
https://www.kanariskeramaris.
-Κανάρη, θα ήθελα να αρχίσω από τα παιδικά σου χρόνια. Θα πρέπει να μεγάλωσες με τη μουσική μόνιμα στην καθημερινότητά σου. Τι σε επηρέασε τόσο, ώστε να ακολουθήσεις αυτό το δρόμο;
-Θυμάμαι μικρό τον εαυτό μου να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας στην οδό Μαζαράκη 9 της Αλεξανδρούπολης και να σφυρίζει ή να αυτοσχεδιάζει μελωδίες με αγγλικό στίχο. Με ό,τι λέξεις μου έρχονταν στο μυαλό, δηλαδή. Οι γονείς μου ακούγανε μουσική πολύ συχνά, αλλά δεν υπήρχε το ερέθισμα από κάποιο κοντινό πρόσωπο, που να παίζει μουσικό όργανο. Η μητέρα μου, ωστόσο, θεωρούσε πολύ σημαντικό για την καλλιέργειά μου, την ενασχόλησή μου με κάποιο μουσικό όργανο. Και ενώ, εκείνη είχε μιαν αγάπη για την κιθάρα, εγώ επέλεξα ένα δίσκαλο αρμόνιο, που είχα δει στη βιτρίνα του γειτονικού μας καταστήματος. Νομίζω πάντως, ότι γεννήθηκα με την αγάπη για τη μουσική. Η μητέρα μου, μου περιγράφει το εξής γεγονός: στον παιδικό σταθμό που πήγαινα, καθόμουν σε μια γωνιά μόνος μου και τραγουδούσα. Τουλάχιστον, αυτό της έλεγε η δασκάλα. Επίσης, έντονο μουσικό βίωμα για εμένα, ήταν το νανούρισμα που μου τραγουδούσε κάθε βράδυ η γιαγιά μου η Ευστρατία και το οποίο θυμάμαι μέχρι και σήμερα.
-Οι σπουδές σου άρχισαν με μαθήματα στο Κρατικό Ωδείο. Δε σταμάτησες όμως εκεί. Μοιράσου μαζί μας, το τι έγινε στη συνέχεια.
-Στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης ξεκίνησαν, επίσημα, οι τακτικές μουσικές μου σπουδές. Ωστόσο, με το πιάνο και τα θεωρητικά είχα ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Οφείλω πολλά στο δάσκαλό μου, Νίκο Βασιλείου (πιανίστας και μαέστρος της Λυρικής Σκηνής), ο οποίος ασχολήθηκε μαζί μου, με πολλή αγάπη, το χρονικό διάστημα που ήμουν γραμμένος στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών. Στο Κ.Ω.Θ, συνέχισα στα 17 μου, με σπουδές ανώτερων θεωρητικών και αργότερα πιάνου, όπου πήρα και το δίπλωμά μου, με καθηγητή τον Πάτροκλο Γεωργιάδη. Παράλληλα, σπούδασα μουσικολογία και μουσική παιδαγωγική στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Α.Π.Θ και αργότερα, σύνθεση στο ίδιο τμήμα, με καθηγητή τον Μιχάλη Λαπιδάκη. Κατά τη διάρκεια των ακαδημαϊκών σπουδών μου, προέκυψε και η ανάγκη να συνεργαστώ με καλλιτέχνες έξω από το χώρο της μουσικής. Έτσι, έγραψα μουσική για το θέατρο, το χορό και τον κινηματογράφο. Καθώς και πολλά παιδικά τραγούδια, τα οποία κυκλοφορούν σε διάφορες εκδόσεις, ως βιβλία-cd. Φυσικά, αναγκάστηκα να ασχοληθώ και με τη μουσική τεχνολογία, για να μπορώ να παράγω ο ίδιος τη μουσική μου.
-Τι αποκόμισες από όλη αυτή την εμπειρία; Τι σου άρεσε περισσότερο; Τι ήταν αυτό, που σε ενέπνευσε να αρχίσεις να γράφεις μουσική;
-Η μουσική για μένα, ήταν ένας τεράστιος κόσμος, που έπρεπε να τον γνωρίσω. Μέσα από τη μουσική, γνώριζα τον εαυτό μου και τους άλλους ανθρώπους. Η μουσική ήταν και είναι πηγή χαράς και συναισθηματική ασπίδα σε κάθε δυσκολία. Όσο έμπαινα πιο βαθιά μέσα της, τόσο μικρότερος ένιωθα. Κάποια στιγμή στα 15 μου, άρχισα να αυτοσχεδιάζω τις δικές μου μελωδίες και σταδιακά, η σύνθεση έγινε ο χώρος της προσωπικής μου έκφρασης και το μέσο, με το οποίο επικοινωνώ με τον κόσμο. Ως έφηβος, έβλεπα με πολύ θαυμασμό τις ζωές των μεγάλων συνθετών, όπως ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν κλπ και οι μουσικές όλων αυτών με ταξίδευαν συναισθηματικά και πνευματικά σε κόσμους πολύ διαφορετικούς. Κάπου εκεί, προέκυψε η ανάγκη να τους «μιμηθώ» και να γίνω το φίλτρο, που «παρέφραζε» τις μουσικές που άκουγε και συνέθετε τις «δικές του». Υπήρξε μεγάλη απομόνωση για να ολοκληρωθεί κάθε έργο, αλλά αυτό σου έδινε χαρά και πληρότητα, ειδικά, όταν υπήρχε θετικό feedback από τους ακροατές. Οι συνεργασίες με άλλους καλλιτέχνες, μου έδιναν και συνεχίζουν να μου δίνουν μεγάλη χαρά. Νιώθω ευγνωμοσύνη που είχα την τύχη να βρεθώ σε αυτό το δημιουργικό μονοπάτι. Βέβαια, δεν είμαι σίγουρος αν το επιλέγουμε ή μας επιλέγει…
-Το μουσικό σου background είναι ποικίλο και δείχνει καθαρά τη δημιουργικότητα που έχει η ψυχή σου. Βγαίνει, λοιπόν, η μουσική, η σύνθεση, οι νότες και όλα αυτά τα «μαγικά» από την ψυχή ή βοηθάει και η όλη εκπαίδευση;
-Είναι αρκετά σύνθετο. Ναι, προκύπτουν όλα από την ψυχή, αλλά οι σπουδές χρειάζονται για να μπορέσεις να μετουσιώσεις μια σκέψη, ένα συναίσθημα, σε μουσική πραγματικότητα. Από την άλλη μεριά, κανείς δε σου διδάσκει να είσαι ο εαυτός σου και η δομή των ακαδημαϊκών σπουδών, καθώς και η ίδια η κοινωνία, όπου ζει κανείς, μπορεί να λειτουργήσουν ισοπεδωτικά, καταπνίγοντας ό,τι γνήσιο έχει να πει η ψυχή.
Φυσικά, υπερασπίζομαι τις ακαδημαϊκές σπουδές, μιας και είναι αυτές που μας τοποθετούν μέσα στην ιστορία, αλλά πάντα υπάρχει ο κίνδυνος, να αποθαρρυνθεί η όποια δημιουργική και αυθόρμητη σπίθα. Είναι μια περιπέτεια η αναζήτηση της προσωπικής φωνής και η τέχνη λειτουργεί, δυστυχώς, πολλές φορές ανταγωνιστικά, σε σημείο που ο καλλιτέχνης, να μην έχει την ησυχία να κοιτάξει βαθιά μέσα του και να δει την πραγματική ανάγκη της ψυχής του. Άρα, όταν γράφουμε ένα νέο έργο, τί ακριβώς κάνουμε; εκφράζουμε ολοκληρωτικά την ανάγκη μας ή κοιτάμε να ικανοποιήσουμε την ανάγκη των ακροατών μας; ή ίσως, να πάρουμε μια καλή κριτική από τους καθηγητές μας; Ο καθένας κάνει τον αγώνα του και θέλει το χρόνο του για να καταλήξει σε μια ουσιαστική σχέση με την τέχνη και τη ζωή, εν τέλει. Σπούδασα πολύ στη ζωή μου (αν και η διαδικασία δεν τελειώνει ποτέ) για να μπορώ χωρίς ενοχές, να γράψω, αν το θελήσω, μουσική με μόνο 3 νότες.
-Μίλησέ μας για το πρώτο σου έργο. Πώς ένιωσες, όταν το άκουσες για πρώτη φορά;
-Σκεφτείτε τη φωτογραφία ενός παιδιού, που μόλις κατάφερε να περπατήσει. Το θεωρούμε τόσο απλό και αυτονόητο, αλλά για το νεαρό άνθρωπο είναι μια τεράστια κατάκτηση. Κάπως έτσι, θα μπορούσα να σκεφτώ την ανάμνηση του πρώτου μου έργου, που παίχτηκε, περίπου πριν από 28 χρόνια, στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Τρομερή λαχτάρα και συγκίνηση. Το χειροκρότημα μετά τις τελευταίες νότες του έργου, είναι αυτό, που σου δίνει τεράστια χαρά και σε ανταμείβει για τον κόπο που έκανες. Θυμάμαι, ήταν ένα πρελούδιο για πιάνο, που ερμήνευσε ο φίλος μου και εξαιρετικό ταλέντο, Δημήτρης Κεραμιδάκης. Βέβαια, καμιά φορά αναρωτιέμαι, αν αυτά τα «μικρά» έργα, έχουν κάποιο αντίκτυπο στον κόσμο μας, αλλά είμαι σίγουρος, ότι είχαν λόγο ύπαρξης στον προσωπικό μου κόσμο…
-Παιδική Όπερα… Ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα! Τι θα μας έλεγες γι’ αυτό; Είμαι περίεργη να μάθω πως ανταποκρίνονται τα σημερινά παιδιά στην Όπερα.
-Στη ζωή μου, προκύπτουν διάφορες αφορμές για δημιουργία. Πριν 15 περίπου χρόνια, μου δόθηκε μία ευκαιρία, να γράψω την πρώτη μου παιδική-σχολική όπερα για το φεστιβάλ: «Παῖς-όπερα», που οργάνωνε η τότε Όπερα Θεσσαλονίκης. Η όπερά μου, βασιζόταν στο κείμενο του Ευγένιου Τριβιζά: «Ο ταύρος που έπαιζε πίπιζα» και αποτέλεσε μια συγκλονιστική εμπειρία, μιας και συμμετείχαν μαθητές δημοτικού σχολείου, χωρίς κάποια ιδιαίτερη μουσική παιδεία. Τα παιδιά είχαν δεχτεί με ενθουσιασμό το project και μετά από πολύ ενδιαφέρουσες πρόβες, ακολούθησαν λίγες παραστάσεις με μεγάλη επιτυχία. Στη συνέχεια, συνέθεσα και την παιδική όπερα: «Το ένοχο παπί», το οποίο μπορείτε να το ακούσετε και στο YouTube σε μορφή demo. Τα παιδιά θα αγαπήσουν την όπερα, αν μπορέσεις να μοιραστείς τον ενθουσιασμό σου μαζί τους. Φυσικά, θα πρέπει να είναι και μία μουσική, που πραγματικά να μπορεί να τους εμπνεύσει. Φέτος, είναι η πρώτη χρονιά που εργάζομαι στο Μουσικό Σχολείο Κατερίνης και συναντάω μαθητές και καθηγητές γεμάτους ενθουσιασμό και δημιουργικότητα. Αν βρεθεί η ευκαιρία, θα ήθελα να συνθέσω ένα μιούζικαλ, που θα παιχτεί μελλοντικά από το σχολείο. Το μιούζικαλ (musical theatre) είναι από τα αγαπημένα μου είδη μουσικής και όνειρό μου είναι να ασχοληθώ σύντομα με αυτό.
-Με το θέατρο και τις ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, τι ακριβώς έκανες; Συνεργάστηκες με καλλιτέχνες, συγγραφείς και σκηνοθέτες. Τι έχεις μάθει από αυτή τη συνεργασία; Ήταν θετική η εμπειρία σου; έχεις βιώσει κάτι αρνητικό;
-Ο κινηματογράφος είναι η μεγάλη μου αγάπη. Έχω γράψει μουσική για αρκετές ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους ( η πιο γνωστή είναι ίσως, η «Έξοδος 1826», του Β. Τσικάρα) και είναι συγκλονιστικό να βλέπεις τις μουσικές επιλογές σου, να οδηγούν την εικόνα σε ένα νέο επίπεδο. Η μουσική είναι πολύ βασική τέχνη στο χώρο του κινηματογράφου, γιατί λέει πράγματα που δε φαίνονται από μόνα τους στην εικόνα και επίσης, οδηγεί σε μια συναισθηματική εμβάθυνση, που κάνει το κινηματογραφικό έργο πραγματικό βίωμα. Ασχολήθηκα πολύ και με τη μουσική θεάτρου, κάτι από το οποίο είχα να μάθω πολλά και εγώ ως συνθέτης, που παρακολουθούσα τις πρόβες. Πολύ ενδιαφέρουσα ήταν και η συνεργασία μου με τους ηθοποιούς, επαγγελματίες και μη.
Ωστόσο, ειδικά στον κινηματογράφο, το παράπονό μου είναι, ότι οι Έλληνες σκηνοθέτες δεν κατανοούν πλήρως την αξία και το ρόλο που έχει η μουσική μέσα στην ταινία. Μια σωστή μουσική μπορεί να απογειώσει την ταινία, ενώ αντίθετα μια λάθος μουσική μπορεί να την καταστρέψει. Ο σκηνοθέτης, οφείλει να είναι και λίγο «μουσικός», ενώ ο συνθέτης, χρειάζεται οπωσδήποτε, να έχει και μία σκηνοθετική ματιά.
Η μουσική πρέπει πάντα να υπηρετεί το όραμα του σκηνοθέτη και εγώ, ως συνθέτης, οφείλω να γίνομαι ο ηχητικός καθρέφτης της εικόνας που μου δίνεται. Η αλήθεια είναι, ότι από όλες τις ειδικότητες του κινηματογράφου, μόνο αυτή του συνθέτη απαιτεί πολυετείς σπουδές, για να μπορέσει να παραδώσει με επιτυχία το δικό του «κομμάτι», σε αυτό το πολύπλοκο πάζλ που λέγεται κινηματογραφική ταινία.
Στην Ελλάδα θεωρώ, ότι ο ρόλος του συνθέτη δεν εκτιμάται δεόντως. Φυσικά, υπάρχει και το εξής πρόβλημα: είναι ελάχιστες οι ελληνικές παραγωγές που έχουν μια αρτιότητα στο σύνολό τους. Γενικά, όμως, είχα την τύχη να έχω καλές συνεργασίες με σκηνοθέτες που με εμπιστεύονταν και εν τέλει, ενέκριναν τις μουσικές που πρότεινα για την κάθε σκηνή του έργου τους. Πάντως, αν ως συνθέτης, είσαι δύσκολος στις συνεργασίες, τότε η μουσική του κινηματογράφου δεν σου ταιριάζει …
Η συνεργασία με συγγραφείς είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Σίγουρα, δεν υπάρχει το άγχος που επικρατεί στην παραγωγή μιας μεγάλης ταινίας. Έχω συνεργαστεί για παράδειγμα με 3 υπέροχους στιχουργούς, την Όλγα Σεχίδου, τη Νίνα Ζαφειρίου και τη Λίλα Στογιάννη, οι οποίες μου έδωσαν στίχους τους, μέσω του εκδότη μας Χρ. Βάρφη και έτσι, μελοποίησα 11 νανουρίσματα και ξυπνήματα, κάποια από τα οποία υπάρχουν και στο YouTube. Η συνεργασία μας ήταν άριστη και συνεχίζουμε ως τώρα να έχουμε πολύ δημιουργική και φιλική σχέση. Οι συνεργασίες για μένα, έχουν πάντα πολλή ομορφιά, παρ’ όλο το ρίσκο του πιθανού ανταγωνισμού και των παρεξηγήσεων.
-Αν είχες την ευκαιρία, τι θα άλλαζες από το χώρο της μουσικής;
-Αν είχα τη δυνατότητα (με ένα μαγικό ραβδάκι;), θα άλλαζα οπωσδήποτε τις υποδομές στα σχολεία. Για παράδειγμα, πολλά χρόνια τώρα, το Μουσικό Σχολείο Κατερίνης στεγάζεται σε προκάτ – λυόμενα κτήρια, χωρίς καμία πρόβλεψη για ηχομόνωση και ηχοαπορρόφηση.
Αυτό θα το ανεχόταν κάποιος, ίσως, για ένα διάστημα ενός χρόνου, μετά από έναν πόλεμο, όπου θα είχαν ισοπεδωθεί τα πάντα. Ακόμη και στη γενική εκπαίδευση, τα κτήρια δεν έχουν καμία σχέση με την καλή ακουστική που χρειάζεται η εκπαίδευση και το μάθημα της μουσικής, πιο ειδικά.
Επίσης, αν εξαιρέσουμε τις αίθουσες συναυλιών που διαθέτει η Αθήνα, στην υπόλοιπη επαρχία, δε συναντάς αίθουσα με καλή ακουστική, ώστε να ακούσεις τη μουσική όπως πρέπει. Η ακρόαση μουσικής είναι ένα συγκλονιστικό βίωμα, αλλά θέλει ειδικές συνθήκες για να πάρει ο ακροατής, όλα εκείνα που μοιράζεται η ψυχή του συνθέτη και του ερμηνευτή. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα στο κομμάτι της μουσικής και ακουστικής παιδείας…Αυτά, όσον αφορά τις υποδομές.
Όσον αφορά την καλλιτεχνική ζωή, θα προσπαθούσα να κάνω γνωστές όλες εκείνες τις μουσικές που μένουν στην αφάνεια, γιατί δεν έχουν τον τρόπο να φτάσουν παντού. Έχουμε, λοιπόν, στην Ελλάδα έναν κρυμμένο πολιτισμό με μαγικές συνθέσεις και υπέροχες ερμηνείες που μένουν στην αφάνεια.
Τέλος, θα ήθελα να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο παραγωγοί και εκδότες αντιμετωπίζουν τους δημιουργούς. Ο δημιουργός και ο καλλιτέχνης εν γένει, στην Ελλάδα, χρειάζεται μεγαλύτερο σεβασμό και αναγνώριση…
-Και μετά από όλα αυτά που έχεις πραγματοποιήσει στη ζωή σου, μέχρι τώρα, ποιό είναι το επόμενο βήμα σου; Ποιό όνειρο και ποιά φιλοδοξία σε συνεπαίρνει; Πού θα ήθελες να βρίσκεσαι σε μερικά χρόνια από τώρα;
-Όπως είπα και πριν, μου αρέσει πολύ το μιούζικαλ και ο κινηματογράφος. Οπότε, αν θα μπορούσα να κάνω μια ευχή, θα ήταν να συμμετέχω σε μια άρτια ευρωπαϊκή ή αμερικάνικη παραγωγή, όπου θα είχα την ευκαιρία να γράψω όμορφη μουσική. Νομίζω, αυτό θα επιθυμούσε κάθε δημιουργός. Κάθε σκαλοπάτι που ανεβαίνει, να τον πηγαίνει λίγο πιο μακριά και ταυτόχρονα λίγο πιο κοντά σε αυτό που έχει ανάγκη η ψυχή του.
*Η Νένα Μεϊμάρη ήταν επί χρόνια εκπαιδευτικός με πλούσιο ακαδημαϊκό υπόβαθρο σε δημόσιο σχολείο της Βοστώνης. Συνταξιούχος, πλέον, ασχολείται με την αρθρογραφία και τον εθελοντισμό. Πρόσφατα δημιούργησε το πρώτο blog για χήρες και στήριξη αυτών με τίτλο Είμαι Χήρα – Έχω Φωνή και ολοκλήρωσε το πρώτο της βιβλίο Σου γράφω γιατί υπάρχεις.