της Νένας Μεϊμάρη

Κάθε φορά που βρισκόμασταν στο Los Angeles, ζητούσα από τον Ιγνάτιο να οδηγήσει στο Glendale (16 χιλιόμετρα έξω από το L.A.) για να ξαναδώ τον περίφημο πίνακα βιτρό – stained glass – του Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Μυστικός Δείπνος. Μια μεγαλοπρεπή αντιγραφή, 30 πόδια πλάτος και 15 πόδια μήκος που αφήνει το φως από το παράθυρο να λάμψει επάνω στις μορφές – οι αγαπημένες μορφές του Χριστού, οι στενοί φίλοι του, αυτούς που δίδαξε με έναν προσωπικό τρόπο.

Μάλιστα δύο αρχαιολόγοι του ιταλικού Petri Center έχουν εκδώσει σε βιβλίο όλη την έρευνα που έχουν κάνει πάνω στο τι έφαγαν εκείνη την ημέρα οι δώδεκα μαθητές με τον Χριστό (Gerusalemme: l’ Ultima Cena).

Δεν σταματάω όμως στον πίνακα. Προχωρώ στην επόμενη σκηνή που είναι η αγαπημένη μου όλων των εποχών. Καμία σκηνή στην Καινή Διαθήκη δεν με συγκινεί τόσο όσο το πλύσιμο των ποδιών.

Η σκηνή δεν υπάρχει στον πίνακα. Τη διαβάζουμε στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, ΙΓ:1-17. Σηκώθηκε, λέει, ο Χριστός, μετά που έφαγε, ζώστηκε μια πετσέτα, έβαλε νερό μέσα στη λεκάνη και άρχισε να πλένει τα πόδια των φίλων του και μετά να τα σκουπίζει με την πετσέτα του. Όταν έφτασε στον Πέτρο, ο οποίος έχει έναν τσαμπουκά επάνω του και δεν δέχεται να πλυθούν τα δικά του πόδια, παίρνει την εξής απάντηση: «Εάν δεν σε νίψω, δεν έχεις μέρος μετ’ εμού». Με άλλα λόγια δεν μπορείς να συνεχίσεις να είσαι φίλος μου.

Εμένα με συγκλονίζει αυτή η λεπτομέρεια. Το απόλυτο παράδειγμα της αγάπης, της τέλειας φιλίας που βρίσκεται στη συγκεκριμένη θέση για να υπηρετήσει, να προσφέρει, να γίνει υπόδειγμα (διαβάζουμε παρακάτω στο κείμενο ότι τους παρακινεί να τον μιμηθούν), να λύσει ένα πρόβλημα της εκείνης στιγμής, να μην αφήσει κανέναν από έξω. No discrimination, no prejudice, no unfairness, no intolerance. Ποιος δεν θα ήθελε να έχει έναν τέτοιο φίλο;

Γιατί το να τους πλύνει τα πόδια δεν ήταν μια τυχαία κίνηση στο κενό. Την εποχή εκείνη ο Χριστός με τους μαθητές του περπατούσαν από πόλη σε πόλη μια και οι αποστάσεις ήταν και παραμένουν μέχρι σήμερα πολύ κοντινές. Τα πόδια μέσα στα σανδάλια γέμιζαν σκόνη. Το πλύσιμο ήταν μια άμεση ανάγκη.

Εσείς έχετε πλένει τα πόδια κάποιου δικού σας; Εγώ έτυχε να το έχω κάνει. Είναι μία πράξη που θυμίζει και λίγο ιεροτελεστία. Είναι και ένας τρόπος να δείξεις στο αγαπημένο σου πρόσωπο ότι θέλεις το καλό του και το ζεστό νερό με το σαπούνι θα τον κάνει να νιώσει καλύτερα. Είναι κι ένας άλλος τρόπος να του πεις σ’ αγαπώ κι ας δηλώνεις φεμινίστρια, πάντοτε βέβαια «ισορροπημένη». Έχει και μία έννοια της ταπείνωσης, της σύντριψης και της παράδοσης μέσα στο γενικό πλαίσιο του καλού που θα ακολουθήσει. Όπως πολύ ωραία το εκφράζει ο Calvin Miller (a prolific Christian writer) “Brokenness and joy often come into our lives together”. Too bloody amazing!

Στο τέλος της υπόθεσης, ο μυστικός δείπνος με το πλύσιμο των ποδιών έφερε τους 12 μαθητές πιο κοντά στον δάσκαλό τους. Η σχέση τους πήγε σε άλλο επίπεδο.

Στις μέρες μας, που δεν έχουμε άμεση ανάγκη πλυσίματος των ποδιών μας (για φανταστείτε, με τα τόσα πεντικιούρ που κυκλοφορούν εκεί έξω) τι θα μπορούσε να κάνει ο Χριστός για εμάς; Τι θα μπορούσε να αγγίξει και ποιον πόνο μας να απαλύνει; Ποιον γρίφο μας να λύσει; Η έλλειψη αγάπης και όχι μόνο που διέπει την κομματιασμένη κοινωνία μας έχει δημιουργήσει σωρηδόν προβλήματα.

Το δικό μου θέμα διαφέρει από το δικό σου αλλά ο Δάσκαλος παραμένει ο ίδιος. Και με τον ίδιο τρόπο μας ψιθυρίζει «Όταν πλένω τα πόδια σου, σου λέω σ’ αγαπώ».

Για βίντεο επιλέγω τη μουσική του Bach με τη χορωδία (180 χρονών ιστορία) του Harvard University. Έχω βρεθεί σε παρόμοια κονσέρτα στο Memorial Church, κατανυκτικά και επίκαιρα για την άγια αυτή εβδομάδα.