Η ταυτότητα του καλοντυμένου άνδρα που ξέβρασε νεκρό η θάλασσα πριν από 74 χρόνια μόλις ανακαλύφθηκε. Το μυστήριο ίσως να λύθηκε.

Ο «άνδρας του Σόμερτον» είναι ένα μεγάλο μυστήριο που απασχόλησε πολλούς και έκανε τις θεωρίες συνωμοσίας να φουντώσουν. Πρόκειται για το πτώμα ενός καλοντυμένου άνδρα που εντοπίστηκε το 1948 σε μια παραλία της Αυστραλίας. Αυτό που έκανε το μυστήριο να φουντώσει ακόμη περισσότερο ήταν το σημείωμα που είχε μαζί του.

Σόμερτον 1η Δεκεμβρίου 1948
Η Τζόαν Γουροκλιφ, όπως έκανε κάθε πρωί, νωρίς νωρίς, φόρεσε τη ζακέτα της, γιατί αν και καλοκαίριαζε στην Αυστραλία, εκείνη τη μέρα είχε ψύχρα, πήρε τα κλειδιά της μαζί με το λουρί του σκύλου της, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού, κοντοστάθηκε, φώναξε «Λουί, έλα» και περίμενε όρθια μέχρι αν έρθει τρέχοντας το λαμπραντόρ της. Ήταν η ώρα της πρωινής βόλτας.

Η Τζόαν περπατούσε κάθε μέρα μαζί με τον Λουί, στην παραλία του Σόμερτον, νοτιοδυτικά της Αδελαϊδας. Μια ήσυχη παραθαλάσσια πόλη που σε λίγες ημέρες θα γέμιζε με λουόμενους.

Έκανε ένα μεγάλο κύκλο, πέρασε μπροστά από τον «Οίκο φιλοξενίας ανάπηρων παιδιών» μετά έστριψε αριστερά στη συμβολή των οδών «Esplanade» με την «Bickford» και μετά θα επέστρεφε στο σπίτι.

Σε εκείνο ακριβώς το σημείο, ο Λουί, σαν να τον χτύπησε αστροπελέκι, στάθηκε. Μύρισε λίγο τον θαλασσινό αέρα και άρχισε να τρέχει προς την ακτή. Η Τζόαν τα έχασε για μια στιγμή και στη συνέχεια άρχισε να φωνάζει το όνομα του. Μάταια, το σκυλί δεν της έδινε σημασία.

Τότε και η Τζόαν άρχισε να τρέχει πίσω από το σκυλί, με μικρά προσεκτικά βήματα γιατί η άμμος της παραλίας τη δυσκόλευε. Φώναζε συνέχεια το όνομα του σκύλου και κάποια στιγμή απογοητεύτηκε και λίγο έλειψε να κλάψει. Νόμιζε ότι ο Λουί είχε βρει κάποια θηλυκιά αδέσποτη και την είχε πάρει στο κατόπι. «Γιατί δεν του φόρεσα το λουρί, γιατί;» σκέφτηκε, αλλά στον επόμενο αμμόλοφο που ανέβηκε, είδε τον σκύλο της μπροστά στη θάλασσα να γαβγίζει και να της κουνάει την ουρά της.

Δίπλα του ήταν κάτι που έμοιαζε με ξαπλωμένο άνδρα. Όταν πλησίασε η Τζόαν είδε πως επρόκειτο για ένα πτώμα που φορούσε ακριβά ρούχα, το οποίο το είχε ξεβράσει η θάλασσα. Πήγε κοντά στον Λουί, του φόρεσε το λουρί του και σχεδόν τρέχοντας επάνω στην άμμο, βγήκε στο δρόμο, πέρασε απέναντι, μπήκε σε ένα κατάστημα που πουλούσε είδη θαλάσσης και τηλεφώνησε στην αστυνομία.

Τα ευρήματα
Σε λίγη ώρα η ήσυχη παραλία του Σόμερτον είχε γεμίσει περιπολικά. Το πτώμα μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο, όπου ο παθολόγος Τόμας Κλίλαντ έκανε την νεκροψία.

Διαπιστώθηκε λοιπόν ότι ήταν ένας άνδρας κοντά στα 40 με 50, που φορούσε ακριβά – πιθανών αμερικάνικα – ρούχα, είχε ύψος 1.80, με γκρίζα μάτια και καφέ μαλλιά που άρχισαν να γκριζάρουν. Οι ώμοι του ήταν φαρδιοί και η μέση του στενοί ενώ τα δάχτυλα και τα νύχια στα χέρια μαρτυρούσαν ότι ο άνδρας αυτός δεν έκανε χειρονακτικές εργασίες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν τα δάχτυλα των ποδιών του τα οποία σχημάτιζαν «σφήνα» όπως τα δάχτυλα ενός χορευτή ή κάποιου που φοράει μυτερές μπότες.

Φορούσε λευκό πουκάμισο. Μια γραβάτα κόκκινη, λευκή και μπλε και καφέ παντελόνι. Κάλτσες και παπούτσια δεν φορούσε. Πάνω από το πουκάμισο φορούσε ένα καφέ πλεκτό πουλόβερ και ένα μοντέρνο γκρι και καφέ σακάκι που κουμπώνει διαγώνια στο στήθος.

Το σακάκι ήταν «αμερικανικής» ραπτικής. Το μυστήριο στα ρούχα του ανθρώπου αυτού ήταν πως είχαν αφαιρεθεί όλες οι ετικέτες τους. Επίσης δεν είχε καπέλο, κάτι που για εκείνη την εποχή – το 1948 – ήταν ασυνήθιστο. Τέλος, τα οδοντιατρικά του αρχεία δεν μπορούσαν να αντιστοιχιστούν με κανένα γνωστό πρόσωπο.

Στις τσέπες των ρούχων του βρέθηκε ένα αχρησιμοποίητο σιδηροδρομικό εισιτήριο δεύτερης θέσης από την Αδελαΐδα προς την παραλία Henley, ένα εισιτήριο αστικού λεωφορείου, και μια στενή χτένα από αλουμίνιο που είχε κατασκευαστεί στις ΗΠΑ.

 

Στις τσέπες του παλτού του βρέθηκαν επίσης, ένα μισοάδειο πακέτο με τσίχλες «Juicy Fruit», ένα πακέτο βρετανικών τσιγάρων «Army Club» που περιείχε επτά τσιγάρα μέσα και ένα πακέτο με σπίρτα «Bryant & May».

Ταυτότητα, διαβατήριο ή κάποιο άλλο έγγραφο που να πιστοποιεί ποιος είναι αυτός ο άνδρας δεν βρέθηκε ποτέ. Η νεκροψία έδειξε επίσης ότι το τελευταίο γεύμα του άνδρα ήταν ένα παστέλι που καταναλώθηκε περίπου τρεις με τέσσερις ώρες πριν από το θάνατο του.

Η μυστική τσέπη και το σημείωμα
Καθώς στο νεκροτομείο έψαχναν τα ρούχα του, ανακάλυψαν ότι στην εσωτερική πλευρά του παντελονιού του νεκρού, υπήρχε ραμμένη προσεκτικά, μια μυστική τσέπη.

Την ξήλωσαν και βρήκαν μέσα διπλωμένο ένα μικροσκοπικό χαρτί με τις λέξεις «Tamam Shud». Άλλο μυστήριο και τούτο. Οι αστυνομικοί άρχισαν να ψάχνουν τι σημαίνει το «Tamam Shud». Τηλεφωνούσαν, κατέβαζαν εγκυκλοπαίδειες, ερευνούσαν αρχεία.

Μέχρι που κάποιος αστυνομικός διαπίστωσε πως το «tamam shud» είναι μια περσική φράση που σημαίνει «τελείωσε». Το μικροσκοπικό χαρτί είχε σκιστεί από το βιβλίο ποιημάτων «Ρουμπαγιάτ» του εξαιρετικού Πέρση φιλόσοφου, στοχαστή, μαθηματικού, αστρονόμου και λογοτέχνη, Ομάρ Καγιάμ που μεγαλούργησε τον 11ο αιώνα. Άλλο μυστήριο και αυτό.

Σε λίγες ώρες εντελώς τυχαία ένας άνδρας όχι πολύ μακριά από την παραλία Σόμερτον, βρήκε ένα βιβλίο πεταμένο επάνω στο σταθμευμένο αυτοκίνητο του. Το παρέδωσε στις αρχές. Ήταν το βιβλίο «Ρουμπαγιάτ» με τη σκισμένη σελίδα.

Οι αστυνομικοί το έκαναν φύλο και φτερό και κάπου ανάμεσα στις σελίδες βρήκαν έναν μισοσβησμένο αριθμό τηλεφώνου. Δίπλα του ήταν γραμμένα μερικά γράμματα μπερδεμένα. Οι αρχές θεώρησαν ότι επρόκειτο για κάποιο κωδικοποιημένο μήνυμα. Μέχρι και κρυπτογράφοι του στρατού χρησιμοποιήθηκαν αλλά και πάλι χωρίς αποτέλεσμα.

Ποτέ στα 74 χρόνια δεν κατάφεραν να το αποκρυπτογραφήσουν. Η σκέψη όμως ότι ο άνδρας ήταν κάποιος κατάσκοπος άρχισε να γεννιέται στο μυαλό τους. Αλλά και πάλι δεν είχαν αποδείξεις. Εξάλλου κοντά στο σημείο που βρέθηκε το πτώμα υπάρχουν δυο ορυχεία Ουρανίου, και μια στρατιωτική βάση.

Τότε η διεύθυνση αστυνομίας της Νότιας Αυστραλίας, αποφάσισε να ζητήσει τη συνδρομή ξένων αστυνομιών. Έστειλε παντού τη φωτογραφία και τα δαχτυλικά αποτυπώματα του νεκρού. Καμία χώρα δεν μπόρεσε να απαντήσει.

Ζήτησε τη βοήθεια του FBI αλλά και της Scotland Yard. Τζίφος, ούτε και εκείνοι μπόρεσαν να βρουν κάποια λύση. Η υπόθεση αν και ύστερα από μήνες μπήκε στο αρχείο εντούτοις συνέχισε να απασχολεί τον κόσμο και όλοι μιλούσαν για τον «άνδρα του Σόμερτον».

Η ταυτότητα
Χρειάστηκε να περάσουν 74 χρόνια μέχρι ο Ντέρεκ Άμποτ, ερευνητής του Πανεπιστημίου της Αδελαϊδας να ανακαλύψει το όνομα του μυστηριώδους άνδρα. Πήρε δείγμα μαλλιών από τα μαλλιά του αγνώστου τα οποία είχαν βάλει σε μια νεκρική μάσκα της αστυνομίας, το ανέλυσε με τη μέθοδο του DNA και σε συνεργασία με την διάσημη για τις γενεολογικές της έρευνες, την Αμερικανίδα Κόλιν Φιτζπάτρικ, εντόπισαν 4.000 ανθρώπους με το ίδιο DNA.

Από αυτούς διαπίστωσαν πως η οικογένεια «Γουεμπ» είχε τα κοντινότερα χαρακτηριστικά. Συνεχίζονταν το ψάξιμο ο ΆΜποτ κατέληξε πως ο νεκρός του 1948, ο «άνδρας του Σόμερτον» ήταν ο Καρλ «Τσαρλς» Γουέμπ, ένας 43χρονος ηλεκτρολόγος μηχανικός και κατασκευαστής οργάνων από το Φούτσκρεϊ της Μελβούρνης. Πάντως ακόμη και μέχρι σήμερα κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά εάν πρόκειται για κατάσκοπο ή εάν πρόκειται για έναν άνδρα που όπως έλεγαν τότε οι κακές γλώσσες ήθελε να τον εκδικηθεί η ερωμένη του και τον σκότωσε.

 

Πηγή: in.gr