Οι αλλαγές στο μάθημα της Ιστορίας στα σχολεία
Τα νέα προγράμματα σπουδών
Τα νέα προγράμματα θα εφαρμοστούν πιλοτικά από τον προσεχή Σεπτέμβριο και παράλληλα θα ξεκινήσει η διαδικασία συγγραφής νέων βιβλίων Ιστορίας.
Σημαντικές αλλαγές εισάγουν τα νέα προγράμματα σπουδών της Ιστορίας από το δημοτικό έως και το λύκειο. Όπως παρουσιάζει η «Κ», εισάγεται νέα κουλτούρα προσέγγισης του μαθήματος στις δύο βαθμίδες, ενώ για πρώτη φορά σε όλο το λύκειο η διδασκαλία του μαθήματος γίνεται θεματική και θα διδαχθεί ένα πρωτοποριακό αντικείμενο με τίτλο «Το εργαστήρι της Ιστορίας».
Τα προγράμματα σπουδών είναι έτοιμα και περιμένουν την έκδοσή τους σε ψηφιακή μορφή ώστε να λάβουν τη μορφή υπουργικής απόφασης και ΦΕΚ. Μιλώντας στην «Κ», ο κ. Ιάκωβος Μιχαηλίδης, καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ και συντονιστής της ομάδας των εκπονούντων τα προγράμματα σπουδών της Ιστορίας, τόνισε ότι τα νέα προγράμματα ενσωματώνουν αρκετές καινοτομίες. Συγκεκριμένα:
• Καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια εξορθολογισμού της ύλης, αφού, σύμφωνα με σχετικές μελέτες, σπάνια μια σχολική τάξη κατορθώνει να ολοκληρώσει τη διδακτέα ύλη μιας σχολικής χρονιάς. Ετσι, περιορίστηκαν ριζικά οι ενότητες και έγιναν αναπροσαρμογές στο περιεχόμενό τους.
• Εισάγεται ενιαία κουλτούρα προσέγγισης της Ιστορίας από την Γ΄ Δημοτικού έως την Γ΄ Λυκείου.
• H διδασκαλία γίνεται με άξονα τον μαθητή. Η εκτεταμένη χρήση εποπτικού υλικού, η ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στη διδασκαλία, η αποφυγή της αποστήθισης και η αξιοποίηση πηγών ανάλογα με την ηλικία των μαθητών έχουν στόχο την κριτική αφομοίωση της ύλης από τους μαθητές.
• Στην αρχή κάθε ενότητας προβλέπεται η εξοικείωση των μαθητών με τον χώρο και τον χρόνο μέσα στον οποίο δρουν τα πρόσωπα και εξελίσσονται τα φαινόμενα της διδακτέας ύλης. Η μέθοδος αυτή αποτελεί τμήμα της γενικότερης θεώρησης των νέων προγραμμάτων σπουδών πως η Ιστορία επικοινωνεί τόσο με τις άλλες ανθρωπιστικές όσο και τις κοινωνικές επιστήμες.
• Στο δημοτικό και στο γυμνάσιο η διάταξη της ύλης ακολουθεί το παραδοσιακό σχήμα Αρχαιότητα – Βυζάντιο (Μέσοι Χρόνοι) – Νεότερη και Σύγχρονη Εποχή. Ομως η αναλογία μεταξύ ελληνικής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας δεν είναι η ίδια. Οι μαθητές στο δημοτικό θα διδάσκονται περισσότερο ελληνική ιστορία, στο γυμνάσιο όμως η έμφαση δίνεται στην ευρωπαϊκή και στην παγκόσμια ιστορία.
• Η διδασκαλία της Ιστορίας σε όλες τις τάξεις του λυκείου γίνεται θεματική, για πρώτη φορά στο σύνολό της στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης.
• Στο μάθημα κατεύθυνσης της Γ΄ Λυκείου εντάσσεται ένα εξίσου πρωτοποριακό αντικείμενο, η διδασκαλία της θεωρίας και της μεθοδολογίας της Ιστορίας, με τον τίτλο «Το εργαστήρι της Ιστορίας».
Οπως εξήγησε στην «Κ» ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) Γιάννης Αντωνίου, τα προγράμματα θα εφαρμοστούν πιλοτικά από τον προσεχή Σεπτέμβριο και, παράλληλα, βάσει αυτών, θα ξεκινήσει η διαδικασία συγγραφής νέων βιβλίων.
Πρόκειται για μία από τις πολλές αλλαγές διαχρονικά στα προγράμματα σπουδών του μαθήματος, το οποίο, λόγω του ιδεολογικού και πολιτικού χαρακτήρα του, γεννά και τις μεγαλύτερες εντάσεις στην πολιτική και πνευματική ζωή του τόπου. Το στίγμα των διαφορετικών οπτικών αποτυπώνουν ο κ. Βασίλης Γούναρης, η κ. Χριστίνα Κουλούρη, ο κ. Σταύρος Ζουμπουλάκης και η κ. Βασιλική Σακκά, στις απόψεις που καταθέτουν στην «Κ».
ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΟΥΝΑΡΗΣ*
Η ειδική αποστολή της Ιστορίας
Το κράτος μας θεμελιώθηκε πάνω στο ιστορικό αφήγημα της αρχαίας Ελλάδας, όπως αυτό είχε εξιδανικευθεί στη Δυτική Ευρώπη. Το όνομα και η επίκληση της Ελλάδας ήταν εγγύηση επιτυχίας. Μεγαλούργησε και καταστράφηκε, κυνηγώντας ένα άλλο αφήγημα, του αυτοκρατορικού Βυζαντίου. Ο ελληνικός εθνικισμός, όπως και άλλοι, συναρτήθηκε με την προαιώνια καταγωγή και την αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια.
Στην εμπέδωση της πεποίθησης αυτής εστιάστηκε η εκπαίδευση, σημαντικό κομμάτι της οποίας ανέκαθεν ήταν η Ιστορία. Τα κεφάλαια κάθε ιστορικού εγχειριδίου εκλαμβάνονται ως αδιάσειστες αποδείξεις ότι κάθε μικρή πατρίδα συμμετείχε σε κάποια φάση της εθνικής συγκρότησης. Γι’ αυτό όλες τους διεκδίκησαν το δικό τους διακριτό κεφάλαιο. Η παγίωση της ιστορικής αφήγησης ως του βασικού κορμού του ελληνικού έθνους ανέδειξε το παρελθόν σε σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο και κονίστρα ανταγωνισμών. Η Ιστορία δεν είναι μόνον ο αναντικατάστατος δεσμός μας. Είναι ο πλέον πειστικός τρόπος για να δικαιολογήσουμε τις επιλογές μας για το παρόν και το μέλλον. Χρειαζόμαστε ένα παρελθόν ανάλογο και συνεπές με το μέλλον που προσδοκούμε, γιατί όλοι οι Eλληνες κατανοούμε την πορεία μας ως μια εξέλιξη χωρίς ασυνέχειες. Αν μάλιστα η τεκμηρίωση είναι ιστορική, τότε τα αντεπιχειρήματα είναι αθέμιτα ή και αντεθνικά· γιατί η ιστορία της Ελλάδας δεν μπορεί παρά να είναι αληθινή. Αλίμονο αν δεν είναι.
Oποιος, λοιπόν, επιθυμεί να κερδίσει το μέλλον πρέπει να επαναπροσδιορίσει το παρελθόν, κατά προτίμηση μέσα από τα προγράμματα σπουδών και τα εγχειρίδια της δημόσιας εκπαίδευσης, στο μέτρο που αυτά διαμορφώνουν την ιστορική μας παιδεία.
Από την άποψη της ιστορικής επιστήμης, η διελκυστίνδα αυτή είναι κατανοητή και μελετημένη, αλλά όχι αποδεκτή. Είναι επίσης δεδομένο ότι ο αγώνας της πολιτικής εκμετάλλευσης του παρελθόντος στην Ελλάδα θα είναι αέναος και εις βάρος του ουσιαστικού πλεονεκτήματος που προσφέρει η ιστορική παιδεία, δηλαδή της κριτικής σκέψης μέσω του νηφάλιου αναστοχασμού. Oμως, όπως υποστηρίχθηκε από την αρχή, η Ιστορία στην πατρίδα μας βρίσκεται σε ειδική αποστολή, η οποία είναι μάταιο να πιστεύουμε ότι θα ανακληθεί. Τι άλλο θα μπορούσε να κρατήσει τους Eλληνες ενωμένους;
* Ο κ. Βασίλης Κ. Γούναρης είναι καθηγητής Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων, πρόεδρος στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΛΟΥΡΗ*
Χρόνια νοσήματα αναζητούν θεραπεία
Γιατί η Ιστορία όπως διδάσκεται στο σχολείο μοιάζει να είναι αναποτελεσματική και να μην αφήνει παρά ελάχιστα ίχνη στις συνειδήσεις των μαθητών; Γιατί, αντί να δυσανασχετούμε για τις ελλείψεις της ιστορικής εκπαίδευσης, εξεγειρόμαστε όποτε θεωρούμε ότι θίγεται η εθνική υπερηφάνεια, όπως στην περίπτωση με το γούρι «Μαντώ Μαυρογένους»; Και, τέλος, γιατί τα προγράμματα σπουδών και τα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας αλλάζουν συνεχώς παραμένοντας τα ίδια; Τα ερωτήματα συνδέονται διότι αφορούν τις χρόνιες παθήσεις της σχολικής ιστορίας, η οποία αναντίρρητα αποτελεί το πλέον συντηρητικό μάθημα, εκείνο που κατ’ εξοχήν αντιστέκεται σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση. Υποβαθμισμένο μέσα στο ωρολόγιο πρόγραμμα αλλά με δυσανάλογη ιδεολογική βαρύτητα, το μάθημα έχει βρεθεί κατά καιρούς στη δίνη «πολέμων» και σφοδρών ιδεολογικοπολιτικών συγκρούσεων. Οι κατά καιρούς υπουργοί διστάζουν να προχωρήσουν σε πραγματική μεταρρύθμισή του –που θα σήμαινε εκσυγχρονισμό και εναρμόνιση με τα διεθνή δεδομένα για την επιστήμη της Ιστορίας– λόγω του πιθανού πολιτικού κόστους, εφόσον ποικίλες ομάδες πίεσης δραστηριοποιούνται σε κάθε ενδεχόμενο αλλαγής της Ιστορίας «όπως τη μάθαμε». Εξάλλου, αυτές οι ομάδες έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικές σε περιπτώσεις επιχειρούμενων αλλαγών.
Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις για χρόνια νοσήματα. Ωστόσο, γνωρίζοντας τις αιτίες και τα συμπτώματα, μπορούμε να προτείνουμε μέτρα. Κατ’ αρχάς, είναι απαραίτητο να αποδεσμευτεί η διδασκαλία της Ιστορίας από τον κρατικό συγκεντρωτισμό. Δεν μπορεί να υπάρχει ένα και μοναδικό σχολικό εγχειρίδιο που εγκρίνεται και διανέμεται από το κράτος. Δεύτερον, θα πρέπει οι ακαδημαϊκοί ιστορικοί, που είναι εξειδικευμένοι στη Διδακτική της Ιστορίας, να εμπλακούν πιο ενεργά στη συγγραφή των αναλυτικών προγραμμάτων. Τρίτον, είναι απαραίτητη η συνεχής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στα σύγχρονα πορίσματα της Ιστορίας και της διδακτικής της και να μην αναπαράγουν πεποιθήσεις που προέρχονται από τα δικά τους σχολικά χρόνια. Τέλος, η διδασκαλία της Ιστορίας πρέπει να ανανεωθεί ριζικά ώστε η αξιολόγηση των μαθητών να μη βασίζεται στην αποστήθιση αλλά στην κριτική τους ικανότητα.
* Η κ. Χριστίνα Κουλούρη είναι ιστορικός, πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ*
Η αφήγηση αποτελεί τεράστια κριτική λειτουργία
Για το αντιλεγόμενο σε όλο τον κόσμο μάθημα της Ιστορίας στην εκπαίδευση, σημειώνω τρεις σύντομες παρατηρήσεις:
Πρώτον: Ο κύριος άξονας του μαθήματος στο ελληνικό σχολείο δεν μπορεί παρά να είναι η ελληνική Ιστορία, πράγμα που σημαίνει τήρηση του επιβεβλημένου τριμερούς σχήματος: αρχαία Ελλάδα, Βυζάντιο, νεότερη Ελλάδα. Εθνική Ιστορία δεν σημαίνει ούτε εθνικιστική ούτε φρονηματιστική. Η Ιστορία αυτή δεν μπορεί να κατανοηθεί σωστά, αν δεν ενταχθεί σε ευρύτερο πλαίσιο. Παράδειγμα (ένα από τα πάμπολλα): Η Επανάσταση του 1821 μένει ακατανόητη, αν αγνοούμε την οθωμανική και την ευρωπαϊκή ιστορία των χρόνων εκείνων. Διδασκαλία της παγκόσμιας Ιστορίας δεν σημαίνει να διδάξουμε την ιστορία όλων των λαών του πλανήτη. Η ουσιαστική διδασκαλία της προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κεντρικού άξονα (η ελληνική Ιστορία, εν προκειμένω), με βάση τον οποίο εντάσσεις σε ευρύτερα ιστορικά πλαίσια και συσχετίζεις.
Δεύτερον: Η εθιμοτυπική κριτική στο ελληνικό σχολείο ότι καλλιεργεί την παπαγαλία στρέφεται και κατά της ανάγκης να μάθει ο μαθητής γεγονότα –«χρονολογίες» τα λένε, για να υποβαθμίσουν τη σημασία τους– και πρόσωπα. Μα τι είδους ιστορική κριτική σκέψη μπορεί να αναπτύξει εκείνος που δεν ξέρει πότε έδρασε ο Περικλής και πότε ο Μέγας Αλέξανδρος; Τα γεγονότα είναι επίμονα και πεισματικά. Η ιστορική γνώση δεν μπορεί ποτέ να τα προσπεράσει. Αν ο μαθητής δεν έχει στο κεφάλι του το χρονικό διάγραμμα των γεγονότων, δεν μπορεί να εντάξει στον χρόνο αυτά που μαθαίνει, όλα γίνονται ένα μπερδεμένο κουβάρι.
Τρίτον: Διδασκαλία της Ιστορίας σημαίνει αφήγηση. Η αφήγηση δεν κάνει απλώς θελκτικότερο το μάθημα και τους μαθητές να στυλώνουν τα μάτια και τα αυτιά τους, αλλά οργανώνει το χάος των ιστορικών δεδομένων, δίνει συνοχή και ενότητα στη διάσπαρτη ιστορική ύλη. Από πού κι ώς πού η αφήγηση στρέφεται κατά της κριτικής σκέψης; Δεν αποτελεί τεράστια κριτική λειτουργία το να επιλέξεις από ένα αμέτρητο υλικό τι θα κρατήσεις για να αφηγηθείς;
Καταληκτικά: Η διδασκαλία της Ιστορίας δεν αποσκοπεί να καλλιεργήσει στους μαθητές μια κούφια εθνική έπαρση, αλλά να τους οδηγήσει σε μια πρώτη κατανόηση ότι η Ιστορία μάς καθορίζει και την καθορίζουμε και ότι, ως ανθρώπινη δημιουργία ακριβώς, έχει και φως και σκοτάδι και όλες τις ενδιάμεσες ανάμεσα στα δύο άκρα διαβαθμίσεις. Αυτή η συνειδητοποίηση μπορεί να οδηγήσει με τη σειρά της στην ιστορική σεμνότητα και στην ηθική εγρήγορση.
* Ο κ. Σταύρος Ζουμπουλάκης είναι φιλόλογος και συγγραφέας.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΑΚΚΑ*
Η εκπαίδευση διστάζει να απεικονίσει τη σύγχρονη ιστορική έρευνα
Είναι αποδεκτό ότι η ακαδημαϊκή ιστορία δεν συμβαδίζει με τις κυρίαρχες πεποιθήσεις περί την Ιστορία στον δημόσιο χώρο στην Ελλάδα. Και αυτό, γιατί η εκπαίδευση, η οποία θα πρέπει να λειτουργεί διαμεσολαβητικά, διστάζει να απεικονίσει τη σύγχρονη ιστορική έρευνα – ακριβώς γιατί κάθε μετατόπιση προκαλεί από κραδασμούς μέχρι πολέμους της Ιστορίας στον δημόσιο χώρο, με αποτέλεσμα η πολιτεία να μην τολμά να αναλάβει το αντίστοιχο πολιτικό κόστος μιας αλλαγής ή έστω μιας ρωγμής. Τα τελευταία 15 χρόνια οι λίγες απόπειρες αποστασιοποίησης από την πεπατημένη και εισαγωγής καινοτόμων ερμηνευτικών ή απλώς διαφορετικών σχημάτων, τα οποία αφίστανται της λεγόμενης Μεγάλης Εθνικής Αφήγησης, απέτυχαν να ευδοκιμήσουν.
Το φαινόμενο βέβαια απαντάται σε πλείστες όσες χώρες του πλανήτη: από τις ΗΠΑ μέχρι την Ιαπωνία και την Κορέα και από την Ανατολική Ευρώπη μέχρι τη Νότια Αφρική. Στις περισσότερες χώρες της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης, ωστόσο, αναπτύσσεται μια διαφορετική παράδοση μέσα από την ανεξαρτησία και ωριμότητα εκπαιδευτικών κύκλων (πανεπιστήμια, ισχυρές επιστημονικές ενώσεις εκπαιδευτικών). Ετσι στα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας φιλοξενούνται πολυπρισματικές απόψεις πάνω σε ιστορικά γεγονότα, στοιχείο που βοηθάει την καλλιέργεια κριτικής ιστορικής σκέψης, γεννά ερωτήματα και προωθεί τον διάλογο στη βάση επιχειρημάτων – κάτι που απουσιάζει από την ελληνική πραγματικότητα.
Στη χώρα μας, η στρατιωτική και η πολιτική ιστορία, μέσα από μονοφωνικές αφηγήσεις, κανοναρχούν τη διδασκαλία του αντικειμένου. Η πρόσφατη απόπειρα ανανέωσης των προγραμμάτων σπουδών Ιστορίας με πλουραλιστικές προσεγγίσεις και άνοιγμα σε ποικίλα πεδία Ιστορίας (κοινωνική, πολιτισμική, ιστορία των ιδεών, των μειονοτήτων και των αθέατων ομάδων) δεν δοκιμάστηκε, τόσο από την ολιγωρία της προηγούμενης κυβέρνησης όσο και από τον φόβο της τωρινής. Ας προστεθεί εδώ και η σταθερή έλλειψη σωστά οργανωμένης επιμόρφωσης εκπαιδευτικών και η ελάχιστη παραγωγή εκπαιδευτικού υλικού που ανταποκρίνεται σε σύγχρονες ενεργητικές παιδαγωγικές προσεγγίσεις (ομαδοσυνεργατική, ανακαλυπτική μάθηση, αξιοποίηση πολυτροπικού υλικού ιστορικών πηγών κ.ά. – μοναχική η δουλειά εξαιρετικών εκπαιδευτικών). Ενόψει του εορτασμού των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 και χωρίς καμία ουσιαστική θεσμική προετοιμασία, αυτό σημαίνει ότι χάνουμε μια ευκαιρία για δημιουργικό αναστοχασμό, αφήνοντας πίσω ανακουφιστικούς μύθους.
Η κ. Βασιλική Σακκά είναι πρόεδρος του Ομίλου για την Ιστορική Εκπαίδευση στην Ελλάδα (ΟΙΕΕ).
Πηγή:kathimerini.gr