Του Γ. Τεκίδη

«Θα ξαναψηφίσεις τους κλέφτες; Τόσο γρήγορα ξεχνάς;». Η φράση αυτή καλογραμμένη προεκλογικά σε τοιχάκι σε στάση του ΟΑΣΘ στη Θεσσαλονίκη. Δυστυχώς φίλε ή φίλη εσύ που το έγραψες, η απορία σου στις κάλπες απαντήθηκε καταφατικά, και όσο για την μνήμη του κόσμου αποδείχτηκε για μια ακόμη φορά ότι στερείται αναστήματος. Έτσι για να μη ξεχνιόμαστε και για να μη τρέφουμε αυταπάτες, αυτοί που βύθισαν στην ανέχεια, τη χρεοκοπία και ανυποληψία τη χώρα, επανήλθαν τιμή και δόξα στην εξουσία, ευαγγελιζόμενοι οι αθεόφοβοι τη σωτηρία του τόπου.

Έλα όμως που η αθάνατη δεξιά αγκαλιά με τα ακροδεξιά της πολιτικά αδέλφια όσο και να φτιασιδώνεται, όσο και να υποκρίνεται τον υπερασπιστή του κράτους δικαίου και της ισονομίας στη κοινωνία, δεν μπόρεσε ούτε μπορεί να κρύψει εύκολα το αποκρουστικό, αντιδημοκρατικό και αντιλαϊκό της πρόσωπο. Κάθε μέρα που περνά αποκαλύπτει με παραστατικό τρόπο τις πραγματικές της προθέσεις, που δεν είναι άλλες από την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της παρασιτικής ολιγαρχίας και την κατάδηλη ευνοϊκή μεταχείριση των ημετέρων.

Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια συνηθισμένη δεξιά διακυβέρνηση σαν αυτές που γνωρίσαμε μεταπολιτευτικά. Ο πολιτικός της πρόγονος, η μετεμφυλιακή ΕΡΕ, αρχίζει και ωχριά σε βαρβαρότητα, μπροστά στον αμοραλισμό, την προκλητική αναισθησία, το πρωτόγνωρο μένος και την εκδικητικότητα προς ό,τι της αντιτίθεται, τον νεολανσαρισμένο ιδιότυπο πολιτικό τσαμπουκά της γραβάτας, που τον βαφτίζουν με περισσή αναίδεια ως… θάρρος και αποφασιστικότητα.

Αυτό το σύμπλεγμα δεξιού και ακροδεξιού πολιτικού προσωπικού με το κρατικοδίαιτο κεφάλαιο και τους βαθιά συντηρητικούς κύκλους της ιεραρχίας της εκκλησίας, υποστηριζόμενο ακραιφνώς από όλα συλλήβδην τα ΜΜΕ ιδιοκτησίας των γνωστών μεγαλοεπιχειρηματιών, υπόδικων και μη, αποκαλείται σήμερα κυβέρνηση. Μια κυβέρνηση που δεν διστάζει με τους νόμους και τις πρωτοβουλίες της να εξαπατά, να ψεύδεται και να δείχνει το ανηλεές κοινωνικά πρόσωπό της σε γηγενείς και ξένους. Λέμε και ξένους και ιδιαίτερα για τους πρόσφυγες, προς τους οποίους η κυβερνητική αλληλεγγύη, ανθρωπιά και κατανόηση έχουν ξεπεράσει τα εγχώρια σύνορα και άφησαν άναυδη την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, για να μην πούμε και την παγκόσμια. Ιδιαίτερα δε το θαλάσσιο πάρκο αναψυχής τελευταία, με τον φράχτη στο Αιγαίο, σπάνιο δείγμα ευαισθησίας για τον καταπονημένο πρόσφυγα, δεν άφησε ασυγκίνητο ούτε τον Ερντογάν. Φτωχό πλέον και ελλιπές για τους μισούς τουλάχιστον υπουργούς του Κυριάκου το «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» αν δεν συμπληρωθεί και με το «Ελλάς Ελλήνων χριστιανών».

Η αντιμετώπιση αυτής της επικίνδυνης για τα λαϊκά συμφέροντα και τον κόσμο της εργασίας, κυβέρνησης, που δεν κρύβει τις προθέσεις της και στοχεύει ευθέως στην εξουθένωση και παραίτηση από οποιαδήποτε προσπάθεια ατομικής και συλλογικής αντίστασης, χρησιμοποιώντας ωμή βία και αστυνομοκρατία, είναι υπόθεση και ευθύνη όλης της δημοκρατικής αντιπολίτευσης. Δημοκρατικές συλλογικότητες, κοινωνικοί φορείς και συνδικάτα που βάλλονται και λοιδορούνται από την κυβερνητική προπαγάνδα, πρέπει να στηριχθούν και όχι να ποδηγετηθούν από τα δημοκρατικά κόμματα.

Η οργάνωση ενός πανδημοκρατικού μετώπου αντίστασης και φραγμού στον ακροδεξιό κυβερνητικό κατήφορο, βαραίνει κυρίως τις πλάτες του Σύριζα-προοδευτική συμμαχία, ως του μεγαλύτερου πολιτικού φορέα της αντιπολίτευσης. Η αριστερά έδωσε δείγματα θετικότατης γραφής ακόμη πριν από το 2010 οργανώνοντας τον χώρο διαλόγου των κατάσπαρτων δυνάμεων της με στόχο την ενότητα και κοινή συμπόρευση, ζητούμενο που επιτεύχθηκε στέλνοντας μηνύματα ελπίδας στα χειμαζόμενα από την κρίση λαϊκά στρώματα.

Η ανάληψη και επίσημα πρωτοβουλιών από την ηγεσία του, στην κατεύθυνση συσπείρωσης αν όχι όλου, του μεγαλύτερου φάσματος του δημοκρατικού χώρου, στη βάση ενός κοινού σχεδίου δράσης, καθώς και ενός μίνιμουμ αλλά ουσιαστικού και υλοποιήσιμου προγράμματος, είναι σήμερα όσο ποτέ επίκαιρο αλλά και προϋπόθεση επιβίωσης της ίδιας της δημοκρατίας. Κανένας δεν κάνει χάρη σε κανένα. Κανένας δεν μπορεί μόνος του και βασιζόμενος στην μοναδικότητα και ορθότητα των απόψεων του, να ανατρέψει και να ακυρώσει τα σχέδια του μαύρου ακροδεξιού μετώπου, χωρίς την συνεργασία και σύμπνοια όλου του δημοκρατικού και αριστερού χώρου.

Μια τέτοια εξέλιξη δεν αποτελεί μόνο ευχή και μακρινή προσδοκία, αλλά άμεση απαίτηση της συντριπτικής δημοκρατικής πλειοψηφίας του λαού μας. Άλλωστε οι επόμενες εθνικές εκλογές όποτε και αν γίνουν, θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής και εκ των πραγμάτων τα κόμματα πέραν της δεξιάς θα κληθούν να πάρουν θέση και να καταθέσουν πρόταση για το πολύ πιθανό ενδεχόμενο σχηματισμού μιας δημοκρατικής – προοδευτικής κυβέρνησης, αχρηστεύοντας έτσι στη πράξη τα αντιλαϊκά σχέδια της ακροδεξιάς.

Ύστερα δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ό,τι ελπιδοφόρο συμβαίνει σήμερα στην Ιβηρική χερσόνησο. Εκεί όπου παραμερίστηκαν δόλιες σκοπιμότητες, προσωπικές στρατηγικές και πείσματα, διαφορές υπαρκτές, ήσσονος σημασίας, καθηλωτικές ιδεοληψίες και εγωισμοί, εκεί όπου το εμείς μπήκε μπροστά από το εγώ και σήμερα Πορτογαλία και Ισπανία έχουν κυβερνήσεις συνεργασίας της ευρύτερης δημοκρατικής αριστεράς, με την συμμετοχή ή και ανοχή και της κομμουνιστικής αριστεράς. Τα μάτια όλης της δημοκρατικής και προοδευτικής Ευρώπης είναι στραμμένα σε αυτό που επιχειρείται σήμερα σ’ αυτές τις δύο χώρες και οι ελπίδες επιτυχίας τους είναι πέρα για πέρα βάσιμες. Ισπανοί και Πορτογάλοι μας δείχνουν το δρόμο. Δεν είναι εύκολος, όμως αξίζει τον κόπο να τον προχωρήσουμε.