Οι κρυμμένοι θησαυροί ή τα «Ελγίνεια» του Μακρυγιάλου
Προικισμένος από τη μητέρα Φύση ο τόπος γύρω από το Μακρύγιαλο, κατοικήθηκε από πολύ πολύ παλιά μέχρι και στις μέρες μας. Ο Βαρύτιμος Τερζόπουλος, πρόσφυγας από τη Φάτσα του Πόντου, έφτασε στις ακτές της Βόρειας Πιερίας μαζί με άλλους από την Καλαμαριά, ψάχνοντας τόπο να μείνει, να στεριώσει. Όταν επέστρεψε στη μάνα του της είπε: «Μάνα, ηύρα έναν χωρίον έμορφον αμόν τη Φάτσα. Μακρύγιαλο λέγνατο. Εχ’ σπίτια για να γουρεύκομες (βολευτούμε) και χωράφια για να σπέρομε. Αφκά σο μερέα τη χωρίονος εχ’ έναν ποταμόν, για να παίρουμε νερό και να ποτίζουμε τα ζώα. Εγώ πα επήρα την απόφασιν και θα λέγω και τ’ άλλτς (στους άλλους). Ήμπιος θέλ’ θα έρτε μετ΄εμάς». (Από το βιβλίο του Διομήδη Λιάλιου, Μακρύγιαλος Πιερίας. Η ιστορία της περιοχής του μέσα από το πέρασμα των ΑΙΩΝΩΝ, 2006)
Αιώνες πριν από τον Βαρύτιμο η περιοχή της Βόρειας Πιερίας υπήρξε τόπος εγκατάστασης για πολλούς ανθρώπους αλλά μόλις τις τελευταίες δεκαετίες μάθαμε γι’ αυτούς από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Τις περισσότερες φορές η αιτία των ανακαλύψεων ήταν τα δημόσια έργα της σύγχρονης εποχής. Έτσι ήρθαν αθέλητα στο φως κρυμμένοι θησαυροί από τον νεολιθικό Μακρύγιαλο, την αρχαία Μεθώνη, την αρχαία και βυζαντινή Πύδνα αλλά και από πολλές θέσεις στα Παλιάμπελα, στον Καταχά, στην Καστανιά, στον Κούκο, στη Σεβαστή, στη Σφενδάμη, στα Αλώνια και αλλού. Χιλιάδες ευρήματα που έφυγαν από τον τόπο τους για το μεγάλο κέντρο της περιοχής τη Θεσσαλονίκη (κάποια και στο Δίον). Το αρχαιολογικό μουσείο εκεί συγκέντρωσε τους θησαυρούς της Βόρειας Πιερίας και κάποιες εκατοντάδες από αυτούς εκτίθενται, ενώ άλλες 9 με 10.000 «φυλάσσονται» στις υπόγειες αποθήκες του μουσείου. Ανάμεσα στα ευρήματα υπάρχουν μερικά από αυτά που μαγνητίζουν πάντα τους επισκέπτες όπως το χρυσό στεφάνι μυρτιάς από το Μακρύγιαλο ή το χρυσό στεφάνι κισσού από τη Σεβαστή. (Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να θαυμάσει κάποια από τα ευρήματα στην εξαιρετική έκδοση του αρχαιολόγου Ματθαίου Μπέσιου, Πιερίδων Στέφανος: Πύδνα, Μεθώνη και οι αρχαιότητες της βόρειας Πιερία, 2009)
Ένας άλλος όμως μοναδικός στον κόσμο θησαυρός ανακαλύφθηκε πριν από μερικά χρόνια στο λεγόμενο «Υπόγειο» της Μεθώνης. Εκεί σε μια αρχαία «χωματερή» χιλιάδων κεραμικών ανακαλύφθηκαν ίχνη της πιο πρώιμης ελληνικής γραφής, μεταθέτοντας τη γνώση για τις απαρχές της γραπτής ελληνικής γλώσσας κατά 100 χρόνια νωρίτερα. (Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα για τη γοητευτική ιστορία του «Υπογείου» μπορεί να διαβάσει το υπέροχο βιβλιαράκι του φοβερού επιγραφολόγου Γιάννη Τζιφόπουλου, Γράμματα από το «Υπόγειο». Γραφή στη Μεθώνη Πιερίας, ύστερος 8ος πρώιμος 7ος αιώνα π.Χ, 2013)
Πριν από μια δεκαετία περίπου είχα την τύχη να θαυμάσω μια περιοδική έκθεση στο αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης με μερικά από τα 191 ενεπίγραφα αγγεία του «Υπογείου». Αναρωτήθηκα τότε γιατί σε περιοδική έκθεση και όχι σε μόνιμη και γιατί στη Θεσσαλονίκη και όχι στον τόπο που βρέθηκαν; Τότε αγνοούσα ότι κάποιοι άνθρωποι πριν από λίγα χρόνια είχαν την πρόνοια να δημιουργήσουν ένα μουσειακό χώρο στο Μακρύγιαλο. Τυχαία έμαθα για την «Επισκέψιμη Μουσειακή Αποθήκη Μακρυγιάλου». Ο τίτλος και μόνο μου προκάλεσε αμηχανία. Τι θα πει επισκέψιμη μουσειακή αποθήκη; Κάτι θολό σκέφτηκα, ίσως υβριδικό, πάντως όχι ένα ανοιχτό μουσείο. Ύστερα γνώρισα τη φίλη αρχαιολόγο Μαρία Καρανίκα και τον αγώνα που κάνει μαζί με άλλους «ανήσυχους» ανθρώπους, να «ανοίξει» ο χώρος και να μετατραπεί σε ένα πολύ όμορφο και ενδιαφέρον μουσείο, πόλο έλξης για ντόπιους και ξένους, μικρούς και μεγάλους. (Για μία γεύση από τον τόπο και το τοπίο προτείνουμε το φωτογραφικό/ιστορικό λεύκωμα της Μένης Σειρίδου & της Μαρίας Καρανίκα, Πιερίας αφήγημα, 2023 το οποίο παρουσιάζεται την Παρασκευή 17 Νοεμβρίου ώρα 19:00 στην ΕΚΑΒΗ στο πλαίσιο των Αικατερινείων).
Η αφορμή να επισκεφθώ πάλι την αποθήκη/μουσείο του Μακρυγιάλου ήρθε το Σάββατο 11 Νοεμβρίου στο πλαίσιο μιας εκπαιδευτικής ξενάγησης που οργανώθηκε από την Βάγια Αγγέλη, συντονίστρια εκπαιδευτικού έργου φιλολόγων (εγώ παρέστην ως συνοδός εκπαιδευτικού). Ξεναγοί μας ήταν οι αρχαιολόγοι Αθηνά Αθανασιάδου και Κώστας Νούλας με «γκέστ στάρ» τον καθηγητή Γιάννη Τζιφόπουλο. Τι μάθαμε; Ότι το απαξιωμένο, ως «αποθήκη», μουσείο του Μακρυγιάλου διαθέτει τη μεγαλύτερη συλλογή αμφορέων στην Ελλάδα (από Αθήνα, Κόρινθο, νοτιοανατολικό Αιγαίο, Κύπρο, Φοινίκη κ.ά). Ότι διαθέτει το πρώτο ολοκληρωμένο σύνολο ταφικών ευρημάτων σε έκθεση (συνήθως τα ευρήματα κατανέμονται ανά κατηγορία τεχνουργημάτων). Ότι ένα μικρό αλλά πολύ σημαντικό μέρος των ευρημάτων του «Υπογείου» της Μεθώνης με ενεπίγραφα αγγεία θα εκτίθεται πλέον σε ένα χώρο του μουσείου. Ότι οι δύο αρχαιολόγοι στήνουν μόνοι τους την έκθεση καθώς δεν υπάρχει μουσειολόγος. Ότι οι δύο αρχαιολόγοι ξεναγούν με τη βοήθεια συνοδών εκπαιδευτικών τα σχολεία που επισκέπτονται το μουσείο καθώς δεν υπάρχει μουσειοπαιδαγωγός. Ότι οι ένας ή δύο φιλότιμοι μουσειοφύλακες (όταν υπάρχουν) δεν αρκούν για τη μόνιμη και σωστή λειτουργία του μουσείου (τα Σ/Κ είναι κλειστό). Ότι ο πολύ σημαντικός αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Μεθώνης δεν είναι επισκέψιμος γιατί δεν έχουν γίνει απαλλοτριώσεις στο χώρο που καταλαμβάνουν οι αρχαιότητες ο οποίος συνεχίζει να καλλιεργείται και άλλα πολλά.
Τελικά αυτό που κατάλαβα είναι ότι η Βόρεια Πιερία διαθέτει απίστευτους αρχαιολογικούς θησαυρούς που «φιλοξενούνται» σε άλλα μουσεία ή αποθήκες και ότι πρέπει η «πολιτική ηγεσία» του τόπου, πιεζόμενη από την «κοινωνία», να αναλάβει άμεσα πρωτοβουλίες για τη μετατροπή του χώρου σε κανονικό μουσείο, στελεχωμένο με όλες τις απαραίτητες ειδικότητες, το οποίο θα υποδεχτεί και θα αναδείξει τα «ξενιτεμένα» αρχαιολογικά ευρήματα του τόπου που πρέπει οπωσδήποτε να «επαναπατριστούν». Το αρχαιολογικό μουσείο της Ακρόπολης είναι πολύ μακριά, το αρχαιολογικό μουσείο της Θεσσαλονίκης είναι σχετικά κοντά αλλά το αρχαιολογικό μουσείο του Μακρυγιάλου είναι «εδώ» και είναι πολύτιμο.
Γιάννης Χ. Ποικιλίδης