Ο Όσκαρ Ουάιλντ υπέγραψε την «Μπαλάντα της Φυλακής του Ρήντινγκ» όχι με το όνομά του, αλλά με τον αριθμό που είχε ως κατάδικος

Η μπαλλάδα της φυλακής του Ρίντιγγ

Η Μπαλλάδα της Φυλακής του Ρίντιγγ είναι το τελευταίο έργο του Οσκάρ Ουάιλδ, που, μαζί με το De Profundis, μας παρουσιάζει με τη μελαγχολικήν απλότητά της και το χριστιανικόν, ασκητικό τόνο της μια συγκινητικήν αντίθεση απέναντι στα παλαιότερα πολύχρωμα και φωτόχαρα έργα του. Γραμμένα και τα δυο ύστερ’ από την καταδίκη του (1895) που τον έφερε για δυο χρόνια στη φυλακή, δείχνουνε το ξύπνημα μιας ψυχής που για πολύν καιρό είχε ξεχαστεί μες στο μεθύσι της χαρούμενης και εύκολης ζωής, ενός ανθρώπου που δε ζητούσε τίποτ’ άλλο παρά μόνο πώς να γευτεί όλες τις χαρές και όλες τις ομορφιές της.

Η Μπαλλάδα είν’ ένα ποίημα που ο ποιητής του το έζησε μέσα στη φυλακή με την καταναγκαστικήν εργασία, όπου ντυμένος στη σταχτερή στολή του καταδίκου, κουρεμένος σύρριζα, εδούλευε μαζί με τους συντρόφους του, ξαίνοντας καννάβινα σκοινιά, όπως συνηθίζεται στις αγγλικές φυλακές, γυρίζοντας τροχούς, πλένοντας τα πατώματα, σπάζοντας λιθάρια, ράβοντας και τραγουδώντας. Είναι ένα έργο τέχνης και μαζί μια φωνή διαμαρτυρίας και κατηγόριας εναντίο στις ιδέες και τα συστήματα της κοινωνίας, που τόσο πικρή πείρα είχε λάβει.

 

Τη Μπαλλάδα της Φυλακής του Ρίντιγγ την έγραψε το 1898, δηλαδή κάνα χρόνο αφού βγήκε από τη φυλακή, και την υπόγραψε, όχι με τόνομά του, μα με τον αριθμό πούχε ως κατάδικος: C.3.3. Είναι αφιερωμένη: Στη μνήμη του C.T.W. άλλοτε στρατιώτη του Συντάγματος Ιππικού της Βασιλ. Φρουράς, που κρεμάστηκε στη Φυλακή του Ρίντιγγ, Μπέρκσαϊρ, στις 7 του Ιουλίου 1896.

Ο Οσκάρ Ουάιλδ γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1854 και πέθανε στο Παρίσι το 1900.

Την άλικη στολή του πια δε φόραγε.
Την κόκκινη σαν αίμα και κρασί,
Γιατί ήταν αίμα και κρασί στα χέρια του
Όταν τον ήβραν δίπλα στη νεκρή,
Τη δόλια του ερωμένη, που στην κλίνη της
Το θάνατο απ’ τον ίδιον είχε βρει.

Μέσα στους υποδίκους περπατούσε
Με κάτι ρούχ’ από αλατζά χοντρά·
Έναν κούκο φορούσε στο κεφάλι
Και βάδιζε με βήματ’ αλαφρά·
Μα ποτές μου δεν είδ’ άλλον κανένα
Το φως με τέτοιον πόθο να θωρά.

Ποτές μου δεν απάντησ’ άλλον άνθρωπο
Να βλέπει έτσι με μάτι ποθεινό
Προς στη γαλάζια στέγη που ονομάζουνε
Στη φυλακή οι κατάδικοι ουρανό,
Και προς στα συννεφάκια που αρμενίζανε
Με τα πανιά τους απ’ ασήμι αγνό.

Μ’ άλλες μαύρες ψυχές γω περπατούσα.
Σε μι’ άλλη συντροφιά ήμουν θλιβερή,
Και μέσα μου αρωτούσα αν ήταν τάχα
Βαρύ το φταίξιμό του ή αλαφρύ,
Όταν άκουσα πίσω μου να λένε:
«Τούτον το νιο η κρεμάλα καρτερεί».

Χριστέ μου! πως οι τοίχοι γκρεμιζόντανε
Της φυλακής τριγύρω μου θαρρούσα,
Τον ουρανό μού εφάνη στο κεφάλι μου
Σαν πυρωμένο κράνος πως φορούσα·
Κι’ αγκαλά την καρδιά μου ο πόνος έτρωγε,
Τον πόνο το δικό μου λησμονούσα.

Ήξερα μόνο τι ’ταν που τρικύμιζε
Κείνου τη σκέψη και τα βήματά του,
Και γιατί με λαχτάρα τόση αγνάντευε
Κατά το φως της μέρας η ματιά του·
Είχε σκοτώσει ό,τι αγαπούσε, κι’ έπρεπε
Το δρόμο ν’ ακλουθήσει του θανάτου.

Κι’ ο καθένας σκοτώνει ό,τι αγαπάει,
Και στον καθένα τούτο ας ειπωθεί·
Ένας θα ρίξει μια ματιά σα χιόνι,
Άλλος με λόγι’ αγάπης θα χυθεί,
Ο δειλός μ’ ένα φίλημα σκοτώνει,
Ο άντρας ο γενναίος με το σπαθί!

Τούτος σκοτώνει νέος την αγάπη του,
Κείνος όταν τον έχουν πάρει οι χρόνοι·
Ένας την πνίγει με τα χέρια του Έρωτα,
Με τα χέρια του Πλούτου άλλος σκοτώνει:
Οι πιο πονετικοί μαχαίρι βάζουνε,
Γιατί έτσι γρήγορα ο νεκρός παγώνει.

Του ενός η αγάπη ζει όσο τα τριαντάφυλλα,
Και του αλλουνού παραπολύ τραβά·
Τούτος σκοτώνει με οδυρμούς και δάκρια
Και κείνος δίχως στεναγμό, βουβά:
Τι ο καθένας σκοτώνει ό,τι αγαπάει,
Καθένας δεν πληρώνει έτσι ακριβά.

Καθένας δεν πεθαίνει ντροπιασμένος
Μέσα στη φυλακή τη σκοτεινή,
Την όψη του δεν κρύβουν σε μια μάσκα,
Δεν περνούν το λαιμό του στο σκοινί,
Στα πόδια του από κάτω μια σανίδα
Δεν ξεγλιστράει την ώρα τη στερνή.

Ανάμεσα δεν κάθεται στους φύλακες
Που νύχτα μέρα τον φυλάν βουβοί·
Τη μέρα όταν να κλάψει λίγο θάθελε,
Τη νύχτα όταν θενά προσευχηθεί·
Μέρα και νύχτα έχουν τα μάτια τέσσερα
Η φυλακή τη λεία μη στερηθεί.

Μια παγερή μορφή μες στα χαράματα
Μες στον ύπνο με βια δεν τον ξυπνά,
Μήτε ο Παπάς με τ’ άσπρα του άμφια, τρέμοντας,
Και μήτε ο Δικαστής σαν το Βραχνά,
Και μήτε ο Διευθυντής μες στα κατάμαυρα,
Με του Κριτή τα μούτρα σκοτεινά.

Του καταδίκου το ελεεινό χοντρόρουχο
Με βιάση ανατριχίλας δε φορεί,
Ενώ ο γιατρός κοιτάει με το χοντρόμουτρο
Και γράφει ό,τι σπουδαίο παρατηρεί,
Και το ρολόγι που κρατάει στο χέρι του
Βαριοχτυπάει σαν τρομερό σφυρί.

Δεν τήνε ξέρει εκείνη την ξερόδιψα
Που σαν τον άμμο στο λαιμό κολνά,
Ως νάμπει ο Δήμιος απ’ τη σιδερόπορτα,
Με τα χοντρόγαντά του, στα σκοινιά
Τα τρία τόνε τυλίξει, έτσι που ολότελα
Όσην και κάθε δίψα πια ξεχνά.

Δε σκύβει το κεφάλι, τη νεκρώσιμην
Ακολουθία του για ν’ ακρουμαστεί,
Ενώ στο στήθος μέσ’ ακόμα αιστάνεται
Τη λαμπάδα της ζήσης του αναφτή·
Ως πάει δεν απαντάει το νεκροκρέβατο
Που για το λείψανό του έχει φτιαχτεί.

Δεν αγναντεύει τον αέρα μ’ έκσταση
Μέσ’ από ενός φεγγίτη το γιαλί:
Με χείλη αχνά τον Πλάστη για τη γρήγορη
Τη λύτρωσή του δεν παρακαλεί·
Και στ’ ανατριχιασμένο ωχρό του μάγουλο
Δε νιώθει του Καϊάφα το φιλί.

*Το ανωτέρω κείμενο για τον Όσκαρ Ουάιλντ είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Ο Νουμάς» στις 16 Ιουλίου 1916 (χρονιά ΙΔ’, αριθμός 595). Η μετάφραση του ποιητικού έργου του Ουάιλντ «Η Μπαλάντα της Φυλακής του Ρήντινγκ» είχε γίνει από τον ποιητή και μεταφραστή Κώστα Καρθαίο (1878-1955).

 

 

Ο ιρλανδικής καταγωγής συγγραφέας και ποιητής Όσκαρ Ουάιλντ (Oscar Fingal O’Flahertie Wills Wilde) απεβίωσε στο Παρίσι στις 30 Νοεμβρίου 1900, σε ηλικία 46 ετών.

 

 

Πηγή: in.gr