Νεκρός βρέθηκε σήμερα το πρωί στο Ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού ο 46χρονος ισοβίτης Θεόφιλος Σεχίδης.

Ο γνωστός και ως μακελάρης της Θάσου, που τον Αύγουστο του 1996 σε ηλικία 24 ετών σκότωσε και τεμάχισε όλη την οικογένειά του, εντοπίστηκε σήμερα νωρίς το πρωί νεκρός στα λουτρά του ψυχιατρείου κρατουμένων του Κορυδαλλού, την ώρα του μπάνιου, από συγκρατούμενούς του.

Σύμφωνα με πληροφορίες πιθανή αιτία θανάτου είναι η ανακοπή καρδιάς, καθώς αντιμετώπιζε σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα εδώ και χρόνια και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή. Πάντως η ιατροδικαστική έκθεση θα αποτυπώσει την αίτια θανάτου.

Όπως έγινε γνωστό ήταν υπέρβαρος και την ώρα του μπάνιου σήμερα το πρωί παρουσίασε δυσκολία αναπνοής. Μεταφέρθηκε αμέσως στο νοσοκομείο κρατουμένων όπου εκεί διαπιστώθηκε ο θάνατός του.

Ο Σεχίδης συνελήφθη στις 8 Αυγούστου του 1996 γιατί δολοφόνησε και στη συνέχεια τεμάχισε μέλη της οικογένειάς του (τον πατέρα, τη μητέρα, τον θείο του, την αδερφή του και τη γιαγιά του) καθώς πίστευε ότι είχαν συνωμοτήσει εναντίον του για να τον σκοτώσουν.

Το 2017 και μετά από 21 χρόνια εγκλεισμού του είχε υποβάλει αίτηση αποφυλάκισης με βάση το νόμο Παρασκευόπουλου, η οποία όμως είχε απορριφθεί.

Η ψυχρότητά του, τόσο κατά την διάρκεια τέλεσης του πενταπλού φονικού, όσο και κατά την αναπαράσταση, είχε σοκάρει ακόμα και τους αστυνομικούς. Αφού αποκεφάλισε πατέρα, μητέρα, αδερφή, γιαγιά και θείο, τους τεμάχισε ακούγοντας Τσαϊκόφσκι και έβαλε τους εγκεφάλους τους στο ψυγείο για να τους μελετήσει.

«Δύο-τρεις εγκεφάλους τους έβγαλα και τους έβαλα στο ψυγείο. Είχα κάποιες ψυχιατρικές και ιατρικές γνώσεις και ήθελα να εξετάσω την ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό είναι όλο. Δεν μετάνιωσα για τίποτα, καλά έκανα. Το ένα κεφάλι ήδη είχε σπάσει, τα μυαλά είχαν βγει, οπότε γιατί να μην τα βάλω στο ψυγείο;», είχε πει τότε στους εμβρόντητους αστυνομικούς.

 

 

Το έγκλημα που συγκλόνισε το πανελλήνιο

«Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος. Υπήρχε συνωμοσία σε βάρος μου», ήταν η δήλωσή του προς τους δημοσιογράφους λίγο μετά την ομολογία του, ενώ είχε προσθέσει: «Όταν ξέρεις ότι ο ίδιος έχεις το δίκιο με το μέρος σου, απλά δεν ανησυχείς. Εγώ κοιτάζω να τα έχω καλά πρώτα με τη συνείδησή μου και έπειτα με οποιονδήποτε άλλον».

Κατά την διάρκεια της ομολογίας του, της αναπαράστασης των εγκλημάτων του, αλλά και συνέντευξής του στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», ο Θεόφιλος Σεχίδης με τρομακτική ψυχραιμία είχε περιγράψει κάθε στιγμή του πενταπλού φονικού. Πρώτον είχε δολοφονήσει τον θείο του – αυτή ήταν μάλιστα η δολοφονία που οδήγησε και στην αποκάλυψη του εγκλήματος, καθώς η σύζυγος του Βασίλη Σεχίδη ήταν εκείνη που ειδοποίησε τις αρχές τόσο για την εξαφάνιση των πέντε ανθρώπων, όσο και για τις υποψίες της για τον ανιψιό της.

 

 

Με καραμπίνα και μαχαίρι οι φόνοι

Με τον θείο του ο Βασίλης Σεχίδης είχε συναντηθεί στην Ακρόπολη της Θάσου. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ο πατέρας του είχε ζητήσει από τον αδερφό του που ζούσε στο Βέλγιο να συναντήσει τον Θεόφιλο και να τον παρακαλέσει να δει ψυχίατρο. «Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος 10 μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι», διηγείται ο Θεόφιλος Σεχίδης.

Έκρυψε το πτώμα εκείνο και γύρισε σπίτι, στο εξοχικό της οικογένειας στη Θάσο, όπου σε κατάσταση αμόκ, αλλά την ίδια στιγμή ψυχραιμότατος, περίμενε την οικογένειά του.

«Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα… Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα και έπεσε νεκρός. Μετά του έκοψα την καρωτίδα με ένα μαχαίρι», λέει για την δολοφονία του πατέρα του και σειρά είχε η μάνα του: «Κρατούσε κι αυτή μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι, την αφόπλισα και της έκοψα τον λαιμό με το μαχαίρι», διηγείται αν και ο ιατροδικαστής διαπιστώνει αργότερα ότι και η τραγική μητέρα είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι.

Ακολουθεί η αδελφή του Θεόφιλου, η 27χρονη Έμμυ, η όποια έπασχε από βαριάς μορφής σχιζοφρένεια: «Μου όρμησε και τη σκότωσα με τον ίδιο τρόπο», συμπλήρωσε, ενώ ο θάνατος της γιαγιάς του έγινε επίσης με τον ίδιο τρόπο, λίγο αργότερα.

 

 

Ομολόγησε τρεις μήνες μετά

Τότε, τέλος Μαΐου του 1996, η Ελένη Σεχίδη, που ζει στο Βέλγιο αρχίζει να αναζητά τον σύζυγό της. Μιλάει με τον Θεόφιλο που ισχυρίζεται πως ο θείος του έχει πάει ταξιδάκι στην Ιταλία και πως η υπόλοιπη οικογένεια έχει μεταναστεύσει στη Γερμανία. Η γυναίκα δεν εφησυχάζεται, έρχεται στην Ελλάδα και επικοινωνεί με την αστυνομία, που ξεκινά να ερευνά την «υπόθεση εξαφάνισης». Παρότι ανακρίνεται πολλές φορές, ενώ η ασφάλεια είχε εντοπίσει και την καραμπίνα, το όπλο των τριών εκ των πέντε δολοφονιών, εν τούτοις ο Σεχίδης ξεγελά τους πάντες και δεν ομολογεί παρά μόνο τον Αύγουστο του ίδιου έτους, μετά από ολονύχτια ανάκριση.

«Σκότωσα τα θύματά μου αμυνόμενος. Υπήρξε οικογενειακή συνωμοσία. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δε μου έλεγαν την αλήθεια. Τον πατέρα μου και τον θείο μου τους σκότωσα με όπλο. Τη μητέρα μου, την αδελφή μου και τη γιαγιά μου τις αποκεφάλισα με δύο μαχαίρια», είπε στην ομολογία του ο 24χρονος τότε φοιτητής της Νομικής. «Δυο-τρεις εγκεφάλους τους έβγαλα και τους έβαλα στο ψυγείο (…) Είναι μια ξεχωριστή εμπειρία, που αναφέρεται σε ανατομία του εγκεφάλου κ.λπ. Γι’ αυτό. Επειδή είχα ασχοληθεί μ’ αυτά. Είχα κάποιες ψυχιατρικές και ιατρικές γνώσεις και ήθελα να εξετάσω την ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό είναι όλο. Δεν μετάνιωσα για τίποτα, καλά έκανα. Το ένα κεφάλι ήδη είχε σπάσει, τα μυαλά είχαν βγει, οπότε γιατί να μην τα βάλω στο ψυγείο;» περιγράφει σοκαριστικά.

Αργότερα διηγείται πως η «ανατομική μελέτη» που ήθελε να διεξάγει δεν έγινε ποτέ, καθώς «ήταν χαλασμένο το ψυγείο κι όταν τελείωσα με τα πτώματα και πήγα μετά από μια εβδομάδα να το πάρω, είχε αλλοιωθεί και το πέταξα».

Αφού τα τεμάχισε, έβαλε τα πτώματα σε σακούλες σκουπιδιών και τα πέταξε στην χωματερή Κεραμωτής

Αμέσως μετά τους φόνους, ο Σεχίδης έπρεπε να εξαφανίσει τα πτώματα της οικογένειάς του. Πηγαίνει στην αποθήκη του πατέρα του και παίρνει την εργαλειοθήκη του. Βρίσκει τα δυο αλυσοπρίονα και αρχίζει να τεμαχίζει τα πτώματα. Όταν τελειώνει αγοράζει τμηματικά από διάφορα παντοπωλεία και σούπερ μάρκετ για να μην κινήσει υποψίες, σακούλες σκουπιδιών, όπου τοποθετεί τα μέλη τους ώστε να τα πετάξει τελικά, στην χωματερή Κεραμωτής. «Χρειάστηκα μία ημέρα για να τους τεμαχίσω έναν έναν ξεχωριστά, σε τέσσερα κομμάτια τον καθένα, χέρια, πόδια, κεφάλι, κορμός, μία ημέρα να τους πακετάρω και μία ημέρα να τους μεταφέρω», δήλωσε.

 

 

Είχε αφήσει ανέγγιχτη την σκηνή του εγκλήματος – Έγραψε «λάθος» στον τοίχο

«Ήταν τόσο μακάβριο και συγκλονιστικό αυτό που αντίκρισα στο σπίτι-φρούριο που δεν περιγράφεται. Στους τοίχους, στις τουαλέτες, στα ταβάνια ήταν πεταμένα υπολείμματα εγκεφαλικής ουσίας μετά τους πυροβολισμούς που δέχτηκαν δύο από τα θύματα [ο πατέρας και η μάνα] στο κεφάλι. Σ’ όλο το σπίτι υπήρχε αίμα που είχε ξεραθεί. Το χαλί ήταν κόκκινο από το αίμα, ιδιαίτερα στο σημείο όπου σκότωσε την αδελφή του, την οποία χτύπησε μόνο στον θώρακα. Βρέθηκαν δύο αλυσοπρίονα και ένας πέλεκυς. Με τα αλυσοπρίονα έκοβε τα οστά των πτωμάτων και με το μαχαίρι τις σάρκες. Είναι φοβερό», είχε πει ο ιατροδικαστής της υπόθεσης Γεωργιάδης στην «Απογευματινή» και συμπλήρωσε πως στους τοίχους ο δολοφόνος είχε γράψει τη λέξη «λάθος».

Στις 10 Αυγούστου ο Σεχίδης οδηγήθηκε στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Καβάλας και την επομένη στον ανακριτή, δηλώνοντας: «Δεν μετανιώνω για ό,τι έκανα, έπρεπε να το κάνω, βρισκόμουν σε αυτοάμυνα». Βγαίνοντας, πάντα χαμογελαστός και ήρεμος είπε στους δημοσιογράφους, στους οποίους μιλούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της υπόθεσης: «Χαμογελάτε, είναι μεταδοτικό»!

Οι σακούλες με τους τεμαχισμένους συγγενείς δεν εντοπίστηκαν ποτέ, ενώ ο ίδιος ο Θεόφιλος Σεχίδης δεν δήλωσε ποτέ ότι μετανιώνει για τις πράξεις του.