Την τελευταία του πνοή σε ηλικία 88 ετών άφησε ο σπουδαίος Γάλλος ηθοποιός, Ζαν Πολ Μπελμοντό.
Όπως δήλωσε ο δικηγόρος του στο AFP, το ιερό τέρας του γαλλικού κινηματογράφου, πέθανε στην κατοικία του στο Παρίσι. «Ήταν πολύ κουρασμένος εδώ και κάποιο καιρό. Πέθανε ήσυχα», τόνισε χαρακτηριστικά ο Μισέλ Γκοντέστ.
Ο Ζαν Πολ Μπελμοντό είχε λάβει μέρος σε 80 ταινίες υποδυόμενος αξέχαστους ρόλους: εκείνον του ζεν πρεμιέ στο «Με κομμένη την ανάσα» ή ακόμη εκείνου που κρεμόταν από ένα ελικόπτερο πάνω από τη Βενετία στον «Τυχοδιώκτη του Ρίο».
Ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό γεννήθηκε στις 9 Απριλίου 1933 στο ονομαστό προάστιο του Παρισιού Νεϊγί και ήταν γιος του διάσημου γλύπτη Πολ Μπελμοντό με καταγωγή από την Ιταλία. Ατίθασος ως μαθητής, έκανε διαρκώς πλάκες μέσα στην τάξη, πονοκεφαλιάζοντας με τη συμπεριφορά του τους δασκάλους του. Κατά τη διάρκεια των μαθητικών του χρόνων ασχολήθηκε με την πυγμαχία και το ποδόσφαιρο, τα δύο αγαπημένα του σπορ, ενώ συμμετείχε και σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις.
Μετά την αποφοίτησή του και την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, αποφάσισε να γίνει ηθοποιός και γράφτηκε στην Εθνική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών στο Παρίσι. Ξεχώρισε με το ταλέντο του, αλλά η ασέβεια που επιδείκνυε προς τους καθηγητές του δεν του επέτρεψε να πάρει την ανώτατη τιμητική διάκριση κατά την αποφοίτησή του το 1956.
Ύστερα από μία σύντομη θητεία στο θέατρο, πέρασε στον κινηματογράφο, όπου εμφανίστηκε σε ταινίες γνωστών σκηνοθετών, παίζοντας μικρούς ρόλους. Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος ήταν στο θρίλερ του Κλοντ Σαμπρόλ «Το τρίγωνο της αμαρτίας» (A Double Tour, 1959).
Το 1960 ο Μπελμοντό πρωταγωνίστησε στην πρώτη ταινία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ «Με κομμένη την ανάσα» (A bout de souffle), που έλαβε μυθικές διαστάσεις για τη συμβολή της στη διαμόρφωση της «νουβέλ βαγκ», του «νέου κύματος» του γαλλικού κινηματογράφου, που υιοθέτησε μία νέα οπτική και περιφρόνησε τους ακαδημαϊκούς κανόνες. Υποδύεται έναν νεαρό που καταδιώκεται από τις αρχές επειδή πυροβόλησε έναν αστυνομικό και τελικά προδίδεται από την ερωμένη του. Η ερμηνεία του Μπελμοντό είναι ένα εξαίσιο μείγμα σκληρότητας, αυθορμητισμού και κωμικού στοιχείου. Ο γαλλικός Τύπος δεν δίστασε να συγκρίνει τον Μπελμοντό με τον Τζέιμς Ντιν.
Ο Μπελμοντό πολύ γρήγορα εγκατέλειψε την εικόνα του «επαναστάτη δίχως αιτία» κι έδειξε ένα διαφορετικό πρόσωπο, που επιβεβαίωσε το υποκριτικό του ταλέντο. Εμφανίστηκε ως εργάτης που μπλέκει σε μια απίθανη ερωτική ιστορία στην ταινία του Πίτερ Μπρουκ «Μοντεράτο Καντάμπιλε» (Moderato Cantabile, 1960), βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα της Μαργκερίτ Ντιράς, ως ευγενής διανοούμενος στην ταινία του Βιτόριο Ντε Σίκα «Η Ατιμασμένη» (La Ciociara, 1961) και ως παπάς στην ταινία του Ζαν – Πιερ Μελβίλ «Λεόν Μορέν, ο ιερέας» («Leon Morin, pretre», 1961).
Τα επόμενα χρόνια έδειξε την ικανότητά του να υπηρετεί με μεγάλη επιτυχία και πειστικότητα ταινίες του εμπορικού κυκλώματος. Η συνεργασία του με τον σκηνοθέτη Φιλίπ ντε Μπροκά έδωσε τις ταινίες δράσης «Καρτούς» (Cartouche, 1962) και ο «Τυχοδιώκτης του Ρίο» (L’ homme de Rio, 1964). Στις ταινίες δράσης ο Μπελμοντό δεν χρησιμοποιούσε κασκαντέρ και γύριζε ο ίδιος τις επικίνδυνες σκηνές, προσδίδοντας μεγαλύτερη αληθοφάνεια στο τελικό αποτέλεσμα. Πολλές από τις εμπορικές ταινίες του είχαν ισχυρές δόσεις χιούμορ, που σε συνδυασμό με τις σκηνές δράσης είχαν μεγάλη απήχηση στο ευρωπαϊκό κοινό.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο Μπελμοντό άλλαξε και πάλι την εικόνα του, και πέρασε σε πιο ώριμους και δραματικούς ρόλους, δίνοντας αξιοσημείωτες ερμηνείες στην ταινία «Ο κυνηγός της περιπέτειας» (Itinéraire d’un enfant gâté, 1988) του Κλοντ Λελούς, που του απέφερε το πρώτο του Σεζάρ (το γαλλικό Όσκαρ) και στη μεταφορά από τον ίδιο σκηνοθέτη των «Αθλίων» του Ουγκό (1995).
Αξίζει να αναφερθούν και κάποιες άλλες ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε: «Προσοχή! Δημόσιος κίνδυνος!» (Classe tous risques, 1960) του Κλoντ Σοτέ, «Ο δρόμος των κακόφημων σπιτιών» (La viaccia, 1961) του Μάουρο Μπολονίνι, «Η γυναίκα είναι γυναίκα» (Une femme est une femme, 1961) του Ζαν- Λικ Γκοντάρ, «Ο χαφιές» (Le Doulos, 1962) του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, «Ο πρωτότοκος των Φερσό» (L’ Aine des Ferchaux, 1963) του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, «Ο τρελός Πιερό» (Pierrot le Fou, 1965) του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, «Ο κλέφτης» (Le voleur, 1966) του Λουί Μαλ, «Η σειρήνα του Μισισιπή» (La sirene du Mississippi, 1969) του Φρανσουά Τριφό, «Μπορσαλίνο» (Borsalino, 1970) του Ζακ Ντερέ, «Οι σύζυγοι της χρονιάς 2» (Les maries de l’ an II, 1970) του Ζαν-Πολ Ραπενό, «Οι διαρρήκτες» (Le Casse, γυρισμένη στην Αθήνα το 1971) του Ανρί Βερνέιγ, «Σταβίνσκι» του Αλέν Ρενέ (1974) και «Ο Επαγγελματίας» (Le Professionnel, 1981) του Ζορζ Λοτνέρ.
Την ίδια περίοδο επέστρεψε στο θέατρο με τα έργα «Συρανό ντε Μπερζεράκ» του Εντμόν Ροστάν και «Ο ηθοποιός Κιν» του Ζαν-Πολ Σαρτρ. Το 2001 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο που ουσιαστικά τον κατέστησε ανίκανο να εργαστεί. Το 2008 επέστρεψε στη μεγάλη οθόνη με την ταινία του Φρανσίς Ιστέρ «Ένας άνθρωπος και ο σκύλος του» (Un homme et son chien), όπου φρόντισε να μην αποκρύψει την αναπηρία του.
Η προσωπική ζωή του Μπεμπέλ, όπως είναι το χαϊδευτικό του, είναι γεμάτη από κατακτήσεις με μερικές από τις ομορφότερες γυναίκες της Ευρώπης, όπως η Ούρσουλα Άντρες και η Λάουρα Αντονέλι. Το πρώτο κορίτσι του Τζέιμς Μποντ ήταν η αιτία χωρισμού του από την πρώτη του σύζυγο, την Ελοντί Κονστάν, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Με τη δεύτερη σύζυγό του, την ηθοποιό Ναταλί Ταρντιβέλ, απέκτησε ένα παιδί, προτού χωρίσουν το 2008.