Η πανδημία έχει καταστήσει ουσιαστικά μονοθεματικό τον προγραμματισμό των Ευρωπαϊκών κρατών, αλλά και της διεθνούς κοινωνίας. Τι δράσεις να εξαγγείλεις, τι προμήθειες να πραγματοποιήσεις, ποια παραγωγή να προσδοκάς και σε ποια δημόσια έσοδα να υπολογίζεις, όταν δεν ξέρεις, πότε, υπό ποιους όρους και με ποιο χρονικό ορίζοντα προσαρμογών θα ανοίξει η οικονομία; Μια πρώτη γεύση πήραμε και πρόσφατα, όταν κατ΄ αρμόδια κυβερνητική εκτίμηση το lockdown κοστίζει 200 εκατομμύρια Ευρώ εβδομαδιαίως. Χωρίς βέβαια να υπολογίζονται οι αλυσιδωτές συνέπειες σε όλους τους τομείς της οικονομικής ζωής και δράσης.
Αντίδοτο μόνο σε όλα αυτά, τώρα που έχει ξεκινήσει και το τρίτο κύμα της πανδημίας, είναι τα εμβόλια. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι το ιδεατό θα ήταν να έχουμε φαρμακευτικές θεραπείες και πρωτόκολλα. Και για να μην ακουστούν και πάλι οι παλαβομάρες για τα κέρδη των φαρμακευτικών από τα εμβόλια, ας υπολογίσει κανείς ποια θα ήταν τα έσοδά τους, εάν μπορούσαν να παράξουν και να διοχετεύσουν στην αγορά υπηρεσιών υγείας, το φάρμακο ή τα φάρμακα με την εγγυημένη θεραπευτική επιτυχία. Επί του παρόντος δε δύνανται. Αυτό δεν αποκλείει να υπάρξει επιτυχία στο σύντομο μάλιστα μέλλον. Τη μάχη όμως τη δίνουμε με τα όπλα που έχουμε και όχι αυτά που προσδοκούμε. Διαχρονική αρχή ιστορίας και εμπειρίας. Θα ήταν επιπόλαιο να την αμφισβητήσουμε.
Τα νούμερα με τα εμβόλια, δε φαίνεται να βγαίνουν. Σε ιδεατούς ρυθμούς παραγωγής και με βάση τις σημερινές δυνατότητες, μέχρι το τέλος του έτους δε θα μπορεί να εμβολιαστεί παρά το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού. Και μιλάμε για δισεκατομμύρια δόσεις. Θα μπορούσε ενδεχομένως να πει κανείς, πως οι δόσεις αυτές εξασφαλίζουν την προνομιακή ικανοποίηση και κάλυψη του Δυτικού κόσμου. Έλα όμως που σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία το μόνο που θα καταφέρναμε, θα ήταν να πυροβολήσουμε τα πόδια μας. Με τη διαρκή κινητικότητα προσώπων και πληθυσμών και την κάλυψη εργασιακών αναγκών από τα κράτη παρίες, κανείς δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής με την οικοδόμηση εικονικών τειχών ανοσίας. Είναι και το γεγονός ότι ακόμα δε γνωρίζουμε τον χρόνο ισχύος της λεγόμενης ανοσίας του εμβολίου. Οπότε με τα σημερινά δεδομένα θα χρειαστούν επανειλημμένοι εμβολιασμοί.
Στο πλαίσιο αυτό κινήσεις Ευρωπαϊκών κρατών όπως της Πολωνίας, της Ουγγαρίας, της Τσεχίας και της Σλοβακίας να αναζητήσουν πηγές εφοδιασμού από τα Ρωσικά και τα Κινεζικά εμβόλια, ή η πρωτοβουλία Αυστρίας και Δανίας να συμπήξουν συμμαχία έρευνας και παραγωγής με το Ισραήλ, δε δίνουν λύσεις διαρκείας. Η αξιοποίηση των παραγωγικών υποδομών χωρών όπως η Ινδία και η Νότια Αφρική, μπορεί να δώσει προοπτική και να καταστήσει ρεαλιστική τη λύση της διαρκούς κάλυψης των αναγκών.
Εδώ όμως είναι που ξεκινούν τα προβλήματα. Ανακύπτουν ζητήματα ποιοτικής επάρκειας των εγκαταστάσεων, όπως και προτεραιοτήτων στη διάθεση των παραγόμενων εμβολίων. Ο ‘τρίτος κόσμος’ ζητά και εύλογα να ικανοποιηθούν σύμμετρα οι ανάγκες του. Δεν μπορεί να αξιώνει κανείς τη φασόν παραγωγή σε χώρες που οι κοινωνίες τους, θα έχουν αφεθεί στις τύχες τους. Το ζήτημα για τις εμπορικές πατέντες των εμβολίων, είναι μια πρόκληση, που η Ευρώπη δεν μπορεί να αγνοήσει. Από τη μια οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν είναι διατεθειμένες -και ορθά- να απεμπολήσουν τα πνευματικά τους δικαιώματα. Πώς θα μπορούσαν, εάν το έπρατταν, να αποσβέσουν την επένδυσή τους και τι κίνητρο θα είχαν να συνεχίσουν να επενδύουν στην έρευνα και την τεχνολογία. Αλλά και η αδυναμία των φτωχών να πληρώσουν, είναι δεδομένη. Στο σημείο αυτό η πρόταση για εύλογη αποζημίωση των φαρμακευτικών, από τα Ευρωπαϊκά Κράτη ή και ενδεχόμενα τον Κοινοτικό προϋπολογισμό, με μια αναπροσαρμογή του, φαίνεται να αξίζει συζήτησης και επεξεργασίας. Ενδεχομένως να απαιτείται και μια διαρκής επένδυση στον τομέα της φαρμακευτικής έρευνας, προκειμένου σε κάθε επιτυχία η Ευρώπη, να έχει λόγο στη διαχείρισή της. Και να μην τρέχει ασθμαίνουσα ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας να αναζητά μονάδες και γραμμές παραγωγής σε όρη και βουνά. Στοιχειώδες όπως θα έλεγε και ο Σέρλοκ Χολμς στον Γουότσον. Όπως και η ανάγκη για παραγωγή λύσεων. Γιατί χωρίς αυτές πολιτική δεν υπάρχει. Μόνο πολιτικάντηδες. Που σε περιόδους κρίσης, όπως η σημερινή, η γύμνια τους είναι εκτυφλωτική. Ας ελπίσουμε πως θα εκλείψουν με τη λήξη της. Δε θα λείψουν από κανέναν.