Του Πολύκαρπου Αδαμίδη
Ο Κορωνοϊός μπήκε στη ζωή μας και έφερε τα πάνω κάτω. Το μοντέλο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε ο Δυτικός πολιτισμός και η κοινωνική συνύπαρξη, ασφυκτιά και αδρανοποιείται μέσα σε μια Οργουελική πραγματικότητα, που υπερακοντίζει φαντασιακά μέχρι σήμερα σενάρια, της βιομηχανίας του θεάματος.
Η ζωή όμως θα συνεχιστεί, με όσες αναταράξεις και ριζικές ακόμα αλλαγές επέλθουν, μετά την πάροδο του σοκ, που μας έχει προκαλέσει ο ‘αόρατος εχθρός’. Για την ακρίβεια οι ισορροπίες του γεωπολιτικού καμβά, διαμορφώνονται ακόμα και τις ώρες αυτές της δοκιμασίας. Και κατατείνουν σε ένα σκηνικό, που προμηνύεται νέες προκλήσεις και δυσχέρειες για τα εθνικά μας συμφέροντα.
Η νηνεμία στο τομέα των πυρηνικών εξοπλισμών, που με γενναίες προσπάθειες είχε επιτευχθεί στα τέλη της δεκαετίας του 80, μοιάζει ήδη να είναι ευχάριστη ανάμνηση. Οι συνθήκες INF και STAR, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε, έχουν προ καιρού τορπιλιστεί. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι το χρονικό διάστημα, που είχαν συναφθεί, συνέπεσε με την προϊούσα εξασθένηση και εν συνεχεία οικονομική κατάρρευση της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Πέρα από την παταγώδη αποτυχία του ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’, ως φιλοσοφία και λειτουργία της αγοράς και ελέγχου της, ήταν και οι δυσβάσταχτες αμυντικές δαπάνες, που λύγισαν τη Σοβιετική Οικονομία. Το ‘κερασάκι’ του αδύνατου αυτού ανταγωνισμού, ήταν το λεγόμενο πρόγραμμα ‘του πολέμου των Άστρων’, στο οποίο ευφυώς ο Πρόεδρος Ρέιγκαν ‘έσυρε’ τους Σοβιετικούς, μέχρι του σημείου να αποδεχθούν την αδυναμία τους να ακολουθήσουν. Ως αποτέλεσμα υπέγραψαν τη Συνθήκη για την απαγόρευση των πυραύλων μέσου βεληνεκούς -από 500 έως 5.500 χιλιόμετρα-, INF. Στη συνέχεια το 1991 υπέγραψαν και τη συνθήκη για τον περιορισμό των στρατηγιών πυρηνικών όπλων, με αποτέλεσμα να μειωθεί κατά 80% περίπου το στρατηγικό πυρηνικό οπλοστάσιο των δύο υπερδυνάμεων. Μια μεγάλη ανάσα για τον πλανήτη, που ζούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου με τον ζόφο της πυρηνικής αναμέτρησης .
Κατά ειρωνεία όμως της Ιστορίας αλλά και της θυμικής της αντιμετώπισης από λαούς και ηγέτες, οι σπουδαίες αυτές συνθήκες, προφανώς σηματοδοτούσαν για τους διαδόχους των Σοβιετικών, σιωπηρή αποδοχή ‘της ήττας τους’. Στο πλαίσιο καταφανώς συσπείρωσης γύρω από τον ηγέτη και ‘αναπτέρωσης’ του εθνικού γοήτρου, υπονόμευσαν συστηματικά τις δύο συνθήκες. Μέχρι του σημείου να αναπτύξουν οπλικά συστήματα που απαγορεύονται αλλά και να καταστήσουν αδύνατη την επαλήθευση των δεσμεύσεών τους για τον αριθμό των κεφαλών που μπορούσαν να προσαρμοστούν στους Ρωσικούς Διηπειρωτικούς πυραύλους.
Και δεν είναι το μόνο σημείο που η Ρωσία φαίνεται να αποζητά δραστική αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ. Μόλις πρόσφατα τίναξε στον αέρα ουσιαστικά την άρρητη συμφωνία με τη Σαουδική Αραβία και κατ’ επέκταση τον ΟΠΕΚ, ως προς τον έλεγχο της ροής του πετρελαίου και της παραγωγής του. Το αποτέλεσμα ήταν να κατρακυλήσει σε ιστορικά χαμηλά η τιμή του και να δεχθεί πλήγμα η Ρωσική Οικονομία. Η επιλογή όπως λέγεται είναι συνειδητή. Οι Ρώσοι θέλουν με τις χαμηλές τιμές να εκτοπίσουν από τις διεθνείς αγορές το Αμερικανικό πετρέλαιο, που παράγεται με τη σχιστολιθική μέθοδο, που είναι ακριβότερη και έχει αναδείξει τις ΗΠΑ σε τρίτη πετρελαιοπαραγωγό δύναμη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους η Ρωσική οικονομία, μπορεί να πάρει το ρίσκο γιατί έχει έναν κουμπαρά εκατό δισεκατομμυρίων δολαρίων, ως απόθεμα ασφαλείας, ενώ διαθέτει και άλλες πηγές εσόδων και εξαγωγικού εμπορίου.
Ανεξάρτητα από την ορθότητα και την προοπτική των Ρωσικών εκτιμήσεων, διαμορφώνεται ένα σκηνικό ευρείας αντιπαράθεσης, που ‘χρωματίζεται’ από επιθετικές ενέργειες, με αρνητικό ακόμα αντίκτυπο για την ίδια τη Ρωσία. Στο πλαίσιο αυτό είναι εμφανές ότι επιδιώκει να προσεταιριστεί ή σε κάθε περίπτωση να αδρανοποιήσει την Τουρκία, προκειμένου να αποτρέψει την εγκατάσταση οπλικών συστημάτων στο έδαφός της, με την παύση της ισχύος των INF και STAR, αλλά και για να διασφαλίσει τη διέλευση των ενεργειακών αγωγών της. Αντίθετες είναι οι Αμερικανικές βλέψεις και επιδιώξεις. Και στη μέση βρισκόμαστε εμείς. Χωρίς παράτες και συναισθηματικές πομφόλυγες. Το δίχως άλλο αποτελεί προτεραιότητα ανάλυσης και προετοιμασίας για το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας.