Στην ιστορική διαδρομή των πολεμικών συγκρούσεων, πάγια πρακτική των εμπολέμων, ήταν και παραμένει η αποδόμηση του ηθικού των αντιπάλων.

Η πρακτική αυτή, ανεξάρτητα από τους συνήθεις χαρακτηρισμούς της ως ψυχολογικού πολέμου και προπαγάνδας, παρουσιάζει διαφοροποιήσεις ως προς τη μεθόδευση, την επεξεργασία και την προβολή της, ανάλογα και με το στάδιο της πολεμικής προσπάθειας, στο οποίο διεξάγεται.

Έτσι μορφή ψυχολογικού πολέμου είναι και η απόλυτη αγριότητα με την οποία αντιμετωπίζονται οι αντίπαλοι, από την εποχή ακόμα του Αττίλα και του Τζέγκις Χαν, που όπως λέγετο δε φύτρωνε χορταράκι μετά το πέρασμά τους, όπως και των ειδεχθών βασανισμών των αιχμαλώτων και όσων θεωρούνταν εχθροί του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους, ενώ μορφή ψυχολογικού πολέμου είναι η προσπάθεια να ενσπείρει κανείς στον αντίπαλο αμφιβολίες ως προς το μάταιο της προσπάθειάς του και των θυσιών που πραγματοποιεί.

Τέτοιες πρακτικές βίωσε ο Ελληνικός Στρατός κατά την προέλασή του, όπως λέγεται στα ενδότερα της Μικράς Ασίας και τον φθοροποιό εγκλωβισμό του, επί ένα και πλέον έτος στη γραμμή Κιουτάχεια, Εσκί Σεχίρ, Αφιόν Καραχισάρ, όπως και οι εμπόλεμοι στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στο Ρωσικό Μέτωπο, με φυλλάδια και διαρκείς προσκλήσεις με τηλεβόες, να εγκαταλείψουν την προσπάθεια και να παραδοθούν στον αντίπαλο, δίνοντας τέλος σε μια άσκοπη, κατά τους προπαγανδιστές, αιματοχυσία.

Οι πρακτικές αυτές προπαγάνδας, δεν απευθύνονται κατ’ ανάγκη, μόνο σε όσους εμπλέκονται άμεσα στο πεδίο της μάχης. Σε πλείστες όσες περιπτώσεις, μπορούν να έχουν κορυφαία αποτελέσματα, όταν κλονίζουν τους συμμάχους των εμπολέμων και περιορίζουν ή και εξαλείφουν, τη βοήθεια που τους παρέχουν.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί τα όσα το τελευταίο χρονικό διάστημα, βασικά στελέχη του Κρεμλίνου, με πρώτη την ‘αλεπού της Ρωσικής Διπλωματίας’, Σεργέι Λαβρώφ, αρχικά υπαινίσσονται και με το πέρασμα των ημερών, ρητά διατυπώνουν. Και δεν είναι μόνο η συχνή πυκνή αναφορά και ουσιαστικά απειλή και εκβιασμός, περί χρήσης των πυρηνικών, που εκφεύγει κάθε πλαισίου λογικής και διεκδικήσεων.

Στο κάτω κάτω της γραφής, εύλογα η μεγάλη πλειοψηφία των Δυτικών κρατών και κοινωνιών και όχι μόνο, δεν μπορεί να ασχοληθεί και ορθώς με το ενδεχόμενο και τις συνέπειες ενός πυρηνικού πολέμου, για τον απλό λόγο ότι αποτελεί ανοησία και μόνο να αξιολογείς διαβαθμίσεις του όλεθρου και μια επόμενη μέρα, που δεν πρόκειται να ακολουθήσει. Είναι τέτοιο το μέγεθος του παραλογισμού και το ατελέσφορο της διαπραγμάτευσης που διαμορφώνει, που ακυρώνει και την όποια επιρροή του.

Δεν ισχύει όμως το ίδιο για την περίπτωση της οικονομικής ύφεσης και των δυσχερειών στον ενεργειακό εφοδιασμό, στο βαθμό μάλιστα που είναι αποτέλεσμα των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας.

Οι κοινωνίες που θα πληγούν, για έναν πόλεμο στον οποίο δεν έχουν άμεση συμμετοχή ή εθνικό διακύβευμα, θα έχουν δυσκολίες να διαχειριστούν την κοινωνική δυσθυμία. Η οποία θα βαίνει ογκούμενη, με τη βοήθεια και των προπαγανδιστικών μηχανισμών, που η Ρωσία, από την εποχή ακόμα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, διαθέτει.

Αναφορές στην ελευθερία και τη δημοκρατία, δεν είναι από μόνες τους ικανές και σίγουρα όχι σε βάθος χρόνου, για να κατευνάσουν τις αντιδράσεις και το ενδεχόμενο αδιέξοδο, που δημιουργεί η φτώχεια.

Ειδικά μάλιστα στη χώρα μας, οι αντιδράσεις αυτές θα ενταθούν με την υπόμνηση και άλλων παραμέτρων, όπως αυτής του ρόλου της Τουρκίας, που τη μεσολάβησή της ζητούν οι εγκλωβισμένοι στο Αζόφσταλ, για τη σωτηρία τους.

Σε ένα τόσο κρίσιμο σταυροδρόμι, η λύση δεν μπορεί να είναι παρά Ευρωπαική. Με τη δημιουργία ενός Ταμείου στο πρότυπο του Ταμείου Ανάκαμψης, που συστήθηκε για την Πανδημία, με ενδεχόμενη διεύρυνση των δράσεών του.

Μόνο έτσι θα δημιουργηθούν υποδομές και θα εξασφαλιστούν σε βάθος δεκαπενταετίας τα ενεργειακά αποθέματα για την ισόρροπη κάλυψη, με όρους λειτουργικότητας και διασφάλισης του βιοτικού επιπέδου, των αναγκών των Κρατών Μελών. Είναι λάθος και ασυγχώρητη ολιγωρία να ψέγει κανείς ή ανέχεται την αμφισβήτηση του ρόλου της Ευρώπης. Εξ όσων γνωρίζω δεν υπάρχουν και εναλλακτικές.