Πολύκαρπος Αδαμίδης: Το θράσος και η ατζέντα
Μεταξύ των φερόμενων θυμικών και ρήσεων στην ιστορική διαδρομή είναι και αυτή που λέει ότι ‘όσο πιο μεγάλο είναι το ψέμα, τόσο και πιο πιθανό είναι να γίνει πιστευτό’.
Ή σε μια πρόσθετη ανάλυση να οδηγήσει τον θιγόμενο στο να απαξιώσει να ασχοληθεί μαζί του, όπως και κάθε καλόπιστο τρίτο. Στη διεθνή όμως σκηνή και στην κονίστρα διαμόρφωσης διεθνών συσχετισμών οι καλόπιστοι και καλοπροαίρετοι δεν αποτελούν τη συνηθέστερη κατηγορία προσώπων και σε κάθε περίπτωση παράμετρο στην οποία θα μπορούσε κανείς να υπολογίζει. Αντίστοιχα κάθε είδους αιτίαση, περιλαμβανομένων των εξωφρενικών, δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Πρόσφατο παράδειγμα τα όσα απίθανα ακούσαμε, ακόμα και από τα πλέον επίσημα και θεσμικά χείλη της γείτονος, ότι μεγάλα Ελληνικά νησιά του Αιγαίου ανήκουν κατά κυριαρχία στην Τουρκία και απλά η χώρα μας τα νέμεται. Ούτε λίγο, ούτε πολύ σε επόμενο χρόνο, θα μας ζητηθεί και ενοίκιο.
Βασικό σημείο αναφοράς των απίστευτων αναφορών των Τούρκων αξιωματούχων, γύρω από το οποίο περιελίσσεται η κατά συνθήκη επιχειρηματολογία τους, είναι ότι τα νησιά αυτά δεν έχουν ρητά ονοματισθεί, ότι περιέρχονται στην Ελληνική κυριαρχία, δυνάμει των σχετικών Συνθηκών και ειδικότερα της Λωζάννης του 1923 και των Παρισίων του 1947.
Το ως άνω θρασύτατο και έωλο εφεύρημα της γειτονικής χώρας, καταρρίπτεται άνευ ετέρου με την επίκληση της συμβατικής ρύθμισης, που η Τουρκία έχει συνομολογήσει, σύμφωνα με την οποία παραιτείται κάθε διεκδίκησης ως προς τα νησιά που απέχουν πλέον των 3 ναυτικών μιλίων από τα Μικρασιατικά Παράλια.
Μόνη εξαίρεση η Ίμβρος και η Τένεδος τα Ελληνικότατα αυτά Αιγαιοπελαγίτικα νησιά, που όπως και οι Λαγούσες νήσοι, βρίσκονται στην είσοδο των Δαρδανελλίων και εξ αυτού του λόγου η Τουρκία αξίωσε και πέτυχε να της παραχωρηθούν με τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Τα Ελληνικά αυτά νησιά έπεσαν θύματα της γεωγραφίας τους και της συστηματικής στη συνέχεια παραβίασης των διεθνών υποχρεώσεων της Τουρκίας. Ως συνέπεια της βάρβαρης παραβίασης των δικαιωμάτων τους και των διωγμών τους οι Ελληνικοί πληθυσμοί πραγματοποίησαν τη δική τους έξοδο στην προσφυγιά.
Την ανιστόρητη και έωλη θέση της Τουρκίας, δείχνουν να αποδέχονται, σε μια χρήζουσα διερεύνησης πρακτική και επιχειρηματολογία, ως παραπειστική βάση συζήτησης και σχετικές αναλύσεις, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας και στην χώρα μας.
Κι όλα αυτά υπό τον μανδύα της δήθεν ανησυχίας για την υπεράσπιση των εθνικών μασ συμφερόντων. Στο πλαίσιο αυτής της λογικής του παραλόγου, που ούτε και συμβατικά έχει έρεισμα αφού υφίσταται ρητή και αντίθετη ρύθμιση, θα μπορούσε να προβληθεί και ο ισχυρισμός ότι ούτε η Τουρκία έχει αποκτήσει με διεθνή συνθήκη την κυριαρχία στο σύνολο των πόλεων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, στο μέτρο που δεν υπάρχει αναλυτική καταγραφή και αναφορά τους στις οικείες Συνθήκες.
Η στόχευση ωστόσο της Τουρκικής διπλωματίας, θα πρέπει να αναζητηθεί και πίσω από τον παραλογισμό των προσβλητικών διεκδικήσεων.
Σε μια ενδεχόμενη εκδίκαση της μίας και μόνης διαφοράς μας με την Τουρκία, που είναι ο καθορισμός της υφαλοκρηπίδας, από το Δικαστήριο της Χάγης, είναι πρόδηλο ότι θα επιδιώξει να υπάρξει και αποσαφήνιση κατ’ αυτήν της κυριαρχίας επί των νησιών, των 9 με βάση τις πλέον πρόσφατες δηλώσεις των Τούρκων αξιωματούχων.
Προσδοκούν κατά τούτο οι Τούρκοι, με βάση και νομολογιακό προηγούμενο στη Νότια Αμερική, πως η πασιφανής επιβεβαίωση της κυριαρχίας μας θα δικαιολογούσε κατά την Τουρκία, έναν ταυτόχρονο περιορισμό των δικαιωμάτων των νησιών μας στον προσδιορισμό της Υφαλοκρηπίδας. Η στόχευση μοιάζει σύνθετη και απομακρυσμένη. Τίποτα όμως δεν είναι τυχαίο στην Τουρκική ρητορική και διεκδικήσεις.