Η Κριστίν Χάντι τα είχε όλα μέχρι που ένας «μαΐμού» γόνος εκατομμυριούχου εμφανίστηκε στη ζωή της – Ήταν έγκυος στο παιδί τους και εκείνος της ζητούσε λεφτά για να… κάνει έκτρωση μία έφηβη την οποία είχε βιάσει
Πριν από δεκαπέντε χρόνια, η ζωή της Κριστίν Χάντι ήταν γεμάτη ασφάλεια και ευκαιρίες για νέα ξεκινήματα. Ήταν 40 ετών, οικονομικά εξασφαλισμένη, χωρίς υποθήκες και δάνεια και ζούσε με τα τρία παιδιά της σε ένα όμορφο αρχοντικό πέντε υπνοδωματίων στο καταπράσινο Τσέλτεναμ των μαγευτικών Κότσγουολντς της Νοτιοδυτικής Αγγλίας. Χωρισμένη από τον πλούσιο σύζυγό της και έχοντας αναλάβει η ίδια εκείνη τη φροντίδα των παιδιών, δούλευε part time σε μια μπουτίκ με ρούχα -απλώς για το κέφι της- και ξεκινούσε μια νέα σχέση στη ζωή της.

Σήμερα, η ζωή της, είναι πολύ διαφορετική. Ζει σ’ ένα ταπεινό διαμέρισμα σε συγκρότημα κατοικιών κοντά στα σύνορα της Βόρειας Ουαλίας με το τέταρτο παιδί και τον νέο σύντροφό της, δεν μπορεί να εργαστεί για λόγους υγείας και η επιβίωσή της βασίζεται σε κάποιο επίδομα της Κοινωνικής Πρόνοιας. Στα χρόνια που πέρασαν έχασε τα πάντα.

 

 

Αυτή η δραματική αλλαγή στη ζωή της Κριστίν δεν είναι αποτέλεσμα οικονομικής κακοδιαχείρισης ή φανταχτερού και σπάταλου τρόπου ζωής. Αντιθέτως, απεικονίζει με θλιβερό τρόπο την καταστροφική «κληρονομιά» που της άφησε ένας απατεώνας -ένας απολογισμός που την στοιχειώνει, καθώς έχει πλέον περάσει καιρός από τότε που η ιστορία της έγινε πρωτοσέλιδο. Σήμερα, η ιστορία αυτή βλέπει ξανά το φως της δημοσιότητας αφού ο άνθρωπος που την κατέστρεψε αποφυλακίζεται ενώ εκείνη συνεχίζει να τραβά τον δικό της Γολγοθά.

Δεκαέξι μαρτυρικά χρόνια…

Έτος 2003. Στη ζωή της Χάντι μπαίνει ένα νέος άνδρας με εξαιρετικούς τρόπους και το επιβλητικό όνομα Αλεξάντερ Μαρκ Ντε Άρικεν Ντε Ρότσιλντ – Χάτον. Της παρουσιάζεται ως ευκατάστατος χρηματιστής και επενδυτής και νόθος γιος του πολυεκατομμυριούχου τραπεζίτη Έντμουντ Ντε Ρότσιλντ. Τον ερωτεύθηκε τρελά και απέκτησαν μαζί έναν γιο, τον Μάρκους.

 

Αφού την εξαπάτησε αποσπώντας της πάνω από μισό εκατομμύριο λίρες και κατέστρεψε τη ζωή της και καθώς τα ψέματα του -απλώς- Μαρκ Χάτον ξετυλίγονταν ένα προς ένα, η Κριστίν αποκαλύπτει μεταξύ άλλων ότι είχε βιάσει μια έφηβη την εποχή που εκείνη ήταν έγκυος στο παιδί τους. Ενώ ο Χάτον έκανε ό, τι μπορούσε για να αποφύγει τη δικαιοσύνη καταφεύγοντας στις ΗΠΑ, μετά από ένταλμα σύλληψης «επέστρεψε» το 2008 στο Ηνωμένο Βασίλειο, και τον Μάρτιο του 2010, καταδικάσθηκε σε 18 χρόνια φυλάκιση για βιασμό, σεξουαλική επίθεση και απάτη. Ενώ η ποινή φυλάκισης έχει πλέον λήξει, η «ποινή» της Κριστίν συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την καταδίκη του, εκείνη αντιμετώπισε ολοένα και περισσότερες δυσκολίες: πτώχευση, έλλειψη στέγης, ατελείωτες προσωρινές μετακομίσεις, πολλές αλλαγές στο σχολείο για τον Mάρκους, που σήμερα είναι 15 ετών -και έναν εξουθενωτικό και τελικά σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχή αγώνα για αποζημίωση από τις τράπεζές. Μερικές φορές ήταν σε τόσο δραματική κατάσταση, που αναγκαζόταν να τρέφεται από τα συσσίτια.

Δεν την διακρίνει αυτολύπηση αλλά δεν μπορεί παρά να διαλύεται ψυχολογικά ξαναζώντας τη σκληρή δοκιμασία της υποστηρίζοντας πως ήταν «ένας αγώνας για επιβίωση». Και βέβαια αισθάνεται ενοχές για τον μικρό της γιο, ο οποίος αναγκάστηκε, καθώς μεγάλωνε, να αντιμετωπίσει τη φριχτή αλήθεια για τον πατέρα του, στον οποίο μοιάζει καταπληκτικά. Ο μικρός, δεν είχε καμία επαφή με τον Χάτον από τότε που ο τελευταίος διέφυγε και αρνείται να τον αποκαλέσει «πατέρα»: «Η ζωή ήταν δύσκολη για τον Μάρκους. Έπρεπε να αντέξει τόσα πολλά», λέει η Κριστίν και συνεχίζει: «Έπρεπε ν’ αποδεχθεί μερικά πραγματικά δύσκολα πράγματα. Θυμάμαι να είμαι στο αυτοκίνητο μαζί του πριν από λίγα χρόνια όταν με ρώτησε γιατί ο μπαμπάς του είχε τόσο μεγάλη ποινή για απάτη. Έπρεπε να του πω ότι υπήρχε μια άλλη δικαστική υπόθεση, και με τα χρόνια έχει μάθει την πλήρη αλήθεια. Ένα πράγμα που του λέω συνεχώς είναι ότι δεν μπορείς να επιλέξεις την οικογένειά σου».

 

Η αρχή του κακού παραμυθιού…

Τον Μάρτιο του 2003, η Κριστίν απολάμβανε μερικές ήσυχες στιγμές σε ένα καφέ όταν ένας άνδρας, περίπου σαράντα ετών, τη ρώτησε αν μπορούσε να καθίσει μαζί της. «Υπέθεσα ότι τα άλλα τραπέζια ήταν γεμάτα και, χωρίς να κοιτάξω, είπα: “Παρακαλώ”», θυμάται. «Αλλά τότε, όταν κοίταξα, συνειδητοποίησα ότι τα τραπέζια ήταν κενά. Μου φάνηκε λίγο περίεργο, αλλά κουβεντιάζαμε για δέκα λεπτά». Τον βρήκε γοητευτικό και ενδιαφέροντα και την άκουγε με προσοχή. Ακολούθησαν περισσότερες συναντήσεις στο καφέ και αργότερα, ο άνδρας που είχε συστηθεί ως Αλεξάντερ Άρικεν της ζήτησε να δειπνήσουν μαζί -έπειτα έβγαλε ξαφνικά το διαβατήριό του για να της αποκαλύψει το πραγματικό του όνομα: Αλεξάντερ Μαρκ ντε Αρικεν ντε Ρότσιλντ – Χάτον. Στη συνέχεια άρχισε να της εξιστορεί την περίπλοκη ιστορία της «κληρονομιάς» του, λέγοντας της πως έπρεπε να γνωρίζει ποιος ήταν.

Της είπε λοιπόν ότι ήταν ο νόθος, γεννημένος στη Σιγκαπούρη, γιος του κληρονόμου των τραπεζιτών Έντμουντ Ντε Ρότσιλντ και της Κινέζας ερωμένης του. Ο «Αλεξάντερ», της είπε ότι τον μεγάλωσε ένας άντρας με το όνομα Πίτερ Ντε Άρικεν μαζί με τη σύζυγό του Φιλουμένα, που είχε παντρευτεί κάποιον Φρεντ Χάτον μετά τον θάνατο του Πίτερ. Η αλήθεια ήταν ότι είχε γεννηθεί στη Σιγκαπούρη – από τη Φιλουμένα (που έχει το κινεζικό όνομα Ταν Λενγκ Τζιοκ) και έναν άντρα που λεγόταν Πίτερ Άρικεν. Και η μητέρα του είχε παντρευτεί έναν Φρεντ Χάτον. Καμία σχέση όμως με Ρότσιλντ, τραπεζίτες, βαρόνους και τίτλους ευγενείας!

Στη συνέχεια ο Χάτον της είπε ότι είχε σπουδάσει στο Ήτον και την Οξφόρδη και είχε καριέρα στα διεθνή χρηματοοικονομικά, όλα ψέματα. Αυτό όμως που ήταν αλήθεια και -φυσικά- δεν της είπε ήταν πως είχε δύο ποινικές καταδίκες: 18 μήνες φυλάκισης το 2000 για εξαπάτηση δύο επιχειρηματιών του Μπόρνμουθ και ποινή φυλάκισης 21 μηνών στο Ελσίνκι της Φινλανδίας, για απλήρωτα επιχειρηματικά χρέη και απάτη.

Αγνοώντας όλα τα παραπάνω και μην κάνοντας έρευνα για το άτομό του, η Κριστίν παρασύρθηκε γρήγορα από τον γοητευτικό ξένο, που της γνώρισε και μέλη της εκτεταμένης οικογένειάς του. Μέχρι το τέλος του 2003 το ζευγάρι είχε ήδη μιλήσει για γάμο. «Ακούγεται σαν κλισέ, αλλά πραγματικά ξετρελάθηκα», λέει.

Τότε ο Χάτον ζήτησε για πρώτη φορά χρήματα από την Κριστίν, συγκεκριμένα 75.000 λίρες για να καλύψει τα έξοδα για το MBA του σε σχολή επιχειρήσεων του Λονδίνου. «Με είχε μαλακώσει ήδη λέγοντας ότι είχε χρήματα στην Ελβετία», λέει. «Το είδα ως επένδυση στο κοινό μας μέλλον και βοήθεια προς τον σύντροφό μου. Αυτό κάνεις μέσα σε μια σχέση». Του έδωσε επίσης διάφορα ποσά, συμπεριλαμβανομένων 100.000 λιρών σε δόσεις για να χρηματοδοτήσει κάποιες άλλες επιχειρηματικές σπουδές, 105.000 λίρες για να συμμετάσχει σε ελβετικό επενδυτικό ταμείο και 50.000 λίρες για να καλύψει φορολογικές υποχρεώσεις του. Συνολικά, οι εισαγγελείς υπολόγισαν ότι της είχε αποσπάσει 565.000 λίρες -χρήματα που κάποια από τα οποία δανείστηκε υποθηκεύοντας το σπίτι της. Κάθε φορά που η Κριστίν ζητούσε αποδεικτικά έγγραφα, ο Χάτον απαντούσε ότι το χαρτομάνι ήταν σε θυρίδα ασφαλείας στην Ελβετία…

Δεν χτύπησε ποτέ καμπανάκι; Η Κριστίν λέει όχι: «Η αδερφή του ήταν δικηγόρος και υπήρχε πάντα κάποια εύλογη εξήγηση για την οποία γίνονταν έτσι τα πράγματα». Μέχρι τότε, η Κριστίν είχε έναν ακόμη λόγο να πιστεύει τις υποσχέσεις του εραστή της: είχε γεννήσει το παιδί του: «Όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά, ο Χάτον μου έλεγε ότι ήθελε να έχουμε μια δική μας οικογένεια. Ως μητέρα τριών παιδιών, ήμουν απρόθυμη αλλά τελικά με έπεισε. Όταν γεννήθηκε ο Μάρκους, εξαντλήθηκα φροντίζοντας ένα μωρό και τα μεγαλύτερα παιδιά μου, καθώς εκείνος ταξίδευε πολύ για δουλειές… Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα… Με κράτησε σε κατάσταση σύγχυσης», θυμάται. Όπως όλοι οι απατεώνες, την απομόνωσε επίσης από τους φίλους της και την έπεισε να μετακομίσει από την οικειότητα του Τσέλτεναμ σε ένα νοικιασμένο σπίτι στην εξοχή, με το πρόσχημα ότι η μητέρα του θα μπορούσε να βοηθήσει στη φροντίδα των παιδιών.

 

«Αν αυτός είναι Ντε Ρότσιλντ, εγώ είμαι ο Μίκυ Μάους»

Μόνο αφού συναντήθηκε με τη νύφη του Χάτον, για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2006, έπεσαν οι παρωπίδες από τα μάτια της Κριστίν: «Με είχαν προειδοποιήσει πως ήταν πολύ καυστική εναντίον του, αλλά εμένα μου άρεσε σαν τύπος. Λίγο αργότερα ήρθε να με δει και μου είπε: “Ελπίζω να μην έχεις μπλέξει οικονομικά μαζί του”. Τα ακριβή της λόγια ήταν: “Αν αυτός είναι Ντε Ρότσιλντ, εγώ είμαι ο Μίκυ Μάους”. Ο πανικός μου ήταν ακαριαίος».

Η Κριστίν αντιμετώπισε τον Χάτον αργότερα εκείνη την ημέρα. «Τότε έπεσε η μάσκα του για πρώτη φορά», λέει και συνεχίζει: «Ορκιζόταν πως αυτά ήταν ψέματα και μου φώναζε εκνευρισμένος».

Αφού έφυγε, επέστρεψε την επόμενη μέρα, έχοντας αλλάξει τακτική. «Ήταν μετανοιωμένος, με εκλιπαρούσε να μην πάω στην αστυνομία, λέγοντας ότι είχε πέσει θύμα απάτης, γι ‘αυτό δεν μπορούσε να μου δώσει τα χρήματα πίσω». Ήταν πολύ αργά. Τρομοκρατημένη, η Κριστίν ήρθε σε επαφή με την αστυνομία και έναν δικηγόρο: «Συνειδητοποίησα ότι είχα χάσει τα πάντα. Ήμουν εντελώς βλάκας. Ήταν σαν να ζούσα σε ένα παράξενο όνειρο -το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να ζω την κάθε μέρα όπως ερχόταν και να προσπαθώ να κρατήσω τη ζωή όσο το δυνατόν πιο φυσιολογική για τα παιδιά μου».

 

 

Τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμη. Τον Φεβρουάριο του 2007, τρεις μήνες μετά την τελευταία του εμφάνιση στο κατώφλι της, ο Χάτον εξαφανίστηκε. Η Κριστίν δημιούργησε έναν ιστότοπο προσπαθώντας να τον εντοπίσει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να έρθουν σε επαφή μαζί της πολλές άλλες γυναίκες από όλο τον κόσμο που δήλωναν ότι είχαν στο παρελθόν αλλά και πρόσφατα σχέσεις μαζί του: «Συνολικά, είχε σχέσεις με περίπου 20 άλλες γυναίκες καθ’ όλη τη διάρκεια της σχέσης μας», λέει. «Όλα όσα είχαμε ήταν ένα ψέμα».

Ακόμη όμως και αυτό δεν συγκρίνεται με την αποκάλυψη ότι ο Χάτον είχε κατηγορηθεί για βιασμό και σεξουαλική επίθεση σε βάρος μιας έφηβης, που την είχε μάλιστα συστήσει στην Κριστίν ως κόρη ενός παλιού του φίλου από το σχολείο. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, είχε πληρώσει για μια έκτρωση για το ίδιο κορίτσι την εποχή που η Κριστίν ήταν έγκυος τριών μηνών στον Μάρκους. «Συνειδητοποίησα ότι πραγματικά δεν τον γνώριζα καθόλου», λέει. «Είχα μια μικρή κόρη στην ηλικία του κοριτσιού. Αυτό ήταν αρρωστημένο».

Στη συνέχεια, μέσα σε μία κλειδωμένη αποθήκη αποκαλύφθηκαν κάποια από αντικείμενα που ο Χάτον είχε αγοράσει με τα χρήματα της «λείας» του: πανάκριβα κοστούμια και παπούτσια επώνυμων σχεδιαστών, ασημένια μανικετόκουμπα, και μια BMW αξίας 66.000 λιρών. «Η αστυνομία πιστεύει ότι χρησιμοποίησε τα χρήματα μου για να παρουσιάζεται ως εύπορος σε άλλα υποψήφια θύματα», λέει η Κριστίν.

Εκείνη, εν τω μεταξύ, βρέθηκε στην ουρά για το συσσίτιο. Καθώς δεν μπορούσε να πληρώσει το ενοίκιό της, της έκαναν έξωση δύο φορές από το σπίτι που έμενε και μέχρι τον Νοέμβριο του 2014 εκείνη και ο Μάρκος ήταν άστεγοι: «Έπρεπε να βάλω όλα τα έπιπλα σε αποθήκη και τα παιδιά έπρεπε να πάνε να μείνουν με τον μπαμπά τους», λέει. «Ο Μάρκους και εγώ καταλήξαμε να ζούμε σε νοικιαζόμενα δωμάτια για λίγα βράδια και όλα τα υπάρχοντά μας ήταν μια τσάντα στην άκρη του κρεβατιού. Παραλάμβανα τον Μάρκους από το σχολείο τις Παρασκευές και δεν θα ήξερα πού θα μέναμε για το Σαββατοκύριακο. Ήμασταν μεροδούλι – μεροφάι για μεγάλο χρονικό διάστημα».

Η ζωή της κυλούσε με δουλειές αμειβόμενες με τον ελάχιστο μισθό που δεν ήταν ποτέ αρκετός για να καλύψει τα έξοδά της -μια επισφαλής οικονομική θέση που επιδεινώθηκε από τις προσπάθειες της Κριστίν να αποζημιωθεί από τις τράπεζες, οι οποίες, όπως ισχυρίζεται, επέτρεψαν στον Χάτον να παίρνει τα χρήματά της μέσω λογαριασμών στους οποίους δεν είχε γίνει ο παραμικρός οικονομικός έλεγχος. «Είχε δώσει ψεύτικα ονόματα, ψεύτικες διευθύνσεις. Δεν έγιναν έλεγχοι νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ούτε τηρήθηκε το καθήκον φροντίδας. Τα χρέη μου αυξάνονταν καθώς αγωνιζόμουν σε τόσα πολλά μέτωπα. Πάντα πίστευα ότι ήμασταν τόσο κοντά στην επιτυχία, αλλά έκαναν ό, τι μπορούσαν για να με απογοητεύσουν».

 

 

Μέχρι τον Οκτώβριο του 2016 είχε αγγίξει τον πάτο. «Θυμάμαι, ήμουν καθισμένη στον καναπέ και απλώς δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Ήταν ανεξέλεγκτο» λέει και συνεχίζει: «Θυμάμαι τον Μάρκους να με κοιτάζει με δυσπιστία γιατί δεν με είχε ξαναδεί ποτέ σε τέτοια κατάσταση. Ήμουν τόσο τρομαγμένη. Δεν μπορούσα να βρω μια διέξοδο από την τραγική οικονομική μας κατάσταση».

Η ζωή της, τουλάχιστον, έχει βελτιωθεί από τότε. Η μετακόμιση στο σπίτι της μητέρας της για να την φροντίσει προτού εκείνη πεθάνει έδωσε σε αυτήν και τον Μάρκους ένα σπίτι -αυτό στο οποίο ζουν ακόμη- και τον Μάρτιο του 2017 γνώρισε τον σημερινό σύντροφό της, έναν υδραυλικό. Παρόλα αυτά, η Κριστίν δεν μπορεί ποτέ να διαγράψει από το μυαλό της τη θλίψη της για τη ζημιά που έκανε ο Χάτον, ιδιαίτερα στα παιδιά της. Τα τρία μεγαλύτερά, αν και δεν ζουν πλέον μαζί της την επισκέπτονται τακτικά. «Έχουν απίστευτη κατανόηση, αλλά η μεγαλύτερη λύπη μου είναι ότι δεν έδωσα στα παιδιά μου τις παιδικές ηλικίες που τους άξιζαν -ειδικά στον Μάρκους», λέει και τα μάτια της γεμίζουν με δάκρυα. «Έπρεπε να αντέξει τόσα πολλά και ελπίζω ότι θα έχει καλύτερο μέλλον».

Και τι γίνεται με τον Χάτον; Αφού πέρασε 12 χρόνια στη φυλακή, κρατείται προσωρινά σε κέντρο κράτησης, περιμένοντας να απελαθεί στη Σιγκαπούρη. Εκεί θα είναι ελεύθερος. Μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης, αλλά η Κριστίν δε θέλει να το αναλύει και πολύ. Όπως λέει: «Πρέπει να επικεντρώσω όλη μου την ενέργεια στην επιβίωση…».

 

Πηγή:protothema.gr