Πώς ονομάζεται το φερμουάρ στα ελληνικά;
Το φερμουάρ είναι μια συσκευή που χρησιμοποιείται συνήθως για τη σύνδεση δύο άκρων υφάσματος ή άλλου εύκαμπτου υλικού.
Αποτελείται από δύο σειρές οδοντοστοιχιών, μία από κάθε πλευρά, που ενώνονται και χαλαρώνουν με τη βοήθεια ενός φερμουάρ.
Στα ελληνικά, το φερμουάρ ονομάζεται τορμοσυνάπτης. Η λέξη “τορμοσυνάπτης” αποτελείται από τις λέξεις “τορμος” και “συνάπτω”. Η λέξη “τορμος” σημαίνει “κλείσιμο” ή “σύνδεση”, ενώ η λέξη “συνάπτω” σημαίνει “κλείνω” ή “συνδέω”.
Η λέξη “τορμοσυνάπτης” καθιερώθηκε στα ελληνικά από τον γλωσσολόγο και ακαδημαϊκό Ιωάννη Τριανταφυλλίδη, ο οποίος την πρότεινε το 1938. Η πρόταση του Τριανταφυλλίδη έγινε δεκτή από την Ακαδημία Αθηνών και η λέξη “τορμοσυνάπτης” χρησιμοποιείται πλέον ευρέως στην ελληνική γλώσσα.
Η λέξη “φερμουάρ” είναι γαλλική και σημαίνει “αυτό που κλείνει”. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται επίσης στα ελληνικά, αλλά σε πιο σπάνια χρήση.
Επιπλέον πληροφορίες
Το φερμουάρ εφευρέθηκε το 1893 από τον Ελβετό εφευρέτη Γκάσπαρ Ντούςσε. Το αρχικό φερμουάρ του Ντούσσε ήταν φτιαγμένο από μεταλλικές οδοντοστοιχίες, αλλά αργότερα αντικαταστάθηκε από οδοντοστοιχίες από πλαστικό ή μέταλλο.
Τα φερμουάρ χρησιμοποιούνται σε μια ποικιλία εφαρμογών, όπως σε ρούχα, παπούτσια, τσάντες, σακίδια, και άλλα αντικείμενα.
Πηγή:hellas-now.com