«Πρέπει να δώσουμε παράσημο στους υγειονομικούς της Κατερίνης» – Μιλούν εθελοντές γιατροί στο Νοσοκομείο Κατερίνης
Ξαφνικά το τιμόνι έπαψε να ανταποκρίνεται στο πρόσταγμά του. Ενστικτωδώς πάτησε φρένο. Εκτός ελέγχου, έξω από τον κόμβο της Γυρτώνης, περίπου 70 χιλιόμετρα μακριά από την Κατερίνη, το μεταχειρισμένο Ford Fiesta προσέκρουσε στο διαχωριστικό διάζωμα της εθνικής οδού. «Θεέ μου, ας μην περνάει κάποιο άλλο αμάξι δίπλα, πού θα καταλήξω;», θυμάται ότι σκεφτόταν ο θωρακοχειρουργός Μάνος Καπετανάκης στη θέση τού οδηγού, όσο το αυτοκίνητο βρισκόταν στον αέρα.
Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ του Γιάννη Παπαδόπουλου για την εφημερίδα «Καθημερινή», με αυτόν τον επεισοδιακό τρόπο ξεκίνησε στις 17 Δεκεμβρίου η εθελοντική προσφορά μιας εβδομάδας του κ. Καπετανάκη στην κλινική COVID-19 της Κατερίνης. Στάλθηκε από το «Τζάνειο» νοσοκομείο του Πειραιά για να ενισχύσει τους συναδέλφους του στην πόλη της Κεντρικής Μακεδονίας, οι οποίοι δέχονταν μεγάλη πίεση από την αυξημένη ροή ασθενών.
Δύο εβδομάδες νωρίτερα είχε επισκεφθεί εκτάκτως το ίδιο νοσοκομείο ο υφυπουργός Υγείας Βασίλης Κοντοζαμάνης και είχε διαπιστώσει πόσο οριακή ήταν η κατάσταση. Ο Ηρακλής Τσανικίδης, υπεύθυνος της κλινικής COVID-19 είχε δηλώσει τότε στην «Κ» ότι από τους πέντε παθολόγους οι τρεις νοσούσαν και είχαν τεθεί σε καραντίνα. Έλεγε ότι υπήρχε ανάγκη ενίσχυσης και με πνευμονολόγο. Οι ασθενείς σε απλές κλίνες είχαν ξεπεράσει τους 100 και άλλες ειδικότητες χρειάστηκε «να βάλουν πλάτη». Εκπρόσωποι του ιατρικού συλλόγου Πιερίας είχαν ζητήσει από τον υφυπουργό να σταλεί κατάλληλο προσωπικό και συζήτησαν μαζί του την εξεύρεση τρόπων συνδρομής ιδιωτών γιατρών στις προσπάθειές τους.
«Πρέπει να δώσουμε σε όλους τους υγειονομικούς της Κατερίνης παράσημο γιατί υπερέβησαν τον εαυτό τους. Στην Αθήνα παρότι είχαμε περιστατικά υπήρχε η υποστήριξη συναφών νοσοκομείων. Στην Κατερίνη ήταν μόνοι τους. Εφτασαν να κάνουν 30 και 40 νέες εισαγωγές την ημέρα, τα νούμερα ήταν τρομερά αυξημένα και αναγκάστηκαν να επιστρατεύσουν όλο το προσωπικό τους», λέει ο κ. Καπετανάκης. «Θεωρώ ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι ήρωες. Παρότι είναι κουρασμένοι και καταπονημένοι, δεν έχουν χάσει το ηθικό τους. Κάθε εξιτήριο ασθενούς για αυτούς είναι και μια προσωπική νίκη, σα να έχουν κερδίσει μια μάχη. Έχουν δώσει και την ψυχή τους».
Στα μέσα Νοεμβρίου η αποστολή εθελοντριών νοσηλευτριών από την Κρήτη στα δοκιμαζόμενα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης μονοπώλησε την επικαιρότητα. Στις επόμενες εβδομάδες ακολούθησαν και άλλες παρόμοιες ενέργειες με γιατρούς δημοσίων νοσοκομείων και ιδιωτικών κλινικών, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των υγειονομικών Περιφερειών τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις η διάρκεια των αποστολών δεν ξεπερνάει τις 7 ή 15 ημέρες. Ένα σύντομο μεν διάστημα, κατά το οποίο όμως οι εθελοντές μπορούν να προσφέρουν σημαντικές ανάσες σε συναδέλφους τους.
Πάνω από τα όρια
Στις 13 Δεκεμβρίου ο Νίκος Μάγκας, καρδιολόγος στη μονάδα εντατικής θεραπείας του Λαϊκού Νοσοκομείου ανέβηκε στην Κατερίνη για να συνδράμει στη ΜΕΘ COVID-19. Αρχικά τον είχαν ενημερώσει ότι μπορεί να πήγαινε στην Έδεσσα, αλλά στην πορεία άλλαξε ο σχεδιασμός. Έχει συμπληρώσει δύο εβδομάδες στο εθελοντικό του πόστο και σκοπεύει να μείνει και τρίτη, εφόσον δεν χρειαστεί να επιστρέψει άμεσα στην Αθήνα. Τονίζει ότι από την πρώτη στιγμή στην Κατερίνη ένιωσε ως μέλος της ομάδας. «Είναι μεγάλος ο φόρτος, πολλά τα περιστατικά», λέει. «Αρκετά μέλη του προσωπικού είχαν νοσήσει, νοσηλεύουμε στη ΜΕΘ και έναν τραυματιοφορέα. Οι συνάδελφοι κάνουν ό,τι μπορούν πάνω από τις συνήθεις δυνατότητες».
Στη ΜΕΘ του Λαϊκού δεν είχαν περιστατικά COVID-19, αλλά ο ίδιος είχε χρειαστεί να συνδράμει κάποιες φορές μαζί με αναισθησιολόγους στην απλή κλινική του νοσοκομείου, ενώ είχε βοηθήσει και στα επείγοντα. «Είναι σίγουρα διαφορετικό να το κάνεις αυτό κάθε ημέρα. Είναι πιο δύσκολο, πιο αγχωτικό», λέει για την εμπειρία του στην Κατερίνη.
Προτού μεταβεί στη Βόρεια Ελλάδα ο κ. Μάγκας είχε ολοκληρωθεί η αντίστοιχη εθελοντική αποστολή δύο γιατρών και τριών νοσηλευτών του νοσοκομείου «Ερρίκος Ντυνάν» από την Αθήνα στη Δράμα. Παρέμειναν εκεί από τις 4 έως τις 12 Δεκεμβρίου. «Ήταν πρωτόγνωρο αυτό που συναντήσαμε», λέει στην «Κ» η Αναστασία Κουτσούρη, διευθύντρια στην Α΄ Παθολογική Κλινική του «Ντυνάν». «Πήγαμε σε ένα νοσοκομείο στο οποίο είχαν γίνει 140 κλίνες COVID-19 τις τελευταίες έξι εβδομάδες. Αρρώστησε πολύ προσωπικό. Στην Παθολογική Κλινική όταν φτάσαμε από τα πέντε μέλη του ιατρικού προσωπικού οι δύο βρίσκονταν σε αναρρωτική».
Η πίεση των ημερών αποτυπώθηκε και στους αριθμούς που δημοσιοποίησε η διοικητής του νοσοκομείου Θεσσαλονικιά Καρατζόγλου. Από τα τέλη Οκτωβρίου είχαν γίνει 17 διακομιδές ασθενών σε άλλες ΜΕΘ και άλλες 154 σε απλές κλίνες όμορων νομών. Στο τμήμα επειγόντων περιστατικών της Δράμας είχαν προσέλθει 2.728 ασθενείς ως ύποπτα περιστατικά COVID-19.
Στο διάστημα που παρέμειναν στη Δράμα οι δύο εθελοντές γιατροί ανέλαβαν ο καθένας από τρεις εφημερίες. «Δουλέψαμε πολλές ώρες, αλλά σε σχέση με αυτό που έκαναν οι συνάδελφοί μας ήμασταν μία σταγόνα στον ωκεανό. Όλο το προσωπικό έκανε υπερπροσπάθεια, κάθε ημέρα ήταν για αυτούς τους ανθρώπους ένα βουνό», λέει η κ. Κουτσούρη και τονίζει ότι από την πρώτη στιγμή ένιωσαν ευπρόσδεκτοι στο νοσοκομείο. Δεν υπήρξε αμφισβήτηση, αλλά εμπιστοσύνη και συνεργασία.
«Ήθελα να προσφέρω»
Η πανδημία του νέου κορωνοϊού –ειδικά το μεγαλύτερο σε σφοδρότητα δεύτερο κύμα– βρήκε αρκετά νοσοκομεία της χώρας υποστελεχωμένα. Τα προηγούμενα χρόνια πολλοί νέοι γιατροί είχαν ακολουθήσει τον δρόμο του εξωτερικού. Σύμφωνα με τον Ιατρικό Σύλλογο Αθηνών, πάνω από 10.000 γιατροί της πρωτεύουσας είχαν φύγει την περίοδο 2008- 2017. Ο κ. Καπετανάκης επέστρεψε στην Ελλάδα το 2011 για να πραγματοποιήσει εδώ την ειδικότητά του. Σχεδίαζε να παραμείνει στη χώρα, ώσπου πέρυσι, όταν δεν ανανεώθηκε η σύμβασή του στο «Αττικόν», αποφάσισε να φύγει στο Δουβλίνο.
Το πρόγραμμα μετεκπαίδευσής του στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Mater Misericordiae έληξε τον Ιανουάριο του 2020. Σκεφτόταν μήπως συνέχιζε την καριέρα του ξανά εκτός συνόρων, επιστρέφοντας όμως τον Φεβρουάριο στην Ελλάδα τον βρήκε η πανδημία. Αποφάσισε να μείνει στην Αθήνα και προσελήφθη με σύμβαση τριών ετών ως επικουρικός στο «Τζάνειο» νοσοκομείο. «Έμεινα και για οικογενειακούς λόγους και για λόγους ευθύνης. Ήθελα να προσφέρω», λέει.
Διαβάστε τη συνέχεια στην kathimerini.gr