Του Γ. Τεκίδη

Η γιαγιά που πήγε στον εξομολόγο της απαριθμεί επί ώρα τι της κάνανε οι γείτονες της, πόσο την αδικούν τα παιδιά της, η προσβολή που δέχτηκε στο μπακάλικο της γειτονιάς, ώσπου αδημονώντας ο πνευματικός την διακόπτει για να την ρωτήσει, αν μόνο οι άλλοι αμάρτησαν, η ίδια δεν έχει να αναφέρει κάποια δική της αμαρτία; Το περιστατικό πραγματικό.

Περίπου με τα μέχρι τώρα γνωστά κάτι ανάλογο συμβαίνει και στον διάλογο και τις προσυνεδριακές διαδικασίες που ξεκίνησαν με τη στάση και συμπεριφορά στελεχών κυρίως πρώτης γραμμής στον Σύριζα-προοδευτική συμμαχία.  Κριτική και αυτοκριτική, δύο λέξεις η έννοια των οποίων έχει παρεξηγηθεί, ακόμη και υποτιμηθεί η σημασία τους και από την αριστερά, κι ας αποτελούν γι’ αυτήν πυξίδα και οδηγό για την δράση της, αρκεί να τις διατρέχουν η ειλικρίνεια και η γνήσια αγωνία για το συλλογικό συμφέρον της παράταξης.

Η ανανεωτική, ριζοσπαστική αριστερά έχει πλούσιο αγωνιστικό παρελθόν, με θετικά και αρνητικά στη δράση της, έχει όμως τελευταία και κυβερνητικό παρελθόν και γι’ αυτό πρέπει να είναι στον απολογισμό της ειλικρινής και με τον εαυτό της και με τους πολίτες. Αυτονόητο επομένως είναι ότι πρωτοκλασάτα στελέχη και μάλιστα αυτά με κυβερνητικό ρόλο και άλλοι που είχαν την ευθύνη της κομματικής λειτουργίας και δράσης να αποτιμήσουν με γενναιότητα, ευθύτητα και παρρησία τα δικά τους πεπραγμένα, να εντοπίσουν και αναδείξουν συγκεκριμένα λάθη, αδυναμίες, παραλείψεις και κακές εκτιμήσεις, έτσι ώστε να βγαίνουν τα αναγκαία συμπεράσματα στην προσπάθεια μη επανάληψης τους, και να αναλαμβάνονται παράλληλα και οι προσωπικές ευθύνες που αναλογούν στον καθένα.

Η αυτοκριτική, κύριο χαρακτηριστικό στάσης και συμπεριφοράς του αριστερού μέλους ή στελέχους, δεν απαιτείται στο πλαίσιο κάποιου πολιτικού αυτοχειριασμού, ούτε έχει την έννοια μιας κάποιας αυτοτιμωρητικής διαδικασίας, αλλά στοχεύει μόνο στο ξεπέρασμα αδυναμιών, παραλείψεων και πιθανώς στην αναθεώρηση μεθόδων και τρόπων πολιτικής δράσης. Όπως και η κριτική, δεύτερη και άκρως απαραίτητη διαδικασία, διαδικασία όχι δοξαστική γι’ αυτόν που την κάνει, αλλά διαδικασία απαλλαγμένη ακόμη και από το παραμικρό ίχνος μνησικακίας, εκδικητικότητας και άλλων ταπεινών σκοπιμοτήτων, έναντι αυτών στους οποίους απευθύνεται. Κι αυτό γιατί είναι πικρή η εμπειρία του παρελθόντος σε δύσκολες πολιτικές περιόδους και όταν μάλιστα προηγούνταν κάποια ήττα για την αριστερά, η κριτική να  μετατρέπεται σε γενική καχυποψία, σε κυνήγι μαγισσών, σε αναζήτηση ευθυνών εκεί που δεν υπάρχουν, σε μια γενικευμένη πολιτική ανθρωποφαγία.

Παρόλα αυτά, αυτό που προς το παρόν βλέπουμε στον δημόσιο, μα και εντός του κόμματος διάλογο είναι να κυριαρχεί ο λεγόμενος στρόγγυλος πολιτικός λόγος, η έλλειψη διάθεσης να θιχτούν τα κακώς κείμενα, η λογική του φταίμε και εμείς, φταίτε και εσείς, φταίει και ο χατζηπετρής. Ακόμη και η απλουστευτική επιχειρηματολογία να τα αφήσουμε τώρα όλα αυτά που στο κάτω-κάτω μας οδηγούν σε μια ατέρμονη ομφαλοσκόπηση, και να κοιτάξουμε τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα. Μόνο που για να κάνουμε από εδώ και πέρα κάτι σταθερό και σε γερά θεμέλια, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε όχι τίποτα προσωπικούς λογαριασμούς κάποιων με κάποιους, αλλά τις καθαρά πολιτικές εκκρεμότητες που διαπιστώθηκαν κατά την περίοδο της πρώτης αριστερής διακυβέρνησης του τόπου.

Τα τελευταία, σχεδόν πέντε χρόνια, με την αριστερά στο τιμόνι της χώρας δεινοπάθησε και η έννοια μιας άλλης λέξης, της προνοητικότητας. Ποιος δεν αναρωτιέται, ακόμη και συμπολίτες μας πέραν της αριστεράς για ορισμένες ατυχείς επιλογές συνεργατών του Α. Τσίπρα, με πρώτη και καλύτερη την περιβόητη κ. Κωνσταντοπούλου, την πρώην πρόεδρο της Βουλής, με τον απερίγραπτο χαρακτήρα, την επιεικώς ιδιόμορφη συμπεριφορά και στάση. Ιδιόμορφη συμπεριφορά που έφτασε μέχρι και τον παραλογισμό, όταν την αξέχαστη εκείνη νύχτα του Σεπτέμβρη του 2015 πήρε τα κλειδιά της αίθουσας συνεδριάσεων της Βουλής και εξαφανίστηκε για να μην υπάρξει συνεδρίαση του σώματος και επικύρωση της συμφωνίας με τους θεσμούς.

Η επιλογή επίσης Βαρουφάκη στο πιο κρίσιμο κυβερνητικό πόστο σε μια χρονική συγκυρία κυριολεκτικά φωτιά, ενός πέρα από επιστημονικές περγαμηνές και δεξιότητες, προσώπου του οποίου ο ναρκισσισμός και η εγωπάθεια επισκιάζουν την υφήλιο, σε ποιόν ή σε ποιους θα καταλογιστεί; Και το ερώτημα που ορφανό πλανάται πολύ καιρό τώρα είναι, πως αφέθηκε εκτεθειμένος από τους στενούς παλιούς του συνεργάτες ο πρόεδρος του Σύριζα, δίχως να ενημερωθεί τουλάχιστον από αυτούς ,για τις παθολογικές ιδιορρυθμίες, τον χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία αυτών των δύο;

Το συνέδριο του Σύριζα-προοδευτική συμμαχία είναι μπροστά μας και φιλοδοξία όλων μας είναι αυτό να πάρει ιστορικό χαρακτήρα για την μεγάλη δημοκρατική παράταξη. Σ’ αυτό έχουν θέση και βήμα και οι σύντροφοι που αποχώρησαν κατά καιρούς από το κόμμα και ιδιαίτερα αυτοί που διαφώνησαν το καλοκαίρι του2015 για την συμφωνία με τους εταίρους. Παρά τις εντάσεις, τους πικρόχολους χαρακτηρισμούς και τις κυριαρχούμενες από το θυμικό κορώνες εκατέρωθεν, οι δρόμοι μιας στοιχειώδους επικοινωνίας μας δεν κόπηκαν εντελώς. Στο χέρι μας είναι να κάνουμε πράξη μια γεμάτη ζωντάνια και διαχρονική αλήθεια φράση του Αμερικανού συγγραφέα H. Jackson Brown «Μην καίς γέφυρες. Θα εκπλαγείς πόσες φορές θα χρειαστεί να ξαναπεράσεις από το ίδιο ποτάμι».

Υ.Γ. Μέγιστη… επιτυχία του Κυριάκου και στην εξωτερική μας πολιτική προχθές στις Βρυξέλλες. Την ώρα που Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι και Σκανδιναβοί αποφάσιζαν για την τύχη των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, Κούλης, Κουμουτσάκος και λοιποί υπερπατριώτες παίζανε μπιρίμπα. Κι ακόμα δεν είδαμε τίποτα.