Προστασία στους ευάλωτους δίνουν μελέτες από big data για τον κορονοϊό
Η τελευταία διαπίστωση για την αξία της έγκαιρης αντιικής αγωγής, προέρχεται από μελέτες του δρ Έσσι Μοτζαφάρι
Σε προτεραιότητα μπαίνουν οι ασθενείς υψηλού κινδύνου για την αποφυγή ευκαιριακών λοιμώξεων από τον κορονοϊό, που πλέον έχει γίνει ενδημικός και αποτελεί έναν ακόμη παθογόνο μικροοργανισμό που τους θέτει σε κίνδυνο.
Ο λόγος είναι ότι είτε πρόκειται για ασθενείς με καρκίνο, είτε για μεταμοσχευθέντες, είτε για ηλικιωμένους – όπου αναγκαστικά λόγω ηλικίας το ανοσοποιητικό τους δεν είναι τόσο δυνατό, ο ιός βρίσκει ευκαιρία να συνεχίσει να πολλαπλασιάζεται, συχνά με δυσάρεστες επιπτώσεις.
Η τελευταία διαπίστωση για την αξία της έγκαιρης αντιικής αγωγής, προέρχεται από μελέτες του δρ Έσσι Μοτζαφάρι, με τη χρήση δεδομένων πραγματικού κόσμου, από τις οποίες διαπιστώθηκε το όφελος θεραπευτικών παρεμβάσεων σε ασθενείς που νοσηλεύονταν στη διάρκεια της πανδημίας, σε σύγκριση με ασθενείς που δεν δόθηκε αντιική θεραπευτική αγωγή.
Συναντηθήκαμε με τον δρ Μοτζαφάρι, που παράλληλα με την ερευνητική του δραστηριότητα είναι Senior Director Medical Affairs στο τμήμα Ιολογίας – COVID-19 της Gilead Sciences, όταν επισκέφθηκε την Αθήνα, προσκεκλημένος του πρόσφατου συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων, ως κεντρικός ομιλητής, προκειμένου να αναπτύξει το θέμα της αξίας των δεδομένων πραγματικού κόσμου στην αντιμετώπιση της πανδημίας.
Συντονιστής της ομιλίας ήταν ο καθηγητής Παθολογίας, Λοιμωξιολόγος Σωτήρης Τσιόδρας.
Οι μελέτες με δεδομένα πραγματικού κόσμου επαναβεβαίωσαν την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια των φαρμάκων που είχαν αποδειχθεί με κλινικές μελέτες, αλλά σε ασθενείς υψηλού κινδύνου που δεν μπορούν να ενταχθούν σε κλινικές μελέτες, για ηθικούς λόγους
Ο δρ Μοτζαφάρι σε μια αναλυτική συζήτηση, εξήγησε στο in.gr τη διαδικασία και τις δυσκολίες διεξαγωγής των συγκεκριμένων μελετών με δεδομένα πραγματικού κόσμου, αλλά και τα οφέλη που προκύπτουν από αυτές.
Οι μελέτες παρατήρησης
Όπως εξήγησε ο δρ Μοτζαφάρι, ενώ οι τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες προσδιορίζουν την αιτιότητα και την αποτελεσματικότητα, πέρα από την ασφάλεια της θεραπευτικής παρέμβασης, η έρευνα με μεγαδεδομένα (big data) πραγματικού κόσμου δίνει τη σύνδεση με την αποτελεσματικότητα, καθώς εξάγουμε πληροφορίες και συγκρίνουμε τα αποτελέσματα μιας θεραπευτικής παρέμβασης ανάλογα με το πώς την χρησιμοποιούν οι κλινικοί γιατροί.
Στη συνέχεια συγκρίνουμε και βλέπουμε τι συμβαίνει όταν οι ασθενείς παίρνουν μια θεραπεία, σε σχέση με εκείνους που δεν την πήραν. Βλέπουμε ποιο ήταν το όφελος από τη λήψη της θεραπείας.
Σε αντίθεση με τις κλινικές μελέτες που η σύγκριση αφορά τον πληθυσμό που μελετήθηκε σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, στις μελέτες με δεδομένα πραγματικού κόσμου μπορούμε να δούμε τα αποτελέσματα σε ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες.
Όμως εκεί που τη χρειαζόμαστε περισσότερο είναι στους πιο ευάλωτους πληθυσμούς, όπως οι ανοσοκατεσταλμένοι, για τους οποίους υπάρχουν πολύ περιορισμένα δεδομένα.
Ο λόγος είναι ότι η συμμετοχή ανοσοκατασταλμένων (των οποίων το ανοσοποιητικό σύστημα είναι αποδυναμωμένο) και άλλων ευάλωτων ασθενών υψηλού κινδύνου για εξέλιξη σε σοβαρή COVID-19 είναι πολύ μικρή.
Απαντώντας στο ερώτημα πόσο εύκολη είναι η πρόσβαση σε δεδομένα πραγματικού κόσμου, ο δρ Μοτζαφάρι επεσήμανε πως «όταν ξεκινάς έρευνα παρατήρησης, πρέπει να δεις ποια δεδομένα είναι κατάλληλα για το στόχο της έρευνας. Πρέπει να βρεις δεδομένα που θα σε οδηγήσουν σε απάντηση των συγκεκριμένων ερωτημάτων που έχουν τεθεί.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση της πανδημίας, η διαθεσιμότητα των δεδομένων ήταν μεγάλο πρόβλημα.
Αναζητούσαμε δεδομένα νοσηλείας, θνησιμότητας, πολλοί χρειάζονταν νοσηλεία, οξυγόνωση. Όμως πόσο εύκολη ήταν η συλλογή αυτών των στοιχείων;
Μπορείς πάντα να αναζητήσεις δεδομένα από ορισμένα νοσοκομεία, όμως αυτά δεν θα είναι αρκετά για να δώσεις απαντήσεις σε σύνθετα προβλήματα, όπως ήταν η περίπτωση με τον κορονοιό.
Χαρακτηριστικά, στην περίπτωση αυτή, πολλοί ασθενείς χρειάζονταν οξυγόνωση, μηχανική υποστήριξη. Έπρεπε να βρούμε τη σωστή βάση δεδομένων που είχε νοσηλευόμενους, διασωληνωμένους και στοιχεία για την αποθεραπεία τους.
Η διαδικασία δεν είναι εύκολη, παρότι τα δεδομένα υπάρχουν. Μπορεί κανείς να τα αναζητήσει σε ένα δίκτυο 10-15 νοσοκομείων, όμως δεν θα είναι αρκετά για να απαντηθούν τόσο πολύπλοκα ερωτήματα.
Γι΄ αυτό αναζητήσαμε δεδομένα από μια βάση δεδομένων στις ΗΠΑ, η οποία περιλαμβάνει στοιχεία από 1.200 νοσοκομεία περίπου σε ολόκληρη τη χώρα και μας δίνει πρόσβαση σε δεδομένα μεγάλων ομάδων πληθυσμού, από τα οποία μπορούμε να εξάγουμε συγκεκριμένα συμπεράσματα ακόμη και από υποομάδες, όπως για παράδειγμα οι ανοσοκατεσταλμένοι, οι οποίοι υπάρχουν σε όλο τον κόσμο και στις ΗΠΑ. Με τα εκτεταμένα δεδομένα, μπορέσαμε να έχουμε ένα ικανό δείγμα από τις ομάδες που μας ενδιέφεραν, όπως οι ανοσοκατεσταλμένοι».
Δεδομένα ΗΠΑ έναντι Ευρώπης
Με αφορμή τη δυσκολία πρόσβασης σε τέτοιου είδους δεδομένα στην Ευρώπη, ο ερευνητής επεσήμανε ότι «υπάρχουν πολλαπλές βάσεις στις ΗΠΑ και κάποιες μπορούν να είναι εύκολα προσβάσιμες. Όμως είναι 50 πολιτείες, 50 κράτη. Έχουν κάποια συστήματα – όπως το Κάιζερ – που είναι πολύ κοντινά στα ευρωπαϊκά ή με ιδιωτική ασφάλιση που παρέχει ελευθερία επιλογής γιατρού και θεραπευτηρίου.
Όμως ανεξάρτητα από τη θεραπευτική κατηγορία που διερευνάται (καρδιαγγειακά, ογκολογία, αιματολογία), πρέπει να έχεις αντιπροσωπευτικά δεδομένα, οπότε πάντα χρειάζεσαι πρόσθετα, πολλαπλά στοιχεία. Και για να έχεις πρόσβαση σε αυτά τα επιπλέον, θα πρέπει να γίνει λίγη παραπάνω δουλειά.
Κάποιες φορές πρέπει να διαλέξεις διαφορετικά συστήματα υγείας και να αντλήσεις πληροφορίες από όλα τους, ώστε να καταλήξεις σε ένα ασφαλές συμπέρασμα.
Γι΄ αυτό, τώρα ξεκινάμε να συλλέγουμε στοιχεία από χώρες εκτός ΗΠΑ, όπως για παράδειγμα από μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η πρόσβαση στην Ευρώπη δεν είναι απαγορευτική, αλλά πρέπει να έχεις την τεχνογνωσία για να έχεις πρόσβαση σε αυτά τα δεδομένα.
Η έρευνα παρατήρησης δεν είναι προκαθορισμένη.
Στις τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες προαποφασίζεται τι θα συγκριθεί.
Στα δεδομένα πραγματικού κόσμου, όλα έχουν ήδη γίνει και ο ερευνητής πρέπει να εξάγει συμπεράσματα. Και πάλι όμως χρειάζονται διαφορετικές ομάδες δεδομένων, γιατί μπορεί να υπάρχουν αποκλίσεις.
Για παράδειγμα τα δεδομένα στην Ελλάδα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά σε σχέση με τα αντίστοιχα μιας γειτονικής χώρας».
H αξία της έρευνας στην πανδημία
«Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αξίας των μελετών βάσει δεδομένων πραγματικού κόσμου είναι η περίπτωση της πανδημίας COVID, όπου η έρευνά μας επικεντρώθηκε σε δεδομένα πραγματικού κόσμου και την αποτελεσματικότητα της σε πληθυσμό υψηλού κινδύνου», τόνισε ο δρ Μοτζαφάρι.
«Παρουσιάσαμε για πρώτη φορά πέρυσι τον Φεβρουάριο σε ιατρικό συνέδριο και στη συνέχεια δημοσιεύσαμε την εργασία μας τον Αύγουστο του 2023.
Όταν καταλήξαμε για πρώτη φορά σε αυτά τα στοιχεία τον περασμένο Φεβρουάριο, οι κατευθυντήριες επιτροπές στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (NIH) ενδιαφέρθηκαν πολύ για την έρευνά μας και ζήτησαν περισσότερα στοιχεία, πριν ακόμη η μελέτη μας κριθεί και γίνει η δημοσίευση της από το περιοδικό.
Έτσι, τον Ιούλιο, το ΝΙΗ αναθεώρησε τις οδηγίες για την αντιμετώπιση του κορονοϊού, αναφερόμενοι στα συμπεράσματά μας.
Μερικές εβδομάδες αργότερα, η εργασία μας δημοσιεύτηκε σε ένα από τα κορυφαία περιοδικά λοιμωξιολογίας (Infectious Diseases), οπότε στις νεότερες οδηγίες για τη νόσο από το ΝΙΗ, υπήρχε η παραπομπή στη δημοσίευσή μας.
Εδώ, η μελέτη των δεδομένων πραγματικού κόσμου, χρησιμοποιήθηκε για να ενισχύσει τα αποτελέσματα των κλινικών μελετών, επεκτείνοντάς τα στο γενικό πληθυσμό.
Δεν εντάσσονται όλοι στις κλινικές μελέτες
Όπως τόνισε ο δρ Μοτζαφάρι, στην περίπτωση αυτής της μελέτης, τα στοιχεία του πραγματικού κόσμου, επαναβεβαίωσαν την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια, παράγοντες που είχαν αποδειχθεί προηγουμένως με τις κλινικές μελέτες.
Και η επιβεβαίωση αφορούσε πληθυσμούς που δεν μπορούν να ενταχθούν σε κλινικές μελέτες, και να διερευνηθούν τα αποτελέσματα συγκεκριμένης θεραπείας σε ομάδες πληθυσμών, όπως οι υπερήλικες ή οι υψηλού κινδύνου, που εξαιρούνται από τις κλινικές μελέτες για ηθικούς λόγους.
«Δεν μπορείς να συμπεριλάβεις σε κλινικές μελέτες ανθρώπους που χρειάζονται μια θεραπεία και τους μισούς να τους εξαιρέσεις, προκειμένου να συγκριθεί το αποτέλεσμα της θεραπευτικής παρέμβασης σε σχέση με την έλλειψη παρέμβασης», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο ιός θα μείνει για πάντα
Και μπορεί η πανδημία να έχει τελειώσει, όμως η λοίμωξη που προκαλεί ο ιός, θα μείνει μαζί μας για πάντα, μαζί με τους υπόλοιπους ιούς που υπάρχουν γύρω μας. Έχει γίνει πια ενδημικός.
«Δεν έχουμε φάρμακα που να σκοτώνουν τους ιούς, όπως έχουμε για τα βακτήρια.
Αυτό που κάνουν τα αντι-ιικά είναι να αδρανοποιούν τους ιούς.
Και έχουμε και τα εμβόλια και το ανοσοποιητικό μας σύστημα, το οποίο ενεργοποιείται όταν αναγνωρίσει τον εισβολέα», εξήγησε ο δρ Μοτζαφάρι.
Το πλήγμα των ιών στους ασθενείς υψηλού κινδύνου
«Άρα, οδηγούμαστε και πάλι στους ασθενείς υψηλού κινδύνου, οι οποίοι είναι οι πιο ευάλωτοι και κινδυνεύουν από τους ιούς και τους υπόλοιπους λοιμώδεις παράγοντες κάθε μέρα, γιατί το ανοσοποιητικό τους δεν μπορεί να τους αντιμετωπίσει», συνέχισε, τονίζοντας πως «εξαιτίας αυτού του λόγου εξάλλου, οι ιοί επιμένουν και πλήττουν ακόμη περισσότερο αυτή την κατηγορία ευάλωτου πληθυσμού.
Για παράδειγμα, ο αδενοϊός, προκαλεί κοινό κρυολόγημα. Όμως στους ασθενείς που υφίστανται μεταμόσχευση αιματοποιητικών βλαστοκυττάρων, αν πρόκειται για παιδιά, ο αδενοϊός είναι 80-85% θανατηφόρος και στους ενήλικες μεταξύ 30-40%. Όμως η μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων γι΄ αυτούς τους ασθενείς είναι η έσχατη λύση.
Για τον κυτταρομεγαλοϊό, γίνονται εξετάσεις στους δωρητές οργάνων. Αν είναι φορείς του ιού δεν μπορούν να δωρίσουν όργανο, καθώς ο λήπτης θα παίρνει ανοσοκατασταλτικά για να διατηρήσει το μόσχευμα, οπότε οι φορείς του ιού, έστω κι αν δεν έχουν συμπτώματα, δεν επιτρέπεται να μεταδώσουν τον ιό στον ασθενή – λήπτη του μοσχεύματος.
Ο έρπης όταν αναβιώνει προκαλεί τα χαρακτηριστικά εξανθήματα.
Για αυτούς τους ιούς γνωρίζουμε τη φυσική τους ιστορία. Για τον κορονοϊό, δεν την γνωρίζουμε. Ίσως από την εποχή του ’50 σε εργαστηριακές συνθήκες, όμως όχι στην πορεία του ως ιού που μπορεί να προκαλέσει πανδημία».
Ποιοι είναι πιο ευάλωτοι
Ο δρ. Μοτζαφάρι, επεσήμανε πως οι πιο ευάλωτοι ασθενείς από τον κορονοϊό, είναι συνολικά οι ανοσοκατεσταλμένοι, όμως εστίασε στους καρκινοπαθείς και αυτούς με αιματολογικές κακοήθειες και τους μεταμοσχευθέντες ή πάσχοντες από πρωτοπαθή ανοσοανεπάρκεια.
Για το λόγο αυτό, στη μελέτη του, τουλάχιστον το 40% των δεδομένων αφορούσαν ογκολογικούς ασθενείς και πάσχοντες από αιματολογικές κακοήθειες, όμως, στη συνέχιση της μελέτης, θα συμπεριληφθούν κι άλλοι ευάλωτοι πληθυσμοί που πάσχουν από ανοσοκαταστολή.
Υπογράμμισε ότι η έμφαση αυτή, στη συγκεκριμένη κατηγορία πληθυσμού, δίνεται γιατί ως κοινωνία επενδύουμε στους ασθενείς αυτούς με τελευταίας τεχνολογίας, ακριβές θεραπείες και μια τέτοια λοίμωξη θα μπορούσε να επιδεινώσει δραματικά την κατάστασή τους. Και δεν μπορούμε να επιτρέψουμε μια ευκαιριακή λοίμωξη να καταστρέψει όλες τις προηγούμενες προσπάθειες που έχουν γίνει για την επιβίωση αυτών των ασθενών.
Ο Δρ Έσσι Μοτζαφάρι
Ο δρ Έσσι Μοτζαφάρι είναι Senior Director Global Medical Affairs στο τμήμα COVID-19 της Gilead Sciences. Πήρε το Διδακτορικό στη Φαρμακευτική από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια – Σαν Φρανσίσκο (UCSF), όπου επίσης ολοκλήρωσε την ειδικότητά του στην κλινική φαρμακoλογία.
Ο Δρ Μοτζαφάρι διετέλεσε επίσης Επίκουρος Καθηγητής Κλινικής Φαρμακoλογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια – Σαν Φρανσίσκο.
Ολοκλήρωσε μεταδιδακτορική υποτροφία στα φαρμακοοικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ, απ΄όπου έλαβε επίσης μεταπτυχιακό στη Δημόσια Υγεία από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας και Κοινοτικής Ιατρικής, με επίκεντρο τη διαχείριση της υγείας και τα οικονομικά της υγείας.
Απέκτησε επίσης μεταπτυχιακό στη διοίκηση επιχειρήσεων από το Πανεπιστήμιο Ρούτγκερς του Νιού Μπρούνσγουικ στο Νιου Τζέρσευ.
Ο Δρ Μοτζαφάρι έχει πάνω από 25 χρόνια εμπειρία στη διεξαγωγή έρευνας βασισμένης σε στοιχεία χρησιμοποιώντας δεδομένα πραγματικού κόσμου σε διάφορους θεραπευτικούς τομείς, μεταξύ των οποίων και οι λοιμώξεις.
Πηγή:in