Πρωτοποριακή μελέτη εντοπίζει γενετική σχέση μεταξύ του καπνίσματος και του σωματικού λίπους
Όλα κρύβονται στις προηγούμενες γενιές
Γυναίκες και κορίτσια των οποίων οι παππούδες ή οι προπαππούδες άρχισαν να καπνίζουν σε νεαρή ηλικία τείνουν να έχουν περισσότερο σωματικό λίπος, σύμφωνα με έρευνα.
Η έρευνα αξιοποιεί τη μελέτη του ιδρύματος Children of the 90s.
Σε μια προηγούμενη έρευνα ανακαλύφθηκε ότι αν ένας πατέρας είχε αρχίσει να καπνίζει τακτικά πριν φτάσει στην εφηβεία, τότε οι γιοι του, αλλά όχι οι κόρες του, είχαν περισσότερο σωματικό λίπος από το αναμενόμενο.
Τώρα οι ερευνητές πιστεύουν ότι έχουν εντοπίσει υψηλότερο σωματικό λίπος σε γυναίκες με παππούδες ή προπαππούδες, που άρχισαν να καπνίζουν πριν από την ηλικία των 13. Δεν παρατηρήθηκαν ωστόσο αντίστοιχες επιπτώσεις σε άνδρες απογόνους.
Για την μελέτη αυτή, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Scientific Reports, οι ερευνητές ανέτρεξαν σε δεδομένα σχετικά με τις εμπειρίες του καπνίσματος των παππούδων και των προπαππούδων μόνο. Δεν μπορούσαν να εξετάσουν αν κάπνιζαν οι γιαγιάδες και οι προγιαγιάδες, καθώς ήταν ελάχιστες εκείνη την εποχή.
Η έρευνα προτείνει ότι η έκθεση σε ουσίες μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές που ενδέχεται να περάσουν από γενιά σε γενιά, αν και η ομάδα πίσω από την έρευνα παραδέχεται ότι χρειάζεται πολύ περισσότερη δουλειά για να επιβεβαιωθεί αυτό και να κατανοηθεί πώς μπορεί να συμβεί.
Οι ερευνητές κατάφεραν να εντοπίσουν την πιθανή σύνδεση λόγω των λεπτομερειών και του βάθους των δεδομένων μεταξύ των γενεών που παρέχει η μελέτη του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ.. Είναι δε, ένα παράδειγμα ευρημάτων που οι επιστήμονες δεν μπορούσαν να προβλέψουν όταν κυκλοφόρησε η έρευνα το 1991.
Άλλα κομμάτια της έρευνας, δείχνουν ότι οι γυναίκες, που πριν από 20 χρόνια, έτρωγαν λιπαρά ψάρια κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους, ακόμη και μόνο μία φορά κάθε δύο εβδομάδες, έχουν παιδιά με πιο ευκρινή όραση.
Αυτή πιστεύεται ότι είναι η πρώτη φορά που αποδεικνύεται ότι η διατροφή κατά την εγκυμοσύνη σχετίζεται με την ανάπτυξη της όρασης ενός παιδιού.
Μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2013 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανεπάρκεια ιωδίου στην εγκυμοσύνη θα μπορούσε να έχει δυσμενή επίδραση στη νοητική ανάπτυξη των παιδιών.
Η ανακάλυψη κατέστη δυνατή επειδή η μελέτη είχε δείγματα ούρων από την αρχή της εγκυμοσύνης των συμμετεχόντων και λεπτομερή καταγραφή του τι έτρωγαν οι μέλλουσες μητέρες.
Ένα άλλο εύρημα της έρευνας είναι ότι μπόρεσαν να εντοπιστούν πρώιμα σημάδια γενετικής ευθύνης για διαβήτη Τύπου 2 σε παιδιά ηλικίας έως οκτώ ετών ενώ έγινε και σύνδεση μεταξύ των αλλεργιών στα φιστίκια και της κρέμας δέρματος που περιέχει φυστικέλαιο.
«Αυτή η έρευνα μας παρέχει δύο σημαντικά αποτελέσματα. Πρώτον, ότι, η έκθεση ενός αγοριού σε συγκεκριμένες ουσίες πριν από την εφηβεία μπορεί να έχει επίδραση στις γενιές που το ακολουθούν.
Δεύτερον, ένας από τους λόγους για τους οποίους τα παιδιά γίνονται υπέρβαρα μπορεί να μην σχετίζεται τόσο με την τρέχουσα διατροφή και την άσκησή τους, παρά με τον τρόπο ζωής των προγόνων τους ή την επιμονή των σχετικών παραγόντων με τα χρόνια». είπε η Jean Golding, ιδρύτρια του Children of the 90s και κύρια συγγραφέας της μελέτης.
Με πληροφορίες του Guardian
Πηγή: lifo.gr