Και τώρα που, μετά τόσων κόπων και βασάνων, γλυτώσαμε απ’  τον στενό κορσέ των μνημονίων, είμαστε αλήθεια διατεθειμένοι να αναμετρηθούμε σοβαρά, με λογική και ευαισθησία, με τόλμη και αποφασιστικότητα, με όσα μας οδήγησαν στο χάλι της χρεοκοπίας  (οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής), για να μάθουμε και να μην το ξαναπάθουμε;

Είμαστε διατεθειμένοι, η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία που σήκωσε το βαρύ σταυρό του μαρτυρίου, να στείλουμε στον αγύριστο (όχι με την έννοια μιας ξαφνικής, στιγμιαίας θυμικής έξαρσης, αλλά με την έννοια μιας βαθειά ενσυνείδητης επιλογής) εκείνες τις πολιτικές,  τους πολιτικούς και τους πολιτευτές, που διαμόρφωσαν μια κοινωνία χυδαία ακραίων ανισοτήτων, όπου οι πλούσιοι, ακόμη και (ιδίως,  μάλλον) σε περιόδους κρίσης,  γίνονται ακόμα  πλουσιότεροι και οι φτωχοί ακόμα φτωχότεροι;

Είμαστε διατεθειμένοι να ανασκουμπωθούμε και να δουλέψουμε για μια άλλη Ελλάδα, για μια άλλη καθημερινότητα, για μια άλλη νοοτροπία, για ό,τι πραγματικά αξίζει;

Είμαστε διατεθειμένοι να ξηλώσουμε,  με συλλογική προσπάθεια, βήμα-βήμα, αλλά σταθερά και αποφασιστικά, όλες εκείνες τις πρακτικές των κοτζαμπάσηδων που μας κρατούσαν δούλους-τρίδουλους, εξαρτημένους και δεμένους σε ένα εκτρωματικό, διεφθαρμένο σύστημα που στηριζόταν στα δάνεια από το εξωτερικό και στα διαπλεκόμενα φαγοπότια τους εις υγείαν των κορόιδων;

Είμαστε διατεθειμένοι να φτιάξουμε ένα κράτος φιλικό (όπως οφείλει) στον πολίτη κι αποτελεσματικό για να κάνουμε αχρείαστο τον περιβόητο και διαβόητο μπάρμπα απ’ την Κορώνη;

Είμαστε διατεθειμένοι  να πειστούμε επιτέλους ότι το  κυνήγι του προσωπικού, του ατομικού μας καλού, ή θα είναι κυνήγι συλλογικό (προσοχή, όχι συντεχνιακό!), ή  δεν θα είναι καθόλου καλό, πραγματικό, σταθερό και μόνιμο;

Είμαστε διατεθειμένοι να καταλάβουμε ότι η φωτιά του γείτονα μπορεί να κάψει και μας , ή να τρομάξουμε γιατί η δική μας η φωτιά (το σπίτι μας στα μπαζωμένα, το συρματόπλεγμά μας στις ακτές) μπορεί να κάψει και τον καημένο τον γείτονα;

Είμαστε διατεθειμένοι να αντιμετωπίζουμε όσα συμβαίνουν δίπλα μας, γύρω μας και παραπέρα, όχι με το θυμικό, με το συναίσθημα αποκλειστικά, αλλά  και με μερικές δόσεις λογικής, για να μη μας πιάνουν ανυποψίαστους οι εθνικοί μας εργολάβοι χειραγωγοί;

Είμαστε διατεθειμένοι  να εννοήσουμε ότι η ψυχή μας δεν είναι κάποιο όνομα, αλλά ο πολιτισμός μας, ο ανθρωπισμός μας  και η αξιοπρέπειά μας;

Είμαστε διατεθειμένοι να σταθούμε όρθιοι και να παλέψουμε για ένα παρόν και μέλλον  όπου «ανάπτυξη» δε θα σημαίνει κερδοσκοπία σε βάρος ανθρώπων και φυσικών πόρων;

Είμαστε διατεθειμένοι να διαμορφώσουμε για τα παιδιά μας μια κοινωνία , όπου η λέξη «εργασία» θα είναι αυτονόητα συνυφασμένη με την καθολικότητα, τη δημιουργία και την αξιοπρέπεια και οι λέξεις «φτώχεια, διαφθορά, ρατσισμός, ξενοφοβία», θα είναι λέξεις παντελώς άγνωστες;

Αν ναι, μπορούμε να προχωρήσουμε μαζί, να κάνουμε πραγματικότητα όλες τις παραπάνω «ελαττωματικές» (κατά τον αμετανόητα χουνταίο Βορίδη) ιδέες , που το μεγαλύτερο «ελάττωμά» τους είναι  που δεν ασπάζονται τη δική του ιδέα, την ιδέα του νεοφιλελευθερισμού ότι η κοινωνική ανισότητα είναι φυσική επιλογή.