Στις Κόκκινες όχθες της Κατερίνης, κάθε που με πιάνει η λύπη
Της Μυρένας Σερβιτζόγλου
Ένας ψαράς κάθισε στην όχθη ενός ποταμού, περιμένοντας ένα ψάρι να περάσει. Μετά κατάλαβε ότι το ψάρι δεν είναι ένα, αλλά πολλά. Με τον καιρό κατάλαβε ότι τα ψάρια είναι η ίδια η αναμονή τους. Σε κάθε γωνιά της γης υπάρχουν άνθρωποι που περιμένουν, και δε γνωρίζουν ότι περιμένουν μάταια, είχε γράψει ο Νίτσε.
Η Πιερία φημίζεται για το μαγικό της βουνό, λίγοι γνωρίζουν για το μεγάλο ποτάμι που ρέει στα σπλάχνα της Κατερίνης. Κάθε που τους πιάνει η λύπη, κάτοικοι, ντόπιοι και περαστικοί ακολουθούν τη ροή στην κοίτη ή πιάνουν στις όχθες στασίδι, περιμένοντας τα νερά να αναβαπτίσουν τον ρου της περιοχής ή της ζωής τους.
Η αλήθεια είναι ότι στην κεντρική αρτηρία της πόλης στην οποία εκτείνεται σήμερα ο εμπορικός πεζόδρομος με όλα τα παρακλάδια, πράγματι κάποτε έρεε ένα αυλάκι με καθαρό τρεχούμενο νερό. Όταν έβρεχε, φούσκωνε και με πολλές βροχές γινόταν ποτάμι. Το αυλάκι, που προσέδιδε στην Κατερίνη έναν αέρα από χωριό, εξαφανίστηκε όταν εγκαταστάθηκε στην Μεγάλου Αλεξάνδρου ο κεντρικός υπόγειος αγωγός εν έτει 1936.
Εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, από τότε που η οδός πεζοδρομήθηκε, το αυλάκι ρέει ξανά, μόνο που τα νερά του φουσκώνουν από τα όνειρα, τις ελπίδες, τις μοναξιές και τις ματαιώσεις περαστικών και κατοίκων. Και κάθε που τους πιάνει η μεγάλη λύπη, κατευθύνεται καθείς στην αγαπημένη του όχθη.
Η δική μου αγαπημένη όχθη είναι η Κόκκινη, σε έναν μικρό παραπόταμο προς το μεγάλο πάρκο της πόλης. Το Κόκκινο μπαρ ανήκει στον Τάσο, ένα αστό που ριζοσπαστικοποιήθηκε και τη Σίσσυ, την κόρη μίας από τις πιο όμορφες γυναίκες της Κατερίνης.
Τι προάλλες, προστατευμένες στις βεραμάν σιδερένιες ρετρό καρέκλες του, ρώτησα την ξαδέλφη μου, την Χρυσάνθη:
-Πρέπει να γράψω κάτι για αυτό το στέκι, θα με βοηθήσεις;
-Ό,τι είναι αυτό το μαγαζί είναι ο Τάσος, μου απάντησε εκείνη κοφτά, τι άλλο να γράψεις;
Πράγματι, καίτοι είναι η Σίσσυ που θα τρέξει να καλωσορίσει τους πάντες, να φέρει καινούργιες καρέκλες όταν οι υπάρχουσες δεν επαρκούν, ή νέα πολύχρωμα φυτά από το φυτώριο του αδελφού της Γιάννη, είναι ο άντρας της ο Τάσος εκείνος που δίνει το ρυθμό, τον παλμό, μέσα σε αυτό το μικρό Κόκκινο σύμπαν, απλώς με την περπατησιά ή τον διακοσμητικό του οίστρο.
Στο Ρεντάκι, όπως είναι ο παρατσούκλι του, βασιλεύει το άλικο, δημιουργώντας αντίθεση με τις άπειρες αποχρώσεις του πράσινου. Πετρόλ για τους εξωτερικούς τοίχους, βεραμάν για τα τραπεζοκαθίσματα, πράσινα τεχνητά φυτά να ίπτανται και από τις δύο πλευρές του δρόμου, καταπράσινες τέντες με κόκκινα άνθη, σμαραγδένια φυτά σε έθνικ κασπώ.
Αν η ιστορία του ανθρώπινου γένους ξεκίνησε με την πτώση των πρωτόπλαστων από τον παράδεισο όταν η γυναίκα γεύτηκε τον απαγορευμένο καρπό, το Κόκκινο μπαρ δεν είναι παρά η απόπειρα, το πείσμα και η επιμονή του Τάσου και της Σίσσυς να προσφέρουν σε φίλους και θαμώνες έναν παράδεισο φτιαγμένο στην κυριολεξία από τα δικά τους χέρια.
Ο Τάσος, πνεύμα ατίθασο και γι’ αυτό πολυμήχανο διοργανώνει ιδιαίτερα τα καλοκαίρια κάθε λογής βραδιές, σινεμά, φαγητού, κοκτέιλ, Κούβας ή Μεξικού. Η ομάδα τότε ντύνεται ανάλογα, οι ευμεγέθεις τροπικοί παπαγάλοι στο γκράφιτι αρχίζουν και φτεροκοπούν, στον δρόμο στρώνονται σπιτικά χαλιά και ανάβουν χίλια δυο εορταστικά λαμπιόνια.
Κάθε που μας πιάνει η λύπη, προσεχτικά και με ευλάβεια, παίρνουμε τον δρόμο παραπόταμα, για να πιάσουμε στασίδι στο Ρεντάκι της καρδιάς μας. Η λύπη τότε γίνεται χαρά, και η προσμονή, συνάντηση.
Πηγή: liberal.gr