Η κλιματική κρίση, έχει πλήξει, ποιοτικά και ποσοτικά, την ελαιοκαλλιέργεια, σε πολλές περιοχές και ο ΕΛΓΑ, εξακολουθεί να μην ανταποκρίνεται στοιχειωδώς στη δυσμενή αυτή, για τους παραγωγούς, κατάσταση. Ταυτόχρονα, η ελιά, δεν έχει χρηματοδοτηθεί από κάποιο de minimis, σε αντίθεση με άλλα αγροτικά προϊόντα. Την ίδια στιγμή, οι τιμές παραγωγού του ελαιόλαδου στη χώρα μας, παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, ενώ εισάγεται χωρίς δασμούς στην αγορά της ΕΕ από τις περισσότερες χώρες της Μεσογείου. Και όλα αυτά, όταν το υψηλότατο κόστος παραγωγής και η έλλειψη εργατών γης, σε συνδυασμό με τη δυσλειτουργία του ΟΠΕΚΕΠΕ και το Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο της ΚΑΠ 2023-2027, δεν είναι καθόλου υποβοηθητικά για το εμβληματικό εθνικό μας προϊόν, το ελληνικό ελαιόλαδο.

Σε αυτή την αναντίρρητα δυσμενή, για το ελαιόλαδο, συγκυρία, η κυβέρνηση, επέλεξε να μην συμπεριλάβει στο σχετικό της αίτημα προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, να χρηματοδοτηθεί η ελαιοκαλλιέργεια από τα 142,7 εκατ. ευρώ του Μέτρου 23 του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης, το οποίο επιτρέπει τη χορήγηση στρεμματικών αποζημιώσεων σε παραγωγούς των οποίων η παραγωγή μειώθηκε, κατά το 2024, άνω του 30%. Και αντί της αυτονόητης και τεκμηριωμένης επεξήγησης προς τους ελαιοπαραγωγούς για την ακατανόητη αυτή επιλογή, ο Γ.Γ. του ΥπΑΑΤ κ. Παπαγιαννίδης, χωρίς στοιχειώδη ενσυναίσθηση και αυτοκριτική διάθεση, απλά επισήμανε ότι, «για να αποζημιωθεί κατάλληλα η ελληνική ελαιοκαλλιέργεια δεν θα έφτανε ούτε το σύνολο του διαθέσιμου κονδυλίου των 142,7 εκατ. ευρώ»…

Δυστυχώς, για ακόμη μια φορά το Επιτελικό Κράτος του κ. Μητσοτάκη, αποδεικνύει πως ο πολύπαθος αγροτικός κόσμος της χώρας μας, δεν έχει τίποτα να προσδοκά από την Κυβέρνηση της άγνοιας, της ανεπάρκειας και της αναλγησίας για τα προβλήματά του. Ειδικά για ένα προϊόν, όπως το ελαιόλαδο, που αποτελεί για την Ελλάδα, όχι μόνο πηγή εισοδήματος, αλλά και πολιτιστική αξία αιώνων, που συνδέεται αναπόσπαστα με την ιστορία, το περιβάλλον και την τοπική οικονομία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, παραμένει σταθερά και αταλάντευτα στο πλευρό των ελαιοκαλλιεργητών, εντός και εκτός του Ελληνικού και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με ρεαλιστικές και κοστολογημένες θέσεις και προτάσεις για τον συγκεκριμένο κλάδο, αναγνωρίζοντας ότι, η άριστη ποιότητα του ελληνικού ελαιόλαδου, η σημαντική ποικιλομορφία και η διαφοροποίηση της ελληνικής παραγωγής και η διεθνής αποδοχή της διατροφικής του αξίας, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες ανάπτυξης, δημιουργώντας απασχόληση, εισόδημα, ευημερία και συμβάλλοντας σε έναν υγιεινό και βιώσιμο τρόπο ζωής.