Η φρικτή υπόθεση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στη Λέρο από τους ίδιους τους γονείς τους, δεν είναι -δυστυχώς- η πρώτη που βλέπει το φως της δημοσιότητας.

Πολλοί μπορεί να γνώριζαν ή να υποψιάζονταν τι συνέβαινε πίσω από τις κλειστές πόρτες του σπιτιού που είχε μετατραπεί σε κολαστήριο για τα παιδιά αλλά σύμφωνα με τους ειδικούς, η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να κρατά τα στόματα κλειστά γύρω από τις τέτοιες καταστάσεις.

«Δυστυχώς τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας για το φαινόμενο της κακοποίησης στη χώρα μας είναι πολύ περιορισμένα, καθώς δεν υπάρχει ένα εθνικό σύστημα καταγραφής των περιστατικών», εξηγεί μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η διοικητική διευθύντρια της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης κατά της κακοποίησης των παιδιών «ΕΛΙΖΑ», Αφροδίτη Στάθη και προσθέτει: «Οι ιστορίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας αποτελούν μονάχα την κορυφή του παγόβουνου. Η κακοποίηση, ακόμα και στις μέρες μας παραμένει μία καλά κρυμμένη παθογένεια της κοινωνίας, μία υπόθεση “ταμπού”».

Τα επιδημιολογικά στοιχεία σοκάρουν! Ένα στα πέντε παιδιά (0-18 ετών) θα βιώσει -σύμφωνα με την κ. Στάθη- στη ζωή του τουλάχιστον ένα περιστατικό σεξουαλικής βίας, με ένα μεγάλο ποσοστό περιστατικών να μην αναφέρεται ποτέ στις υπηρεσίες προστασίας. «Η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να σώσει τη ζωή ενός παιδιού, ιδιαίτερα των παιδιών κάτω των 4 ετών που διατρέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου ή αναπηρίας από σωματική κακοποίηση. Ωστόσο, εκτιμάται ότι 9 στις 10 περιπτώσεις δεν αναφέρονται ποτέ και παραμένουν χωρίς διάγνωση και αντιμετώπιση», τονίζει.

Η κ. Στάθη συνεχίζει αναφέροντας ότι «είναι βασικό να επισημανθεί πως δεν υπάρχει ένα προφίλ δράστη, όπως λάθος πολλοί ίσως πιστεύουμε. Ο δράστης μπορεί να είναι άντρας ή γυναίκα, εμφανίσιμος ή όχι, από οποιαδήποτε περιοχή και κοινωνική τάξη. Δεν είναι ο άγνωστος που παραμονεύει στο πάρκο. Είναι κάποιος που συχνά αναπτύσσει στενή σχέση εμπιστοσύνης με το θύμα, σχέση εξάρτησης και υπακοής. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητη η εκπαίδευση όλων αυτών που εμπλέκονται στην αλυσίδα προστασίας των παιδιών. Γιατί τα παιδιά πολλές φορές “φωνάζουν”, χωρίς να μιλάνε. Κάποιος λοιπόν θα πρέπει να τα ακούσει και να τα προστατεύσει».

Και στην περίπτωση που αποκαλυφθούν τέτοιες υποθέσεις, η ίαση των παιδιών που βιώνουν τον τρόμο είναι πολύ δύσκολη. «H φροντίδα των θυμάτων αφορά τη θεραπεία του τραύματος. Η θεραπεία ενέχει ένα αμιγώς ιατρικό κομμάτι, τη σωματική δηλαδή αποκατάσταση, αλλά και ένα ψυχολογικό κομμάτι. Η ψυχική θεραπεία του παιδιού πολύ συχνά θα πρέπει να πραγματοποιείται ταυτόχρονα με αυτή της οικογένειάς του ή του άμεσου περιβάλλοντός του», τονίζει η διευθύντρια του ΕΛΙΖΑ.

Σε περίπτωση που κριθεί ακατάλληλο το περιβάλλον και μέσω εισαγγελικής παραγγελίας το παιδί απομακρυνθεί, τότε με τη συμβολή των κοινωνικών υπηρεσιών, το παιδί πρέπει να μεταβεί σε κατάλληλες δομές φιλοξενίας που του παρέχουν την απαραίτητη προστασία και το βοηθούν σε όλη τη διαδικασία θεραπείας του τραύματος. Στο κομμάτι αυτό, σημαντικό έργο πραγματοποιεί o Πρότυπος Ξενώνας Θεραπείας και Αποκατάστασης για Κακοποιημένα και Παραμελημένα Παιδιά που ιδρύθηκε από το ΕΛΙΖΑ και τα Παιδικά Χωριά SOS Ελλάδος το 2009 και από το 2016 η λειτουργία του βρίσκεται στην αποκλειστική ευθύνη των Παιδικών Χωριών SOS Ελλάδος.

Αυτό που παίζει βασικό ρόλο στη θεραπεία τους είναι πόσο γρήγορα γίνεται η αποκάλυψη της κατάστασης που βιώνουν. «Αυτό που πολύ συχνά λέμε είναι πως όσο πιο σύντομα αποκαλυφθεί το περιστατικό, τόσο το καλύτερο για τη θεραπεία του παιδιού. Καταλυτικό ρόλο παίζει η αντίδραση του γονέα στην αποκάλυψη και για το λόγο αυτό, οι γονείς θα πρέπει να παραμείνουν ψύχραιμοι και έτοιμοι να ακούσουν και εν τέλει να βοηθήσουν τα παιδιά. Το μήνυμα που θα πρέπει όλοι να θυμόμαστε είναι πως τα παιδιά μπορούν να ξεπεράσουν το τραυματικό γεγονός, αρκεί να βρουν την κατάλληλη συμβουλευτική και πρωτίστως όταν τα πιστεύει και τα υποστηρίζει ένας στοργικός και τρυφερός ενήλικας», τονίζει η κ. Στάθη.

Και επισημαίνει ότι: «ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων κατακλύζει την ψυχή των παιδιών που βιώνουν οποιασδήποτε μορφής κακοποίηση ή παραμέληση. Φόβος, τύψεις, ενοχές, προδοσία, ντροπή γίνονται η καθημερινότητά τους. Κυρίως όμως, χάνουν την εμπιστοσύνη τους. Εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, στην οικογένειά τους, σε όλους τους ανθρώπους που τα περιβάλλουν. Εδώ κρύβεται και το μεγάλο στοίχημα όλων όσων εμπλέκονται στην προστασία τους. Οι ειδικοί, αλλά και μέλη της οικογένειας και του σχολείου θα πρέπει να βοηθήσουν τα παιδιά αυτά ώστε αφενός να ακουστεί η αλήθεια τους και αφετέρου να θεραπευθούν και να ανακτήσουν την παιδικότητα και την εμπιστοσύνη τους στον κόσμο».

Πηγή πληροφοριών: Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων