Ζήσαμε αυτές τις μέρες δύο εξαιρετικά κρίσιμα γεγονότα, τα οποία μάλλον πρέπει να εκτιμηθούν ως κινήσεις της Τουρκίας στη διεθνή σκακιέρα, που ξεδιπλώνουν προειλημμένες αποφάσεις επί μιας προαποφασισμένης στρατηγικής της.

Καταρχάς, η Τουρκία με τη ρηματική διακοίνωση του μόνιμου αντιπροσώπου της στον ΟΗΕ πρακτικά ανακηρύσσει τη δική της ΑΟΖ μέχρι την Αίγυπτο, δίνοντας έτσι συνέχεια στο από το 2012 εγχείρημά της να καταθέσει στον ΟΗΕ Χάρτη με βάση τον οποίο διεκδικούσε ως υφαλοκρηπίδα της μια τεράστια θαλάσσια ζώνη μεταξύ του 28ου και 32ου μεσημβρινού, από το ακρωτήριο του Ακάμα στη βορειοδυτική Κύπρο έως τα 6 ν.μ. ανατολικά της Κάσου, της Καρπάθου και της Κρήτης.

Με τον ισχυρισμό ότι η ζώνη αυτή, μεταξύ των δύο άνω μεσημβρινών, είναι απαραβίαστη τουρκική υφαλοκρηπίδα, η Άγκυρα αποσκοπεί στο να εξουδετερώσει την επήρεια τόσο της ανατολικής πλευράς της Ρόδου και του Καστελόριζου όσο και της Κύπρου στον καθορισμό γενικά των θαλάσσιων ζωνών, ειδικά ενόσω δεν έχει υπογραφεί ακόμα συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου.

Εν συνεχεία, με την υπογραφή του Μνημονίου Κατανόησης, ανάμεσα στον Erdogan και τον ηγέτη της διεθνώς αναγνωρισμένης Κυβέρνησης της Λιβύης, Al-Sarraj, αναφορικά με τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών, η Τουρκία επεκτείνει περαιτέρω τις διεκδικήσεις και δυτικά του 28ου μεσημβρινού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα αφενός φαίνεται να αποκλείεται από την οριοθέτηση ΑΟΖ κυρίως με την Αίγυπτο και αφετέρου βρίσκεται αυτομάτως προ κωλυμάτων στην ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας των ερευνών για την ύπαρξη φυσικού αερίου στα τεμάχια που έχει παραχωρήσει σε διεθνή κοινοπραξία νοτίως της Κρήτης.

Τα δύο παραπάνω γεγονότα αποτελούν μερικότερες προβολές και in concreto εξωτερικεύσεις του τουρκικού δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας». Του δόγματος που δείχνει πόσο καλά έχουν καταλάβει οι Τούρκοι τη σπουδαιότητα της Θάλασσας και το μέγεθος της σημασίας που αποδίδουν σ’ αυτήν. Η Θάλασσα, όπου αυτή εκτείνεται και με ό,τι αυτή κρύβει, είναι, άλλωστε, η «πολύφερνη νύφη» για όλα τα κράτη της περιοχής μας, στην ουσία ο μέγιστος όλων παράγοντας διαπεριφερειακής αλληλεπίδρασης, όπως θα έλεγε και ο Davutoglu.

Οι ίδιοι οι Τούρκοι σε εγχειρίδιο της εκπεφρασμένης ναυτικής στρατηγικής τους (Turkish Naval Forces Strategy σελ. 5) τονίζουν ότι το 80% του παγκοσμίου εμπορίου ποσοτικά (σε τόνους) και το 70% σε αξία (μετρούμενη σε δολάρια), το 60% των μεταφορών πετρελαίου παγκοσμίως και το 25% των παγκόσμιων μεταφορών φυσικού αερίου πραγματοποιείται μέσω θαλάσσης. Η Θάλασσα, και δη αυτή της δικής μας «γεωγραφικής γειτονιάς», διαθέτει τα κοιτάσματα που ενδέχεται να αλλάξουν τις μοίρες των λαών, ενώ υποθαλάσσιοι θα είναι, κατά ένα μεγάλο μέρος τους τουλάχιστον, και οι αγωγοί μεταφοράς του φυσικού υποθαλάσσιου πλούτου. Παράλληλα, το 88% του εξωτερικού εμπορίου της Τουρκίας πραγματοποιείται μέσω θαλάσσιων μεταφορών.

Από την άλλη, η Τουρκία όντας γεωφυσικά επιμήκης αποληκτική προβολή της Ασιατικής Ηπείρου στην Ευρώπη, δίπλα στη Θάλασσα έχει τις περιοχές που της προσδίδουν το «μεδούλι’ της οικονομικής της δύναμης. Επί τούτου αρκεί να σκεφθεί μόνο κάποιος, για ένα υπάρχει συγκριτικό μέτρο, ότι το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Τουρκία, που είναι 24.000 δολάρια κατ’ έτος, διαθέτει η παραθαλάσσια επαρχία της Κωνσταντινούπολης, ενώ η επαρχία του Αιγαίου με 19.400 δολάρια ακολουθεί. Στα βάθη, αντιθέτως, της τουρκικής ενδοχώρας επικρατεί η… φτώχεια και οι… τάσεις ανεξαρτητοποίησης ελέω των κουρδικών πληθυσμών. Συγκριτικά, το χαμηλότερο κατ’ έτος κατά κεφαλήν εισόδημα στην Τουρκία διαθέτει  η Νοτιανατολική Ανατολία (8.650 δολάρια) και η Κεντροανατολική Ανατολία (8.600 δολάρια).

Το μέγα ζήτημα, ωστόσο, και δη για όλα τα κράτη της Μεσογείου, μιας δηλαδή από τις σημαντικότερες Θάλασσες στον Κόσμο, είναι ότι κανένα από τα παραθαλάσσια κράτη της, και ένεκα γεωγραφικών δεδομένων, αλλά και ένεκα της διεθνο-πολιτικής κανονικότητας, έτσι όπως αυτή είναι αποτυπωμένη στο δημόσιο διεθνές δίκαιο, δεν μπορεί να πει γι’ αυτήν το διαβόητο «mare nostrum» (δηλαδή, «η θάλασσά μας») των Ρωμαίων.

 

 

Αντιθέτως, η Τουρκία κυριολεκτικά ασφυκτιά στη Μεσόγειο. Στο Αιγαίο, νοούμενο ως θαλάσσιο υποτμήμα της Μεσογείου, βάσει της αρχής των 6 ν.μ. των χωρικών υδάτων που η ίδια υποστηρίζει, έχει μόνο το 8,8% «δικό της», ενώ ταυτόχρονα η Ελλάδα τής στέκεται αξεπέραστο εμπόδιο. Για να καταλάβετε τι εννοώ, διαβάστε απλά τι γράφει στη σελίδα 268 του διαβόητου βιβλίου του με τίτλο το «Στρατηγικό βάθος», ο Ahmed Davutoglu: «το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των νησιών του Αιγαίου βρίσκεται υπό ελληνική κυριαρχία αποτελεί το σημαντικότερο αδιέξοδο της πολιτικής της εγγύς θαλάσσιας περιοχής της Τουρκίας».

Αυτή, λοιπόν, η γεωπολιτική ασφυξία των Τούρκων επί του καμβά της «μητέρας των πάντων», της Θάλασσας, είναι που μετατρέπει το διπλωματικό πόκερ τους στην Ανατολική Μεσόγειο σε ρισκογόνο και δυνητικά γενεσιουργό πολλαπλών εξελίξεων πολυπαραμετρικό παίγνιο, όπου κύριο χαρακτηριστικό της τουρκικής στρατηγικής καθίσταται ο μαξιμαλισμός (= η επιδίωξη του μέγιστου ή πολύ μεγάλων στόχων).

Και τούτο, γιατί αυτός ο έμπρακτος, όπως δείχνουν όλα τα παραπάνω, τουρκικός μαξιμαλισμός, ανεξάρτητα από το πόσο βάσιμος και έγκυρος είναι, πόσο συμβατός με το δημόσιο διεθνές δίκαιο και πόσο εφικτός και υλοποιήσιμος θεωρείται σε σχέση με τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες του γεωπολιτικού πλαισίου και τις εξελίξεις της διεθνοπολιτικής συγκυρίας, ενέχει μια διττή λειτουργικότητα: κατά πρώτον, περνά παντού το μήνυμα ότι η Τουρκία είναι όχι απλά αλλά ηγεμονικά ισχυρή, κατά δεύτερον δε υποβάλλει τον θεωρητικά πιο αδύναμο «παίχτη» σ’ ένα αίσθημα ρητορικής και στρατηγικής συρρίκνωσης και ηττοπάθειας. Απέναντι δε στη Διεθνή Κοινότητα, η Τουρκία, έχοντας ως φόντο των διεκδικήσεων της τη «στρατικοποίηση των διαφορών», «λανσάρει» έτσι τον ιδεασμό ότι συμπεριφέρεται κατά τον άνω τρόπο επειδή απευθύνεται σε κράτη μειωμένης πολιτικής ισχύος ή και εθνικής κυριαρχίας ακόμα.

Ούτως ή άλλως όμως, και δη σχεδόν ανεπαίσθητα, αυτός ο μαξιμαλισμός  τοποθετεί ad hoc τους Τούρκους σε ευνοϊκή θέση, αν συνερμηνευθεί με την αξονική στρατηγική τους θέση για συνολική πολιτική διευθέτηση των ζητημάτων με την Ελλάδα. Αυτό ακριβώς έγραψε ο κ. Sinirlioglu στη ρηματική διακοίνωση της Τουρκίας προς τον ΟΗΕ, κάτι το οποίο δεν πρέπει να διαλάθει την προσοχή όσων ξέρουν κι όσων έχουν καθήκον να διαβάζουν διεθνή κείμενα. Τι σημαίνει, λοιπόν, συνολική πολιτική διευθέτηση; Καταρχάς, σημαίνει διαπραγμάτευση μέχρι τέλους σ’ όλα. Διαπραγμάτευση από την αρχή μέχρι τέλους για την υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα (το θέμα δηλαδή της επέκτασης των 6 ναυτικών μιλίων σε 12, που αποτελεί casus belli για τους Τούρκους), τις «γκρίζες ζώνες»,  τον εναέριο χώρο, τη ζώνη FIR, τα πεδία διοίκησης και ελέγχου και τον εξοπλισμό των νησιών.

Κατόπιν αυτής της παραδοχής, η συμπεριφορική ανταπάντηση της Ελλάδας αναγκαστικά προσδιορίζεται σε δύο σενάρια. Κατά το πρώτο, η Ελλάδα θα  μπορούσε θεωρητικά να αρνηθεί την συνολική πολιτική διευθέτηση. Σ’ αυτήν την περίπτωση όμως οι Τούρκοι θα εμφανίζονται διεθνώς διαμαρτυρόμενοι για την δήθεν δυστροπία και υστεροβουλία της «άλλης πλευράς» να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου, γεγονός που θα μπορούν να το χρησιμοποιήσουν για να αιτιολογήσουν οποιαδήποτε επεκτατική, τολμηρή ή όχι,  παράλογη ή μη, νομικά συγκροτημένη ή μη, μονομερή και εν πολλοίς αυθαίρετη πρωτοβουλία τους στη σκακιέρα.

Κατά το δεύτερο σενάριο, αν η Ελλάδα δεχθεί να προχωρήσει σε ευρείες συζητήσεις για συνολική λύση στα ελληνοτουρκικά, ο τουρκικός μαξιμαλισμός, και δη εκπεφρασμένος ήδη διεκδικητικά σ’ όλο το φάσμα των κρίσιμων μεταξύ μας ζητημάτων, είναι πιθανόν να αποβεί άκρως επωφελής για τους γείτονες μας. Κι αυτό διότι ο μαξιμαλισμός οδηγεί σε εκ των προτέρων κατάληψη (preoccupatio όπως έλεγαν οι Λατίνοι) της ισχυρής διαπραγματευτικής αφετήριας θέσης για τους Τούρκους.

Ειδικότερα, οι διαπραγματεύσεις, και δη επί όλων των διαφορών, θα απαιτήσουν, ως η φύση τους υποβάλλει και η διεθνής νόρμα υποδεικνύει, εκατέρωθεν υποχωρήσεις. Η σημαντική διαφορά όμως εν προκειμένω είναι ότι ενώ η πρεσβεύουσα τις αρχές του δημόσιου διεθνούς δικαίου Ελλάδα θα αρχίσει να «ελαστικοποιεί» τη θέση της από αυτή την αφετηρία (του διεθνούς δικαίου), η Τουρκία, υποτίθεται «συμβιβαζόμενη» και υποχωρώντας κατά τι από τον μεγαλοϊδεατισμό της, θα «αναγκαστεί» να μετακινηθεί λίγο πιο κάτω από τις μαξιμαλιστικές θέσεις της και να βρεθεί έτσι, αν επιτευχθεί τελικό αποτέλεσμα στη συνολική πολιτική διευθέτηση, σε καταληκτικό σημείο που απλά θα έχει ελαττώσει την απόστασή της από το δημόσιο διεθνές δίκαιο και δη με μια λύση επί των πάντων. Τότε και εκεί, στις… «παρυφές» του διεθνούς δικαίου, θα επιτευχθεί ίσως, προς ικανοποίηση των Τούρκων, και η περιβόητη «συνεκμετάλλευση» (kazan – kazan) στις Θάλασσες, για την οποία, άλλωστε, δεν φαίνεται να έχει αντίρρηση (αντιθέτως μάλιστα) ο αναπληρωτής Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, κ. Θάνος Ντόκος.

Και στα δύο παραπάνω σενάρια, συνεπώς, που υπαγορεύει ο τουρκικός μαξιμαλισμός, η Τουρκία όχι μόνο «βγαίνει» αλώβητη, αλλά στην ουσία θα πραγματοποιήσει το δικό της θέλημα και δη με το παραπάνω.

Το μέγα ζητούμενο όμως είναι, πώς πρέπει να δράσει η Ελλάδα απέναντι σ’ όλα αυτά, ζητούμενο βέβαια που δεν είναι καθόλου μα καθόλου απλή υπόθεση. Ας μη λησμονηθεί δε ότι η Τουρκία, πέρα από τις όποιες εγγενείς αδυναμίες της ή τα «τυραννικά» της προβλήματα, αφενός είναι παγιωμένα η δεύτερη, μετά τις ΗΠΑ, δύναμη στο ΝΑΤΟ και αφετέρου ο απρόβλεπτος ηγέτης της κρατά σφιχτά στα χέρια του, έναντι της Ευρώπης και όλης της Διεθνούς Κοινότητας, το «κομβικό χαρτί» του Μεταναστευτικού, το οποίο ως «όπλο» μπορεί να το στρέψει ανά πάσα στιγμή προς την Ευρώπη.

Τι είναι, λοιπόν, καλύτερο για εμάς; Η ενεργός, πολυμερής διπλωματία βάσει εθνικού σχεδίου ή, μήπως, η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης; Προς το παρόν, η πρώτη επιλογή είναι μια «ζώσα», «εν τω γίγνεσθαι» κατάσταση, ενώ η δεύτερη, θεωρητικό ενδεχόμενο και δη ενδεχόμενο με τέτοιες περιπλοκότητες και διαστάσεις, που απαιτούν πολλή συζήτηση και οργανωτική ικανότητα.

Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, θεωρώ πως είναι λάθος η από εμάς αντιμετώπιση της Τουρκίας αποκλειστικά σε επίπεδο διμερών σχέσεων. Όπως δείχνει το άνω σκεπτικό, αν επιλέξουμε τον στεγανό και στενό διάδρομο των αποκλειστικά διμερών διαπραγματεύσεων και δη το πράξουμε αυτό για την επίτευξη μια συνολικής λύσης στα ελληνοτουρκικά, θα «πέσουμε» κατευθείαν πάνω στον τουρκικό μαξιμαλισμό και την υποβόσκουσα αυτόν σεναριολογία.

Γι’ αυτό, η βεντάλια των διπλωματικών κινήσεων της ελληνικής πλευράς πρέπει να ξεδιπλωθεί προς πολλούς ορίζοντες. Θέλουμε και μπορούμε και αμυντική συνεργασία με τις ΗΠΑ και χρειαζόμαστε επιθετικό lobbying εκεί, καλωσορίζουμε τη συνεργασία με την Κίνα επί του «δρόμου του Μεταξιού» με πρόθεση ο Πειραιάς να καταστεί το επίνειο της κινέζικης πρόσβασης στην Ευρώπη, σφυρηλατούμε πυρετωδώς την τετραμερή συμμαχία μας με Κύπρο, Ισραήλ και Αίγυπτο, η οποία έχει πιθανότητες να αποδώσει μόνο εφόσον απλωθεί και σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας και συνεργαζόμαστε με τη Γερμανία στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας (ως γνωστόν η Γερμανία είναι ο υπ’ αριθμόν 1 πωλητής όπλων στην Ελλάδα), έχοντας κάθε… δευτερόλεπτο τα μάτια μας ανοιχτά. Οι καιροί είναι, ούτως ή άλλως, «δύσκολοι»…

Κατερίνη, 7/12/2019

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

Relations and the political science