Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης

Κάθε χρόνο περιμένω με λαχτάρα τα παιδιά να έλθουν να μου πουν τα κάλαντα. Μου θυμίζουν τη δική μου παιδική ηλικία.

Θυμάμαι τότε που ήμουν μικρός, πώς προετοιμαζόμουν, να μάθω όλα τα λόγια, να φτιάξω το τριγωνάκι. Όλη τη νύχτα σχεδόν δεν κοιμόμουν από την αγωνία πότε θα φέξει για να ξεκινήσω. Είχα καταστρώσει ένα λεπτομερές σχέδιο, σε ποιους θα πάω να τα πω. Πρώτα στους γνωστούς, και κατόπιν σε άγνωστους. Οι γνωστοί θα μου έδιναν σίγουρα, ιδίως ο θείος Νίκος που με αγαπούσε ιδιαίτερα. Από τους άγνωστους, ό,τι βγει καλοδεχούμενο.

Οι περισσότεροι μου έδιναν κάποιο γλυκό, χουρμάδες, μανταρίνια, αλλά υπήρχαν και οι πιο ανοιχτοχέρηδες που έδιναν και χρήματα. Μ’ αυτά τα χρήματα που μάζευα φασούλι το φασούλι, και με τα χρήματα που έβγαζα άλλες δύο φορές – από τα κάλαντα της παραμονής Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, αγόραζα το μοναδικό παιχνίδι που ονειρευόμουν ολόκληρη τη χρονιά – ένα κόκκινο αστραφτερό αυτοκινητάκι.

Φέτος, λοιπόν, ήλθαν πάλι τα παιδιά να μου πουν τα κάλαντα. Αλλά δεν μου θύμισαν καθόλου την δική μου παιδική ηλικία.

Πρώτα-πρώτα, άργησαν να έλθουν. Φαίνεται ότι κάθε μέρα αργούν να ξυπνήσουν κι ότι δεν έχουν και μεγάλη αγωνία να τα πουν. Αυτό μάλλον είναι φυσικό, διότι το καθένα έχει πάνω από 20 ακριβά παιγνίδια.

Το δεύτερο που μου έκανε εντύπωση, ήταν ότι δεν ήξεραν καλά τα λόγια. Επίσης δεν τα είπαν ως το τέλος, αλλά έφαγαν τα μισά.

Δυο πιο οργανωμένοι, είχαν ένα κασετόφωνο που τα έλεγε αντί γι’ αυτούς.

Σε όσους επιχείρησα να δώσω μανταρίνια ή μελομακάρονα, κατέβασαν κάτι μούτρα, σαν να τους έδειρα. Σε όσους έδωσα 1-2 ευρώ, μάλλον απογοητεύτηκαν. Μόνον από 5 ευρώ και πάνω έμειναν ικανοποιημένοι…