Με ισόβια κάθειρξη καταδικάστηκε ένας 39χρονος που κατηγορείται για τον φόνο μιας 40χρονης γυναίκας στις 28 Δεκεμβρίου του 2018 στη Θεσσαλονίκη.

Σήμερα κάθισε στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και κρίθηκε ομόφωνα ένοχος, χωρίς να του αναγνωριστούν ελαφρυντικά.

Ο ίδιος αρνήθηκε ότι σκότωσε τη γυναίκα, με την οποία τους ένωναν φιλικοί δεσμοί από την περίοδο που συμμετείχαν στο πρόγραμμα απεξάρτησης του ΟΚΑΝΑ, παραδέχτηκε όμως ότι τεμάχισε το πτώμα και το έκαψε σε σόμπα. Μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί το πτώμα της γυναίκας.

Η υπόθεση είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο πέρυσι τον Μάιο, όταν οι αρχές εξιχνίασαν την υπόθεση. Τα ίχνη της άτυχης γυναίκας, που έκανε χρήση ναρκωτικών και κατοικούσε σε ένα διαμέρισμα στη Σταυρούπολη, είχαν εξαφανιστεί στις 28 Δεκεμβρίου του 2018. Γείτονές της κατέθεσαν πως το τελευταίο διάστημα έκανε μεγάλες προσπάθειες για να απεξαρτηθεί, ενώ μάλιστα έψαχνε για δουλειά.

Η εξαφάνισή της προκάλεσε την απορία των γειτόνων καθώς δεν την αναζήτησε κανείς, παρά μόνο όταν ένα εξάμηνο αργότερα ο 39χρονος επισκέφθηκε το διαμέρισμά της, δήθεν για να το φροντίσει όσο εκείνη θα απουσίαζε στο Ανόβερο της Γερμανίας. Γείτονας αστυνομικός κάλεσε τις αρχές για συλλογή στοιχείων, καθώς η επίσκεψη του φάνηκε ύποπτη, και το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται.

Σημαντικό ρόλο στις έρευνες έπαιξε η άρση τραπεζικού απορρήτου της θανούσας, από την οποία προέκυψε ότι ο 39χρονος είχε προβεί σε συναλλαγές με τις κάρτες της. Από την άρση τηλεφωνικού απορρήτου, βρέθηκαν στο δικό του τηλέφωνο αναζητήσεις όπως “τι μπορεί να συμβεί στο σώμα σου αφού πεθάνεις”.

Ο 39χρονος είχε πει στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν ότι δεν σκότωσε τη γυναίκα αλλά τη βρήκε νεκρή από υπερβολική δόση. Είχε καταθέσει ωστόσο ότι πέταξε το πτώμα σε έναν κάδο, όμως δεν έπεισε καθώς αντιμετωπίζει αναπηρία και έχει ένα προσθετικό πόδι, καθιστώντας αδύνατο το ενδεχόμενο να την κουβαλήσει. Απολογούμενος στον ανακριτή πέρσι το καλοκαίρι, ισχυρίστηκε ότι την τεμάχισε με πριόνι και ηλεκτρική σέγα και την έκαψε στη σόμπα που είχε στο σπίτι του.

Σήμερα κατά την απολογία του ο κατηγορούμενος επανέλαβε ότι τεμάχισε και έκαψε το πτώμα τονίζοντας ωστόσο ότι δεν προκάλεσε ο ίδιος τον θάνατο της 40χρονης.

Ο ίδιος ζήτησε συγγνώμη από όσους έχει πληγώσει με τις πράξεις του, λέγοντας πως ήταν λάθος αυτό που έκανε. “Όταν έχασε τη ζωή της, ήταν μια στιγμή που πανικοβλήθηκα”, είπε χαρακτηριστικά.

“Δεν είχαμε μαλώσει, δεν είχαμε να χωρίσουμε τίποτα. Ήξερα ότι το τελευταίο διάστημα προσπαθούσε να διακόψει. Ωστόσο μια μέρα που ήμασταν στο σπίτι της έκανε χρήση κοκαΐνης. Δεν μπορούσα να της πω να μην κάνει. Μετά πήγαμε μαζί στο σπίτι που μόλις νοίκιασα για να μείνω με τη σύντροφό μου στο Φίλυρο, προκειμένου να το δει”, σημείωσε ο 39χρονος ενώπιον του δικαστηρίου.

Περιγράφοντας τις στιγμές που ακολούθησαν, ισχυρίστηκε ότι κάποια στιγμή πήγε σε άλλον χώρο για να πλύνει μερικά πιάτα και όταν γύρισε βρήκε τη φίλη του με κλειστά μάτια.

“Εκείνη τη στιγμή πίστεψα ότι θα με κατηγορήσουν ότι εγώ της έδωσα την κοκαΐνη και ότι ξανακύλησα. Δεν ήταν προσχεδιασμένο, πάνω στον πανικό μου τεμάχισα το πτώμα και το έκαψα”, ανέφερε χαρακτηριστικά ο 38χρονος τονίζοντας μάλιστα ότι τα τελευταία δυόμιση χρόνια δεν έχει ηρεμήσει.

Ο κατηγορούμενος είπε παράλληλα πως αν δεν αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα, ίσως άφηνε το πτώμα σε κάποιον κάδο, πράγμα που είχε καταθέσει προανακριτικά πως είχε κάνει πριν παραδεχθεί ότι τεμάχισε και έκαψε τη φίλη του. Ερωτώμενος γιατί ισχυρίστηκε κάτι άλλο στην αρχή, είπε ότι ντρεπόταν, καθώς δεν είναι πράγματα που ακούς συχνά.

“Σκεφτόμουν πώς θα ξεφορτωθώ το πτώμα. Δεν ήθελα να βρεθεί στο σπίτι μου και να ενοχοποιηθώ”, είπε σε άλλο σημείο της απολογίας του.

Για τις συναλλαγές που έκανε με τις κάρτες της και τα μηνύματα που έστειλε με το κινητό της θανούσας, τόνισε ότι ήθελε να δείξει ότι η 40χρονη έκανε κάποιες κινήσεις, για να ενισχύσει τον ισχυρισμό ότι ήταν ζωντανή και ότι απλά δεν είχε επαφές με κανέναν. Παραδέχθηκε ωστόσο ότι ξόδεψε τα χρήματα που πήρε από τις κάρτες της.

“Ίσως ήθελα να γίνει αυτό (σ.σ. να με συλλάβουν) για αυτό πήγα και στο σπίτι της. Ήθελα να φύγει το βάρος από πάνω μου”, σημείωσε απολογούμενος.

 

Πηγή: voria.gr