Τι αλλάζει από σήμερα σε προσφορές και εκπτώσεις
Σύμφωνα με όσα έχει διαμηνύσει ο υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος, «οι έλεγχοι δεν θα είναι απλά για ενημέρωση και συστάσεις, αλλά θα είναι έλεγχοι που θα οδηγούνται σε αυστηρά πρόστιμα».
Ενισχύουν την παρουσία τους από σήμερα Δευτέρα 17 Μαρτίου οι ελεγκτικοί μηχανισμοί με σκοπό την εφαρμογή του νέου Κώδικα Δεοντολογίας σχετικά με τις προσφορές, τις εκπτώσεις, και τις προωθητικές ενέργειες.
Ο νέος Κώδικας Δεοντολογίας στον οποίο αναφέρονται αναλυτικά οι εμπορικές πρακτικές εκπτώσεων και προσφορών που θεωρούνται παραπλανητικές – και θα πρέπει να αποφεύγονται από την αγορά – προβλέπει ότι, σε μία ανακοίνωση μείωσης τιμής (π.χ. έκπτωση ή προσφορά) η αρχική τιμή από την οποία θεωρείται ότι γίνεται η έκπτωση είναι η χαμηλότερη τιμή στην οποία προσφερόταν το προϊόν τις τελευταίες 30 ημέρες.
Οι έμποροι δεν μπορούν πλέον να θεωρούν ως «αρχική τιμή», από την οποία γίνεται έκπτωση, μία πολύ παλιά «φουσκωμένη τιμή», μία «τιμή τιμοκαταλόγου» ή μία «προτεινόμενη λιανική τιμή».
Αντίθετα, η «αρχική τιμή» στην οποία αναφέρονται θα πρέπει να είναι πρόσφατη, να είναι η συνήθης τιμή στην οποία πωλείται το προϊόν και να είναι η χαμηλότερη στην οποία προσφερόταν το προϊόν τις τελευταίες 30 ημέρες.
Τα πρόστιμα, μάλιστα, για όποιον προσπαθήσει να εξαπατήσει το κοινό, θα είναι μέχρι 1,5 εκατ. ευρώ και σε υποτροπή θα φτάνει και τα 3 εκατ. ευρώ.
Από τον Κώδικα Δεοντολογίας εξαιρούνται τα ευαλλοίωτα προϊόντα, ιδίως όσα έχουν διάρκεια ζωής λιγότερο από 30 ημέρες. Ωστόσο, παραβιάσεις που αφορούν τις εκπτώσεις και τις προσφορές στα προϊόντα αυτά τιμωρούνται με τις γενικές διατάξεις περί αθέμιτων εμπορικών πρακτικών.
Πώς λειτουργούν οι εκπτώσεις «μαϊμού»
Κλασσικά παραδείγματα πλασματικής έκπτωσης, που είναι αντίθετα στον Κώδικα Δεοντολογίας, είναι τα εξής:
α) Ένας έμπορος πωλεί μία τηλεόραση με έκπτωση από 5.000 ευρώ αρχική τιμή σε 1.000 ευρώ τελική τιμή με «έκπτωση» 80% ή «όφελος» 4.000 ευρώ.
Ωστόσο, ο έμπορος δεν πούλησε ποτέ το συγκεκριμένο μοντέλο τηλεόρασης με 5.000 ευρώ. Απλά αναφέρει τη φουσκωμένη αυτή τιμή ως «τιμή κατασκευαστή» ή «τιμή τιμοκαταλόγου» ή δεν κάνει καμία αναφορά ως προς την προέλευσή της.
Η αλήθεια είναι ότι ο έμπορος πωλούσε την τηλεόραση 1.000 ευρώ τους τελευταίους 6 μήνες και η «έκπτωση» δεν είναι πραγματική, ούτε η τιμή των 1.000 ευρώ είναι «ευκαιρία». Είναι απλά η συνηθισμένη τιμή στην οποία πωλείται η συγκεκριμένη τηλεόραση.
β) Ένας έμπορος ηλεκτρονικών ειδών πωλεί ψυγεία.
Όλον τον Ιούνιο πωλούσε ένα συγκεκριμένο μοντέλο ψυγείου 1.000 ευρώ. Με την έναρξη των θερινών εκπτώσεων, τον Ιούλιο, αυξάνει την τιμή σε 1.200 ευρώ και επικαλείται ότι κάνει έκπτωση 20% από μία πλασματική αρχική τιμή 1.500 ευρώ.
Προφανώς, η έκπτωση αυτή είναι πλασματική αφού ο έμπορος, λίγες ημέρες πριν πωλούσε φθηνότερα το ψυγείο.
Ωστόσο, γνωρίζοντας ότι οι καταναλωτές περιμένουν τις θερινές εκπτώσεις για να κάνουν τα ψώνια τους, αύξησε την τιμή κατά 200 ευρώ την πρώτη εβδομάδα των εκπτώσεων επικαλούμενος δήθεν «έκπτωση» 300 ευρώ από μία τιμή 1.500 ευρώ, στην οποία είτε δεν πούλησε ποτέ είτε είχε πουλήσει πολύ παλιότερα, όταν το μοντέλο ήταν καινούριο.
γ) Ένας έμπορος πωλεί γυαλιά ηλίου. Κατά τη διάρκεια της Black Friday, προσφέρει ένα συγκεκριμένο μοντέλο με έκπτωση 50% από 300 ευρώ αρχική τιμή σε 150 ευρώ τελική τιμή. Ωστόσο, και πριν 20 ημέρες πωλούσε το ίδιο μοντέλο 150 ευρώ, αύξησε την τιμή του λίγες ημέρες πριν την Black Friday σε 300 ευρώ, και έκανε δήθεν «έκπτωση» 50% και συνέχισε να το πουλά στη συνηθισμένη του τιμή, δηλαδή 150 ευρώ.
δ) Ένας έμπορος πωλεί σαμπουάν 1+1 «δώρο», σε «δεμένη» συσκευασία, καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς. Εδώ δεν υπάρχει πραγματική έκπτωση αφού ο έμπορος δεν πωλεί ποτέ μία μονάδα σαμπουάν μόνη της, οπότε η λέξη «δώρο» δεν έχει κάποιο νόημα.
Αυτό που, στην πράξη, κάνει ο έμπορος είναι να υποχρεώνει τον καταναλωτή να αγοράζει τουλάχιστον δύο μονάδες του προϊόντος κάθε φορά που ψωνίζει, σε μια συνηθισμένη τιμή διαφημίζοντας τη δεύτερη μονάδα ως «δήθεν» δώρο.
Προφανώς, σε αυτήν την περίπτωση, η λέξη «δώρο» είναι πλασματική αφού ο καταναλωτής ποτέ δεν μπορούσε να αγοράσει μία μονάδα σαμπουάν μόνη της έτσι ώστε να προκύπτει και η έννοια του «δώρου».
ε) Ένας έμπορος πωλεί αλεύρι σε συσκευασία 2+1 «δώρο» και, θεωρώντας ότι η «αρχική τιμή» ή «τιμή τιμοκαταλόγου» ενός κιλού αλεύρι είναι 2 ευρώ, πωλεί τη συσκευασία 2+1 «δώρο» 4 ευρώ. Παράλληλα, πωλεί μία απλή συσκευασία 1 κιλού, της ίδιας μάρκας αλεύρι, με έκπτωση 50% από 2 ευρώ σε 1 ευρώ.
Ο καταναλωτής αντιλαμβάνεται ότι αν αγοράσει 3 κιλά αλεύρι με τη μορφή της συσκευασίας 2+1 «δώρο» θα πληρώσει 4 ευρώ, ενώ αν αγοράσει τρεις ξεχωριστές συσκευασίες του 1 κιλού αλεύρι θα πληρώσει 3 ευρώ.
Προφανώς, και σε αυτήν την περίπτωση, η λέξη «δώρο» είναι πλασματική, αφού αν ο καταναλωτής επιλέξει το «δώρο» θα πληρώσει περισσότερα χρήματα για την ίδια ποσότητα αλεύρι.
στ) Ένας έμπορος πωλεί αφρόλουτρα με έκπτωση, από 8 ευρώ αρχική τιμή σε 4 ευρώ τελική τιμή. Στο καρτελάκι αναφέρεται ότι «κερδίζετε 4 ευρώ».
Στη συνέχεια ο έμπορος αποφασίζει να ανατιμήσει το προϊόν από 4 ευρώ τελική τιμή σε 5 ευρώ τελική τιμή. Προκειμένου να κάνει την ανατίμηση λιγότερο αντιληπτή από τον καταναλωτή, αποφασίζει να «φουσκώσει» την αρχική τιμή από 8 ευρώ σε 10 ευρώ.
Το νέο καρτελάκι αναφέρει «από 10 ευρώ τώρα 5 ευρώ» ενώ επίσης αναφέρεται ότι «κερδίζετε 5 ευρώ». Εδώ η «έκπτωση» είναι πλασματική αφού, μεταξύ άλλων, ο έμπορος ανατίμησε το προϊόν κατά 1 ευρώ αλλά ενημερώνει τον καταναλωτή ότι, μετά την ανατίμηση, ο καταναλωτής κερδίζει 1 ευρώ περισσότερο.
Πηγή:dnews