Τι συνέβη στα παιδιά κατά τη διάρκεια της πανδημίας;
«Η απουσία σχολείου και εξωσχολικών δραστηριοτήτων είχε ως αποτέλεσμα πολλά παιδιά να καταφύγουν στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, τάμπλετ και βιντεοπαιχνιδιών προκειμένου να απασχοληθούν, δημιουργώντας υπόβαθρο για ενδεχόμενο μελλοντικό εθισμό στα παιχνίδια και στο Διαδίκτυο», τονίζει η κ. Ζωή Σιούτη.
Ενας πολύ χρήσιμος τρόπος να κρυφοκοιτάξει κανείς στο μυαλό και στην ψυχή ενός παιδιού είναι πάντα το παιχνίδι: τι βάζει τις κούκλες ή τις φιγούρες του να κάνουν, τι να συζητήσουν, πώς τις καθοδηγεί να συμπεριφέρονται. Μπορεί κανείς να αφουγκραστεί πολλά παρακολουθώντας ένα παιδί να παίζει «σχολείο», «οικογένεια» κ.λπ. Το τελευταίο διάστημα η 6χρονη Κατερίνα παίζει πολύ συχνά «καραντίνα». «Εχει μια οικογένεια playmobil που τα μέλη της λέει ότι είναι σε καραντίνα. Μαγειρεύουν, διασκεδάζουν αλλά και συζητούν συχνά πώς αισθάνονται, τι τους λείπει, πόσο ανησυχούν μην κολλήσουν τον κορωνοϊό», λέει η μαμά της Ελένη Παππά. «Καταλαβαίνω ότι η κατάσταση που βιώνουμε τους τελευταίους μήνες την απασχολεί πολύ, παρότι σπάνια μου μιλά για το πώς αισθάνεται». Η Κατερίνα τις πρώτες ημέρες του εγκλεισμού παραπονιόταν συχνά ότι της έλειπαν οι φίλοι της, οι βόλτες, ακόμα και το σχολείο. «Μετά συνήθισε. Ακόμη και τώρα που μπορούμε να κινούμαστε εκτός σπιτιού χωρίς περιορισμούς, δύσκολα πείθεται να βγει».
Δεν είναι το μοναδικό παιδί που αρνείται να κάνει έναν περίπατο, προτιμά την ασφάλεια του σπιτιού, διστάζει να βρεθεί με τους φίλους του. «Σε μια πρόσφατη βόλτα στη γειτονιά, συναντήσαμε κάποιους συμμαθητές του Χρήστου, με τους οποίους ξέρω ότι κάνει στενή παρέα στο σχολείο. Με σόκαρε το γεγονός ότι τους χαιρέτησε από μακριά, χωρίς να εκδηλώσει καμία επιθυμία να πλησιάσει την παρέα και να παίξει μαζί τους» θυμάται ο μπαμπάς του 10χρονου, Νίκος Χαραλαμπόπουλος. Τι συνέβη στα παιδιά στη διάρκεια του lockdown;
«Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η καραντίνα για τα παιδιά δεν ήταν διακοπές, όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά απώλεια της γνωστής και δομημένης καθημερινότητάς τους, η οποία τους προσφέρει ασφάλεια, σιγουριά και αίσθηση ταυτότητας», επισημαίνει η ψυχολόγος κ. Σοφία Παπαγεωργίου. «Ο εγκλεισμός, που κράτησε μικρούς και μεγάλους μακριά από αγαπημένα πρόσωπα και συνήθειες, προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση. Για ένα νήπιο για παράδειγμα, που δεν έχει αίσθηση του χρόνου, είναι πολύ καθησυχαστικό η μια συνήθεια να διαδέχεται την άλλη. Αυτό άλλαξε σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια της καραντίνας, προκαλώντας σύγχυση», καταλήγει.
Πώς λοιπόν επηρέασε τα παιδιά η ανατροπή της ρουτίνας τους, η απουσία του σχολείου, η έλλειψη της συχνής επαφής με φίλους, η απομάκρυνση από τον παππού και τη γιαγιά; «Μεγάλος αριθμός ερευνών έχει αναδείξει τη σπουδαιότητα της ύπαρξης ρουτίνας για την υγιή συναισθηματική και ψυχολογική ανάπτυξη ενός παιδιού. Η έλλειψη ενός σταθερού προγράμματος στην καθημερινότητα των παιδιών οδηγεί στην απορρύθμιση της ψυχολογικής τους ομοιόστασης», τονίζει η κ. Ζωή Σιούτη, κλινική και συμβουλευτική ψυχολόγος παιδιών, εφήβων, ενηλίκων. «Πιο συγκεκριμένα, η απουσία σχολείου και εξωσχολικών δραστηριοτήτων είχε ως αποτέλεσμα πολλά παιδιά να καταφύγουν στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, τάμπλετ και βιντεοπαιχνιδιών προκειμένου να απασχοληθούν, δημιουργώντας υπόβαθρο για ενδεχόμενο μελλοντικό εθισμό στα παιχνίδια και στο Διαδίκτυο. Το υπόβαθρο αυτό ενισχύεται και από την έλλειψη συχνής –φυσικής– επαφής με φίλους και συνομηλίκους. Η σχολική τάξη, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τα μαθήματα αλλά και την αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητών, συνιστά έναν σημαντικό παράγοντα κοινωνικοποίησης των παιδιών. Ως εκ τούτου, η απουσία της “φυσικής” σχολικής τάξης ενδέχεται να δημιουργήσει συναισθήματα ανασφάλειας, ντροπής, δισταγμού και φόβου σε μελλοντική φυσική αλληλεπίδραση του παιδιού με τους συνομηλίκους του. Η απομάκρυνση από τον παππού και τη γιαγιά, την ίδια στιγμή που το παιδί πληροφορείται σε καθημερινή βάση από τα μέσα ενημέρωσης ότι οι ηλικιωμένοι είναι η βασική ομάδα κινδύνου της COVID-19, έχει ως συνέπεια το παιδί να βιώνει άγχος για την υγεία των συγκεκριμένων αγαπημένων του προσώπων».
Αγχος, αβεβαιότητα
Σύμφωνα με τις κλινικές παρατηρήσεις των ειδικών, τους τελευταίους μήνες πολλά παιδιά βίωσαν άγχος και αβεβαιότητα, είχαν αρνητικές σκέψεις και προβληματισμούς. «Ο θυμός, η αναστάτωση, η αντίδραση, οι δυσκολίες στον ύπνο, η έντονη προσκόλληση στους γονείς είναι καταστάσεις που συναντάμε», ομολογεί η κ. Παπαγεωργίου.
Μια πολύ γλαφυρή εικόνα των ψυχολογικών επιπτώσεων του lockdown σε παιδιά και εφήβους έδωσε πρόσφατη μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε Ιταλία και Ισπανία με τη συμμετοχή γονέων παιδιών ηλικίας από 3 ώς 18 ετών (Orgilés, M., Morales, A., Delveccio, E., Mazzeschi, C., & Espada, J. (2020). Immediate psychological effects of the COVID-19 quarantine in youth from Italy and Spain). Διαπιστώθηκε ότι ένα συντριπτικό ποσοστό των γονέων (85,7%) εκλάμβανε αλλαγές στη συμπεριφορά των παιδιών τους κατά τη διάρκεια της καραντίνας, με συχνότερα συμπτώματα τη δυσκολία συγκέντρωσης (76,6%), τη νωχελικότητα (52%), την ευερεθιστότητα (39%), την ανησυχία (38,8%), τη νευρικότητα (38%), το συναίσθημα της μοναξιάς (31,3%), τη δυσφορία (30,4%) και την ανησυχία (30,1%).
Παρότι δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί έρευνες για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της καραντίνας λόγω της COVID-19 στην ψυχολογία των παιδιών, οι ειδικοί συμφωνούν ότι η κοινωνική απομόνωση και η μοναξιά μπορούν να επιδράσουν αρνητικά στην ψυχική υγεία σε βάθος χρόνου. «Θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε ένα ασφαλές συμπέρασμα, έχοντας υπόψη προηγούμενες έρευνες για τις ψυχολογικές επιπτώσεις της επιδημίας του SARS-1, που ανέδειξαν ότι η καραντίνα αυξάνει κατά τέσσερις φορές τον κίνδυνο εμφάνισης διαταραχής μετατραυματικού στρες (PTSD) σε γονείς και παιδιά που βρίσκονταν σε συνθήκες καραντίνας, σε σύγκριση με αυτούς που δεν είχαν βιώσει τέτοιες συνθήκες», διευκρινίζει η κ. Σιούτη.
Η διαχείριση της νέας πραγματικότητας και των συναισθημάτων που γεννά δεν είναι φυσικά εύκολη. Οι γονείς, ωστόσο, μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ανακούφιση και στήριξη των παιδιών τους. «Είναι πολύ σημαντικό οι γονείς να συνδεθούν με τα παιδιά τους για να μπορέσουν να αφουγκραστούν τις συναισθηματικές τους ανάγκες. Ας τους εξηγήσουμε πως είμαστε διαθέσιμοι για να αντιμετωπίσουμε μαζί αυτή τη νέα πραγματικότητα», συμβουλεύει η κ. Παπαγεωργίου και καταλήγει: «Επίσης χρειάζεται να επιστρέψουμε σταδιακά στη ρουτίνα, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε παιδί αντιμετωπίζει διαφορετικά τις αλλαγές και θέλει τον δικό του χρόνο».
Πηγή:kathimerini.gr