Το 33% των εργαζομένων θα μπορούσε να δουλεύει από το σπίτι, λέει το ΚΕΠΕ
Περίπου ένας στους τρεις εργαζομένους θα μπορούσε να εργάζεται από το σπίτι, υποστηρίζει ανάλυση που δημοσίευσε το ΚΕΠΕ, προσθέτοντας ότι αυτό αφορά περισσότερο δουλειές που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως «καλές εργασίες», δηλαδή επιστημονικά επαγγέλματα ή θέσεις στο Δημόσιο, με σχετικά υψηλές αμοιβές.
Χρησιμοποιώντας πρόσφατη μεθοδολογία και με βάση στοιχεία του 2019, το ΚΕΠΕ εκτίμησε συγκεκριμένα ότι η εργασία από το σπίτι αφορά το 32,8% των εργαζομένων στην Ελλάδα ή 1,263 εκατομμύριο εργαζομένους. Σημειώνει ότι το ποσοστό είναι λίγο χαμηλότερο από άλλων ανεπτυγμένων χωρών, αλλά δεν διαφέρει σημαντικά.
Μερικά βασικά συμπεράσματα της ανάλυσης:
• Σχεδόν οι τρεις στους τέσσερις που ανήκουν στις επαγγελματικές κατηγορίες των υπαλλήλων γραφείου, των ανωτέρων διοικητικών και διευθυντικών στελεχών και των επαγγελματιών θα μπορούσαν δυνητικά να εργαστούν από το σπίτι.
• Οι επαγγελματίες αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα που μπορεί δυνητικά να εργαστεί από το σπίτι. Από 556.000 επαγγελματίες που μπορούν να δουλέψουν από το σπίτι, το 46% είναι εκπαιδευτικοί, το 20% επαγγελματίες σε επιχειρήσεις και από 15% είναι οι μηχανικοί και οι νομικοί. Οι επαγγελματίες του τομέα υγείας είναι μόλις το 1%.
• Στον αντίποδα, τη χαμηλότερη δυνατότητα εργασίας από το σπίτι έχουν οι χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και εξοπλισμού (1,3%).
• Η δυνατότητα για εργασία από το σπίτι είναι μεγαλύτερη σε κλάδους με υψηλότερους μέσους μισθούς.
• Με βάση τη θέση στο επάγγελμα, το υψηλότερο ποσοστό αυτών που θα μπορούσαν να εργαστούν από το σπίτι το εμφανίζουν οι μισθωτοί (38,3%), ακολουθούμενοι από τους αυτοαπασχολούμενους με προσωπικό (εργοδότες) με 32,4%. Στον αντίποδα, οι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό εμφανίζουν χαμηλό ποσοστό (18,9%), γεγονός που συνδέεται με το ότι στην Ελλάδα πολλοί αυτοαπασχολούμενοι είναι αγρότες, τεχνίτες, επισκευαστές, των οποίων η εκτέλεση της εργασίας απαιτεί απομάκρυνση από το σπίτι.
• Η δυνατότητα εργασίας από το σπίτι είναι υψηλότερη για τις γυναίκες (40,2%) έναντι των ανδρών (27,3%).
Πηγή: kathimerini.gr